Λογοκρισία: Η Ουγγαρία δεν ήταν η εξαίρεση

Η φίμωση του Τύπου δεν επιτυγχάνεται μόνο με αστυνομικά μέσα, όπως έχει αποδειχτεί και στην Ελλάδα

Σοκ προκάλεσε στις αρχές Ιανουαρίου η είδηση ότι στην Ουγγαρία φιμώνεται ο Τύπος με πρωτοφανή μέτρα λογοκρισίας. Η εφαρμογή του τυποκτόνου νόμου συνέπεσε μάλιστα με την ανάληψη από τη Βουδαπέστη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αντίφαση φάνταζε κραυγαλέα: Τα ηνία της ΕΕ αναλάμβανε μια χώρα που μόλις είχε περιστείλει μια ελευθερία που θεωρείται εκ των θεμελιωδέστερων στην ευρωπαϊκή ήπειρο από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, την ελευθερία του Τύπου.

Οι πιέσεις στη δεξιά κυβέρνηση του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν ήταν εντονότατες, γεγονός που την ανάγκασε να εξαγγείλει τροποποιήσεις, τις οποίες ακόμη δεν έχει θέσει σε εφαρμογή. Σε κάθε περίπτωση, αναμφισβήτητο παραμένει ότι ακόμη και στον πυρήνα της Ευρώπης, η ελευθεροτυπία δεν είναι δεδομένη. Το ζήτημα αποδεικνύεται περισσότερο επίκαιρο και φλέγον, όταν η συζήτηση για τους περιορισμούς του Τύπου δεν εξαντλείται στα άμεσα πειθαρχικά μέτρα εναντίον δημοσιογράφων, τύπου Ουγγαρίας, αλλά αγγίζει πιο λεπτές αποχρώσεις, όπως το καθεστώς ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης, το μονοπώλιο της ενημέρωσης αλλά και τις νέες τάσεις που διαμορφώνει το διαδίκτυο.

730.000 ευρώ πρόστιμο!

Δεν ήταν αδικαιολόγητος ο σάλος. Ο νόμος που επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2011 στην Ουγγαρία προέβλεπε πρόστιμα μέχρι 730.000 ευρώ σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και τηλεοπτικά κανάλια που «προσβάλλουν το δημόσιο συμφέρον, τη δημόσια τάξη και την ηθική». Ακόμα, πρόστιμα προβλέπονταν και για όσους μεταδίδουν «μεροληπτικές πληροφορίες». Οι διατυπώσεις ήταν σκοπίμως ασαφείς και αόριστες, ούτως ώστε η ερμηνεία του νόμου να έχει τόσο διασταλτική ερμηνεία, που θα μπορούσε να κλείσει οριστικά και ατιμωτικά κάθε μέσο ενημέρωσης που δημοσιοποιούσε μια είδηση μη αρεστή στην κυβέρνηση. Επιπλέον, ο νόμος υποχρέωνε τους δημοσιογράφους να αποκαλύπτουν τις πηγές τους στις αρχές, αν κρινόταν ότι υπήρχε ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Πρακτικά, το μήνυμα ήταν σαφές: Όποιος αντιμιλήσει, βάζει λουκέτο και πάει φυλακή.

Έφτασε το τέλος για την ελευθερία του Τύπου στην Ουγγαρία, αναγγέλλει πρωτοσέλιδα η Nepszabadsag, μια από τις μεγαλύτερες σε κυκλοφορία εφημερίδες της χώρας

Σε συνέντευξη που έδωσε ο Κάρολι Βέρεζ, αρχισυντάκτης μιας από τις μεγαλύτερες σε κυκλοφορία εφημερίδες της χώρας, της Nepszabadsag, τόνισε χαρακτηριστικά: «Πουθενά δεν εξηγείται τι ακριβώς θέτει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια ή πού αρχίζει μια κίνηση που να διώκεται ποινικά». Στην πραγματικότητα, η γενικότητα στις διατάξεις είχε στόχο τον εκφοβισμό: «Υπάρχει η πρόθεση να εξαναγκαστούν οι δημοσιογράφοι να εργάζονται υπό το κράτος του φόβου. Υπό τέτοια πίεση είναι πολύ δύσκολο να εργαστείς, με ένα ψαλίδι πάνω από το κεφάλι», σημειώνει ο αρχισυντάκτης. «Κάποια στιγμή οδηγείσαι στην αυτολογοκρισία», συμπλήρωσε. Κι αν ο αρχισυντάκτης αυτολογοκρίνεται, τότε ο απλός συντάκτης λογοκρίνεται από τους διευθυντές του, σε περίπτωση που του ξεφύγει κάτι «μεμπτό», μια είδηση ή ένα σχόλιο το οποίο θα μπορούσε να επιφέρει λουκέτο στο μέσο και φυλακή για τους ίδιους.

