Κάτι σαν αρτεσιανό φρέαρ πρέπει να υπήρξε για τους ιστορικούς επιστήμονες η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και το άνοιγμα των εκεί αρχείων. Από τα σκονισμένα κρατικά και κομματικά ερμάρια αναδύθηκαν θραύσματα του σοσιαλιστικού παρελθόντος, που μέχρι τη δεκαετία του 1990 κρατούνταν ως επτασφράγιστα μυστικά. Κάθε συμβολή επομένως στην ανάδειξη αυτού του πλούτου των αρχείων είναι σημαντική. Το νέο βιβλίο των Νίκου Μαραντζίδη και Κώστα Τσίβου, με τίτλο Ο ελληνικός εμφύλιος και το διεθνές κομουνιστικό σύστημα, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια που αφορά τα αρχεία του τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος για το ΚΚΕ κατά την περίοδο 1946-1968, είναι μια ανάλογη συνεισφορά, στο βαθμό που οι συγγραφείς ανέσυραν από τα αρχεία και με τη μετάφρασή τους κατέστησαν προσβάσιμο στο ελληνικό κοινό ένα απροσπέλαστο για δεκαετίες υλικό. Ωστόσο, οι ακαδημαϊκές ιδιότητες των ερευνητών δεν τους απέτρεψαν από το να προσδώσουν μια πλήρως διαστρεβλωτική σκοπιά στο περιεχόμενο των εγγράφων, στα πρότυπα της αντιαριστερής προπαγάνδας.
Στα αρχειακά τεκμήρια που καταλαμβάνουν το δεύτερο μισό του βιβλίου ανακαλύπτει κανείς τρεις άγνωστες εν πολλοίς πλευρές της βοήθειας που παρέσχε το αδελφό κόμμα και η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας στο ΚΚΕ από τον καιρό του εμφυλίου: Πρώτον, την υλική βοήθεια σε πολεμικό υλικό κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων στην Ελλάδα, δεύτερον, τη διοργάνωση ενός βραχύβιου «σχολείου» για Έλληνες δολιοφθορείς μετά το τέλος εμφυλίου και τρίτον, την οργάνωση της ζωής των χιλιάδων πολιτικών προσφύγων που κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία μετά την ήττα του ΔΣΕ. Τα πολεμοφόδια προς τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού καταγράφονται σε λεπτομερείς καταλόγους ως εκθέσεις του τσεχοσλοβάκικου κόμματος. Το «σχολείο» δολιοφθορέων λειτούργησε υπό καθεστώς άκρας μυστικότητας σε στρατόπεδο της κεντροευρωπαϊκής χώρας από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1950 για 41 μέλη του ΚΚΕ. Τέλος, η παρουσίαση της πρόνοιας για τους πολιτικούς πρόσφυγες, όπως ξεδιπλώνεται στα κρατικά έγγραφα, ξεκινά από τον Αύγουστο του 1949 και φτάνει μέχρι το 1968, τη χρονιά της διάσπασης και της 12ης Ολομέλειας όπου η αλληλογραφία μεταξύ Κεντρικών Επιτροπών των δύο κομμάτων αφορούσε την αναζήτηση και το ξεσκέπασμα «πρακτόρων του Ζαχαριάδη». Πρόκειται για πολύ ενδιαφέρουσες σελίδες, ενίοτε συγκινητικές, που φανερώνουν τις μορφές ανιδιοτελούς προσφοράς που πήρε η αρχή του προλεταριακού διεθνισμού στα πιο ταραγμένα χρόνια του αιώνα που πέρασε για τη χώρα μας και όχι μόνο.
Το βιβλίο δεν εντοπίζει πουθενά τα κοινωνικά ελατήρια του εμφυλίου πολέμου
Οι συγγραφείς διακρίνουν τη θέση τους από τις δύο, όπως παρουσιάζουν, κυρίαρχες μεθοδολογικές σχολές στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου, την παραδοσιακή και την αναθεωρητική. Η πρώτη σχηματικά αποδίδει ένα μονολιθικό χαρακτήρα στην πολιτική του σοσιαλιστικού μπλοκ με κορυφή τον Στάλιν και η δεύτερη επιρρίπτει ευθύνες στον αμερικανικό παράγοντα, χαρακτηρίζοντας τη στάση της Μόσχας αμυντική. Οι Μαραντζίδης και Τσίβος αισθάνονται εγγύτερα σε μια μετα-αναθεωρητική σχολή. Συγκεκριμένα, θέση των συγγραφέων είναι πως δεν ευσταθεί ούτε μια απόλυτη ερμηνεία του εμφυλίου ως ξενοκίνητου, ούτε από την άλλη η αποκοπή των ενεργειών του ΚΚΕ από τα αδελφά κόμματα. Για το λόγο αυτό εισηγούνται τον όρο «κομουνιστικό διεθνές σύστημα», επιχειρώντας να σκιαγραφήσουν τα κίνητρα και την πρακτική της αλληλεγγύης μεταξύ κομμουνιστών.
