Από την αστυνομική λογοτεχνία αναμένουμε συνήθως απάντηση στο whodunit (που σημαίνει «ποιος-το-έκανε») μιλώντας πάντα για το έγκλημα. Το υποείδος αυτό των ιστοριών με πρωταγωνιστές ντετέκτιβ που λύνουν γρίφους και αποκαλύπτουν το δολοφόνο, έχει βέβαια λαμπρές σελίδες στην παγκόσμια λογοτεχνία. Σπανίζουν όμως οι απαντήσεις στο γιατί το έκανε . Στην ερώτηση αυτή είναι στραμμένο το νέο βιβλίο του Νεοκλή Γαλανόπουλου Οικογενειακά εγκλήματα, από τις εκδόσεις Τόπος, στις τρεις ιστορίες του οποίου βρίσκουμε μεν δολοφονίες, μυστήριο και λογικές παγίδες, ωστόσο η ίδια η διαλεύκανση των εγκλημάτων περνά σε δεύτερο πλάνο. Το πραγματικά αποκαλυπτικό στο βιβλίο του Νεοκλή Γαλανόπουλου δεν είναι ο φόνος καθαυτός, αλλά η κοινωνιολογίά του εγκλήματος. Τα ορατά ή υπόγεια κίνητρα των δολοφόνων φανερώνεται πως δεν εντάσσονται στη σφαίρα του ατομικού, της άρρωστης ψυχολογίας, αλλά ανάγονται στις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και μάλιστα, στην πιο στενή τους μορφή, αυτή της συγγένειας.

Στον επώνυμο πολιτικό και στο σεβαστό δικαστή πέφτουν οι υποψίες για τους φόνους στο νέο αστυνομικό του Νεοκλή Γαλανόπουλου, Οικογενειακά εγκλήματα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος
Οι ήρωες του Ν. Γαλανόπουλου ακολουθούν το ίδιο σχέδιο αποδόμησης των κοινωνικών συμβάσεων που κρύβουν μέσα τους μόνο υποκρισία. Το φιλόδοξο πολιτικό στέλεχος που ανέρχεται την κοινωνική και πολιτειακή κλίμακα, κερδίζοντας σεβασμό, κύρος και εξουσία, αποδεικνύεται πρώτης τάξης κάθαρμα. Ένας πρόεδρος εφετών, που είναι γιος εφέτη και εγγονός καθηγητή Νομικής στο «Αθήνησι Πανεπιστήμιον», πίσω από τη σοβαρή όψη και το χαρτοφύλακα κρύβει ένα αρρωστημένο μίσος. Ολόκληρη η καλή αστική κοινωνία απεκδύεται κάθε επίφασης ευγένειας, αποκαλύπτοντας το σημερινό κοινωνικό πορτρέτο των ανώτερων τάξεων κάτω από τη μάσκα.
Ο συγγραφέας, όπως άλλωστε έχει δείξει και με το προηγούμενο έργο του (Η παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού και Θάνατος από το πουθενά, επίσης από τις εκδόσεις Τόπος) τρέφει βαθιά περιφρόνηση στην αυθεντία του αστυνομικού επιθεωρητή. Στην πραγματικότητα, υπονομεύει καταλυτικά το ρόλο της αστυνομίας και των λαγωνικών της, καταδικάζοντας τους σε διακοσμητικό ρόλο. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό, στα νουάρ μυθιστορήματα πρωταγωνιστής δεν είναι ο ίδιος ο ντετέκτιβ, αλλά κάποιο από τα πρόσωπα της πλοκής, είτε θύμα είτε αυτουργός. Εδώ όμως έχουμε μια βαθύτερη θέση του συγγραφέα απέναντι στην εξουσία των αρχών και κάθε εξουσία.
Στην πρώτη ιστορία ο αστυνομικός που εντοπίζει το στοιχείο κλειδί του όλου μυστηρίου δεν είναι παρά ένας χαμηλόβαθμος του τοπικού τμήματος σ’ ένα νησί. Είναι ο Μηνάς από το δίπλα σπίτι και όχι ο αριστοκράτης Χολμς, ο δημοφιλέστατος ήρωας του σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Ούτε ο γοητευτικός πλην μελαγχολικός αντεργκράουντ τύπος Πάκο Μαρτίνεθ, ο ήρωας στα πολιτικά νουάρ του Μορίς Αττιά. Στη δεύτερη αντίθετα ιστορία την ευθύνη των ερευνών την έχει ταξίαρχος, υποδιοικητής Ασφάλειας Αττικής, ο οποίος μάλιστα λογοδοτεί στους τελευταίους ορόφους του μεγάρου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και αυτοπροσώπως στον Αρχηγό. Κι όμως, ο οξυδερκής ανώτατος αξιωματικός, ο οποίος τελικά λύνει το γρίφο της δολοφονίας και βρίσκει τα απαραίτητα στοιχεία δεν τα αποκαλύπτει ποτέ. Γιατί; Επειδή υποτάσσεται στην πολιτική εξουσία στην αδιαμφισβήτητη δύναμη ενός αρχηγού κόμματος της Βουλής που έχει πρόσβαση στους ανωτέρους του. Τέλος, οι φόνοι της τρίτης ιστορίας μένουν για πάντα στο αρχείο. Ο αστυνόμος Α’ περνά για λίγο από το κάδρο της αφήγησης χωρίς να καταφέρει να αγγίξει ποτέ την αλήθεια Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια καινοτομία περιεχομένου, αφού ολόκληρο το λογοτεχνικό αυτό είδος χαρακτηρίζεται από την πρωταγωνιστική συμμετοχή των κρατικών αρχών (επίσημων ή όχι) μέσω ενός ήρωα στην εξέλιξη της πλοκής. Αντίθετα στα Οικογενειακά εγκλήματα θύτες και διώκτες είναι οι υπεράνω πάσης υποψίας.
(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 14-8-2011)