Μερική η υποχώρηση της Ουγγαρίας

Οι πιέσεις που άσκησαν οι Βρυξέλλες υπήρξαν εντονότατες. Τα μέτρα που πήρε η προεδρεύουσα Ουγγαρία εναντίον του Τύπου, εξέθεταν ανεπανόρθωτα την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και το όποιο ηθικό κύρος έχει επιχειρήσει όλα αυτά τα χρόνια να οικοδομήσει. Οι συγκεκριμένες διατάξεις κατά της ελευθεροτυπίας έδιναν ατράνταχτα επιχειρήματα στις ευρωσκεπτικιστικές τάσεις κάθε απόχρωσης για να θεμελιώσουν όχι μόνο την αντίθεσή τους στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά και να αποκαλύψουν τον προσχηματικό χαρακτήρα των ηθικών αξιών που επικαλείτο η ΕΕ.

Η υποχώρηση της ουγγρικής κυβέρνησης ήταν λοιπόν αναμενόμενη μετά από αυτή την πίεση, καθώς διακυβεύονταν πολύ περισσότερα από την ελευθερία των συντακτών σε μια χώρα της ανατολικής Ευρώπης. Εκπρόσωπος του Ούγγρου πρωθυπουργού δεσμεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα ότι εντός λίγων ημερών θα δρομολογηθούν αλλαγές στις επίμαχες διατάξεις. Συγκεκριμένα, είπε ότι οι διατάξεις του νόμου για «ισορροπημένη κάλυψη των γεγονότων» θα περιοριστεί στη ραδιοφωνία. Και ότι τα ξένα μέσα ενημέρωσης θα εξαιρεθούν από τις διατάξεις που προβλέπουν υψηλότατα πρόστιμα. Ακόμα, η Ουγγαρία συμφώνησε να άρει τη διάταξη που υποχρέωνε κάθε νέο μέσο να πάρει άδεια πριν λειτουργήσει. Μετά από αυτή την τακτική υποχώρηση της ουγγρικής κυβέρνησης, η Επίτροπος της ΕΕ για τα μέσα ενημέρωσης, Νέλι Κρόες, σημείωσε ότι είναι ικανοποιημένη και ότι θα παρακολουθεί τις εξελίξεις. Τέλος καλό; Δυστυχώς, όχι.

Πανευρωπαϊκό σπορ η λογοκρισία

Ο ασφυκτικός έλεγχος που ασκείται πάνω στα μέσα ενημέρωσης είναι ένα πανευρωπαϊκό ζήτημα, που αφορά πολύ περισσότερες χώρες. Ανάλογες επιφυλάξεις εγείρονται και στην Αυστρία. Όπως έγραφε σε πρόσφατη ανάλυσή της η εφημερίδα Der Standard που εκδίδεται στη Βιέννη, «υπήρξαν επανειλημμένες προσπάθειες και στην Αυστρία όχι μόνο για τον έλεγχο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, αλλά και του έντυπου Τύπου. Περιορισμοί των μέσων ενημέρωσης που δεν απέχουν πολύ από αυτούς που προτάθηκαν στην Ουγγαρία (συμπεριλαμβανομένων των ευθέων διώξεων σε δημοσιογράφους) έχουν κατατεθεί πρόσφατα και μελετώνται από τον αυστριακό υπουργό Δικαιοσύνης».

Αν η μία όψη της λογοκρισίας είναι οι ευθείες διώξεις, η άλλη έχει το πρόσωπο του ασφυκτικού ελέγχου. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μέσων ενημέρωσης αντανακλά μια άλλη όψη της φίμωσης του Τύπου, όταν οι κυβερνήσεις διαπλέκονται με τους επιχειρηματίες, μέσω υπόγειων ή και φανερών δεσμών. Στην Ιταλία ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έχει απασχολήσει επανειλημμένα την κοινή γνώμη για τη χειραγώγηση που ασκεί στην κρατική τηλεόραση της RAI. Οι Βρυξέλλες βέβαια ουδέποτε ασχολήθηκαν με την περίπτωση της ιταλικής κρατικής ραδιοτηλεόρασης, αλλά και τα υπόλοιπα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης της Ιταλίας, που διοικούνται από τον πρωθυπουργό. Οι πρακτικές αυτές είναι πολύ κοντά στη συνηθισμένη πρακτική του Βλαντιμίρ Πούτιν ως προς τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης. Ούτε το Νικολά Σαρκοζί οι αρχές της ΕΕ πρόκειται να επιπλήξουν, που ευνόησε μεγιστάνες του Τύπου φιλικά προσκείμενους στην κυβέρνησή του, ώστε να πάρουν στην κατοχή τους σημαντικά μέσα. Ο δεύτερος αυτός τύπος λογοκρισίας, καθώς είναι έμμεσος, περνά απαρατήρητος.

