«Δι’ ελέου και φόβου» έγραφε ο Αριστοτέλης στον περίφημο ορισμό του, ότι περνάει η λύτρωση από την τραγωδία. Μια από τις πρόσφατες τραγωδίες, η δολοφονική επίθεση στη Μαρφίν κατά τη διαδήλωση της 5ης Μαΐου 2010 ενέπνευσε 22 συγγραφείς, δραστήρια μέλη κοινωνικών κινημάτων όλοι, να κυκλοφορήσουν σε ένα σώμα κείμενά τους με θέσεις για το φαινόμενο της πολιτικής βίας, που κυκλοφόρησε από τις νέες εκδόσεις Διάπυρον υπό τον αφοριστικό τίτλο Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική. Η «κάθαρση» υποστηρίζουν και τα 23 κείμενα του τόμου θα έρθει με την ομόθυμη και οριστική καταδίκη κάθε βίας, τον εξοβελισμό της από τις ανθρώπινες κοινωνίες. Βέβαια, σε αντίθεση με το αρχαίο θέατρο, οι σύγχρονες κοινωνικές τραγωδίες χρειάζονται διαλεκτική και όχι ψυχολογική μέθοδο ανάγνωσης.
«Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να απειλεί, να εκβιάζει και να τρομοκρατεί τον άλλον για να τον υποχρεώσει να ασπαστεί τις ιδέες του, αυτό είναι ο ορισμός του φασισμού», υποστηρίζουν οι επιμελητές του βιβλίου σαν θέση αρχής. Εξειδικεύοντας τις περιπτώσεις, οι συγγραφείς αναφέρονται τόσο στα γεγονότα της Μαρφίν, στα «Δεκεμβριανά» του 2008 αλλά και στο θάνατο του μικρού Αφγανού τον Μάρτιο του 2009 από έκρηξη αυτοσχέδιας βόμβας. Από εκεί γενικεύουν στην ιστορία, με μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος: Ο Θανάσης Τριαρίδης για παράδειγμα μιλά για το «κομμουνιστικό πραξικόπημα του Οκτωβρίου 1917 που … οδήγησε σε ένα από τους πιο απάνθρωπους ολοκληρωτισμούς της ιστορίας». Έτσι, παρόλο που ο τόμος ξεκινά από τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της μη βίας, καταλήγει εύκολα στην υπερ-αντιδραστική τάση που ταυτίζει άκριτα και ανεδαφικά μια απελευθερωτική δυναμική εκατομμυρίων ανθρώπων, τον κομμουνισμό, με την πιο μαύρη σελίδα της πολιτικής ιστορίας, το φασισμό.
Στην κριτική τους οι συγγραφείς του τόμου παραλείπουν μια θεμελιώδη διάκριση, αυτή της ατομικής από τη συλλογική βία. Ανεξάρτητα πώς τοποθετείται κανείς συναισθηματικά απέναντι στα φαινόμενα, το σπάσιμο μιας βιτρίνας και η μολότοφ έχει δομική διαφορά από την περιφρούρηση μιας απεργίας και την κατάληψη ενός εργοστασίου. Συνολικά, το βιβλίο αφήνει παντελώς ασχολίαστη την άλλη, την υπόγεια βία στους χώρους δουλειάς, το διευθυντικό δεσποτισμό, την τρομοκρατία των απολύσεων. Για τους συγγραφείς μόνη βία είναι τα «μπάχαλα». Ακόμη κι εκεί όμως, στη βία της Μαρφίν και των μολότοφ, αποσιωπάται ένας εκ των καθοριστικότερων παραγόντων για την τροπή που παίρνουν συνήθως τα γεγονότα: Τη συνειδητή και σχεδιασμένη δράση του κράτους και των μηχανισμών του για την υποκίνηση επεισοδίων.
[Ολόκληρο το βιβλίο βρίσκεται σε ηλεκτρονική μορφή εδώ]
(Δημοσιεύτηκε το Πριν, 8-5-2011)
Επίσης, μυστηριωδώς, οι οπαδοί της «ομόθυμης και οριστικής καταδίκης κάθε βίας» και του «εξοβελισμού της από τις ανθρώπινες κοινωνίες» δεν απαιτούν την κατάργηση της πιο οργανωμένης μορφής βίας: της αστυνομίας και του στρατού.