Φυλακές, τραυματισμοί, θάνατοι

Αν στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η φίμωση έρχεται πλαγίως, η περιφέρειά της δεν χρειάζεται προσχήματα. Η υποψήφια προς ένταξη Τουρκία, χώρα που ούτως ή άλλως δεν φημίζεται για τις συνταγματικές της ελευθερίες, βάλλει ευθέως εναντίον του Τύπου. Στις 17 Φεβρουαρίου 2011 οι τουρκικές αρχές προχώρησαν στη σύλληψη και τη φυλάκιση του αντιπολιτευόμενου Τούρκου δημοσιογράφου Σονέρ Γιαλτσίν και δύο συναδέλφων του. Ο Γιαλτσίν θεωρήθηκε ύποπτος στις έρευνες για τη συνωμοσία των στρατιωτικών εναντίον της κυβέρνησης. Το έγκλημά του; Ότι υπήρξε συγγραφέας αρκετών βιβλίων αντιπολιτευτικού περιεχομένου και ότι διαχειριζόταν την ιστοσελίδα odatv.com. Ήταν λοιπόν τα γραπτά του που έκαναν τις αρχές να του περάσουν χειροπέδες και τώρα το όνομά του εμπλέκεται στην περίφημη υπόθεση Εργκένεκον για απόπειρα ανατροπής της συνταγματικής τάξης.

Στις πρόσφατες επιθέσεις κατά του Τύπου εντάσσεται και η δολοφονικών προθέσεων επίθεση που δέχτηκε ομάδα δημοσιογράφων στην Αίγυπτο, κατά την πρόσφατη εξέγερση. Ομάδα αντι-διαδηλωτών, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις πληρωνόταν απευθείας από το καθεστώς Μουμπάρακ με σκοπό τη διάλυση των συγκεντρωμένων, λιντσάρισε δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων και τον Έλληνα, Πέτρο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος μαχαιρώθηκε στο πόδι. Το κίνητρο; Η φίμωση, η τρομοκράτηση, η περιστολή του Τύπου. Το μήνυμα από την κυβέρνηση ήταν ότι οι ξένοι δημοσιογράφοι όχι μόνο είναι ανεπιθύμητοι αλλά θέτουν και σε κίνδυνο τη ζωή τους.

Πριν λίγες ημέρες δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση της Επιτροπής Προστασίας των Δημοσιογράφων για το 2010 που συγκεντρώνει τις ευθείες επιθέσεις που δέχτηκαν οι εκπρόσωποι του Τύπου σε όλο τον πλανήτη. Μόνο πέρσι, 44 δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν καλύπτοντας γεγονότα. Άλλοι 145 πέρασαν τα σίδερα της φυλακής! Οι περισσότεροι θάνατοι δημοσιογράφων σημειώθηκαν στο Πακιστάν (8) με δεύτερο το Ιράκ (5 θάνατοι). Εξετάζοντας συγκριτικά τα στοιχεία, ο αριθμός των φυλακισμένων δημοσιογράφων το 2010 είναι ο υψηλότερος τα τελευταία 14 χρόνια, ενώ από το 1992, που συγκεντρώνει στοιχεία ο συγκεκριμένος οργανισμός, μέχρι τους πρώτους μήνες του 2011, οι δημοσιογράφοι που άφησαν την τελευταία τους πνοή σε δύσκολες επαγγελματικές αποστολές είναι συνολικά 850. Πάνω από 40 κάθε χρόνο!

Δολοφονίες και «δολοφονίες» στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα μπορεί να μην είμαστε Μέση Ανατολή ούτε Τουρκία, όμως τα σημάδια είναι πολύ ανησυχητικά. Πέρσι τον Ιούλιο σόκαρε η στυγνή δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια από τη «Σέχτα Επαναστατών». Στην προκήρυξη για την ενέργειά της αυτή, η τρομοκρατική οργάνωση σημείωνε με κυνισμό και ειλικρίνεια που σοκάρει: «Ο βασικός λόγος της επίσκεψής μας στο σπίτι του ήταν η κυρίαρχη θέση που κατείχε στην ηλεκτρονική μορφή της νέας δημοσιογραφίας». Εκτελέστηκε γι’ αυτά που έγραφε.

Ακόμη όμως κι αν αφήσουμε τέτοια φαινόμενα στην άκρη ως μεμονωμένα, θα δούμε ότι το γενικό πλαίσιο λειτουργίας των μέσων δεν ευνοεί την ελευθεροτυπία. Ο λεγόμενος «τυποκτόνος» νόμος που θέσπισε ο Β. Βενιζέλος το 1994 που θέσπισε πολύ υψηλά πρόστιμα σε εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν απέσπασε ποτέ την προσοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως στην περίπτωση της Ουγγαρίας. Κι όμως, ο νόμος αυτός έδωσε το έναυσμα να ξεκινήσει μια κανονική «βιομηχανία αγωγών» κατά εφημερίδων και σταθμών, πολλές φορές για ασήμαντες αφορμές. Η ΕΣΗΕΑ σχολίαζε τότε ότι επρόκειτο για «απειλή εξοντωτικών χρηματικών προστίμων και δικαστική ομηρία των λειτουργών του Tύπου». Πράγματι, ο φόβος της αγωγής λειτούργησε έκτοτε ως σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας που «βαραίνει» τη δημοσιογραφική πένα και δρα ως αυτολογοκριτικός μηχανισμός. Στις περιπτώσεις που «ξεφεύγουν» αμφιλεγόμενες διατυπώσεις, τότε ο πέλεκυς της δικαιοσύνης είναι αμείλικτος. Όπως είναι ευνόητο, στην αυστηρότητα αυτή ευάλωτες είναι κατά κύριο λόγο οι μικρές, αιρετικές φωνές, που σπανίως διαθέτουν τα μέσα για να ξεπεράσουν ένα τέτοιο οικονομικό πλήγμα.

Στις πάμπολλες μικρές ιστορίες φίμωσης διά των αγωγών, ξεχωρίζει ίσως η περίπτωση του περιοδικού Αντί. Το ιστορικό περιοδικό που άντεξε ακόμα και τη χούντα, «λύγισε» όταν μετά από χιουμοριστικό του σχόλιο τις Απόκριες του 2004, κλήθηκε από δικαστήριο να καταβάλει 81.000 ευρώ ως αποζημίωση σε πρόσωπο που υποστήριξε ότι θίχτηκε. Το ποσό τελικώς συγκεντρώθηκε και καταβλήθηκε στο θιγμένο μέρος, μετά από μια πολύ μεγάλη κινητοποίηση φίλων του περιοδικού, όμως το λουκέτο ήρθε λίγους μήνες αργότερα. Ο νόμος αυτός βρίσκεται και σήμερα σε ισχύ, και ρίχνει τη σκιά του κυριολεκτικά σε κάθε γραμμή που γράφεται…

Η νέου τύπου λογοκρισία

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η διάδοση του διαδικτύου άνοιξε νέους ορίζοντες στην ελευθερία του λόγου και του Τύπου. Τόσο η ανωνυμία που εξασφαλίζει το ίντερνετ όσο και η κατάργηση των διαμεσολαβητών μεταξύ του δημοσιογράφου και του κοινού (δεν χρειάζεται πλέον εκδοτική επιχείρηση, ούτε μηχανισμός διακίνησης και πώλησης, δεν απαιτείται αντίτιμο) θεωρήθηκε ότι ανοίγει μια νέα εποχή, όπου όλοι οι παραδοσιακοί φορείς λογοκρισίας, άμεσοι και έμμεσοι, από τη νομοθεσία περί Τύπου μέχρι τις υποδείξεις των εκδοτών, παραμερίζονται. Όση αλήθεια έχουν οι παραπάνω διαπιστώσεις, υφίστανται νέοι περιορισμοί.

Πρώτα απ’ όλα, η υπερ-πληθώρα μέσων, απόψεων, μπλογκ και ιστοσελίδων δημιουργούν τέτοιο χάος που είναι δύσκολο μέσα σε αυτό να ξεχωρίσει μια φωνή. Δηλαδή, ο πλουραλισμός αυτός δημιουργεί τελικά τις προϋποθέσεις για να μην ακουστεί τίποτα. Τελικώς, ξεχωρίζει εκείνο το μέσο που έχει δυνατότητα για διαφήμιση, άρα και τεράστια διαθέσιμα ποσά.

Επιπλέον, η ανωνυμία του ίντερνετ δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμα. Ήδη σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ το απόρρητο των επικοινωνιών (το οποίο απαγορεύει στους παρόχους διαδικτύου να αποκαλύπτουν στις αρχές το όνομα του χρήστη μιας IP) έχει αρθεί για φορολογικούς λόγους. Δηλαδή, οι οικονομικές αρχές έχουν ζητήσει και έχουν λάβει τα στοιχεία των διαχειριστών μπλογκ που εισπράττουν έσοδα από διαφημίσεις, προκειμένου αυτά να φορολογηθούν. Αν όλες οι ιστοσελίδες αποκτήσουν ονοματεπώνυμο, τότε είναι πολύ εύκολο η περιοριστική νομοθεσία να επεκταθεί και στο διαδίκτυο. Την τάση αυτή δείχνει άλλωστε και η περίπτωση του Τζούλιαν Ασάνζ, ο οποίος διώκεται ανηλεώς για τις αποκαλύψεις της ιστοσελίδας wikileaks, που ίδρυσε.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παλμόραμα, 26-2-2011)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s