Οι κομμουνιστές παρουσιάζονται ως συνωμότες και δαιμόνιοι σφετεριστές της εξουσίας
Όσο κι αν η προσπάθεια αυτή ενδύεται το μανδύα του επιστημονισμού και της πολιτικής νηφαλιότητας, στην πραγματικότητα το πρώτο μέρος του βιβλίου αναπαράγει όλη την επιχειρηματολογία της μετεμφυλιακής Δεξιάς. «Ο κομουνισμός σε μια χώρα δημιούργησε προσδοκίες για την εγκαθίδρυση του κομουνισμού σε άλλες χώρες», γράφουν για παράδειγμα οι συγγραφείς σε μια παρωχημένη μάλλον ρητορική, που εκτός των άλλων, ταυτίζει το σοσιαλιστικό στάδιο με τον κομμουνισμό. Οι ίδιοι οι κομμουνιστές παρουσιάζονται ως συνωμότες και δαιμόνιοι σφετεριστές της εξουσίας, ενώ η ιδεολογία τους απλώς ένα «σταθερό σύστημα από πεποιθήσεις και πρακτικές» που προσομοιάζει με θρησκευτικό δόγμα το οποίο έχει και το «δικό του Βατικανό», τη Μόσχα: «Το πέρασμα από την επανάσταση του Φεβρουαρίου σε αυτή των μπολσεβίκων τον Οκτώβριο δείχνει τη φιλοδοξία αλλά και την ικανότητα των κομουνιστών να εκμεταλλεύονται τις εθνικές κρίσεις προς όφελος των στόχων τους», γράφουν με διατυπώσεις που θα ζήλευαν και τα εγχειρίδια της CIA. Η υποτιθέμενη ακαδημαϊκή ουδετερότητα τυφλώνει τους ερευνητές που δεν διακρίνουν πουθενά ότι οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες συνιστούσαν και συνιστούν ένα απελευθερωτικό όραμα για τον κόσμο, που θα καταργήσει τα δεσμά της εκμετάλλευσης και των πολέμων. Ήταν αυτά τα κίνητρα των μαχητών και όχι η άνευ όρων κατάληψη της εξουσίας.
Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν υποτιμητικά ότι οι ηττημένοι του Γράμμου «έχασαν τον πόλεμο στα όπλα αλλά τον κέρδισαν στο τυπωμένο χαρτί και τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων»
Ακόμα, το βιβλίο δεν εντοπίζει πουθενά τα κοινωνικά ελατήρια του εμφυλίου πολέμου και προσπερνά τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που πυροδότησαν την έναρξη των συγκρούσεων. Αντίθετα από ό,τι αρχικά υποστηρίζεται για τη σχετική αυτοτέλεια του ΚΚΕ ως προς το διεθνές κομουνιστικό σύστημα, η εισαγωγή υπογραμμίζει προς το τέλος ως συμπέρασμα ότι «μόνο χάρη στην εξωτερική υποστήριξη έγινε δυνατή η έναρξη του εμφυλίου».
Επιπλέον, οι Μαραντζίδης και Τσίβος αδυνατούν να ερμηνεύσουν την τεράστια επιρροή που άσκησαν και ασκούν ακόμη οι ιδέες αυτές σε μεγάλα ή και πλειοψηφικά κομμάτια του πληθυσμού σε πολλές χώρες. Γράφουν υποτιμητικά ότι οι ηττημένοι του Γράμμου «έχασαν τον πόλεμο στα όπλα αλλά τον κέρδισαν στο τυπωμένο χαρτί και τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων», όμως το ερμηνευτικό τους σχήμα αφήνει την ιδεολογική αυτή υπεροχή ανεξήγητη. Μπορεί σε μια υποσημείωση του βιβλίου, οι συγγραφείς να αποδίδουν στον ιστορικό του εμφυλίου Γ. Μαργαρίτη «ιδεολογική προκατάληψη ζηλωτή», όμως και οι ίδιοι παίρνουν ανοιχτά θέση με ανάλογη τουλάχιστον διάθεση, όταν σημειώνουν στο ακροτελεύτιο συμπέρασμα του κειμένου τους πως «είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως τυχόν νίκη του ΔΣΕ … μπορούσε να σημοτοδοτήσει δύο μόνο εναλλακτικές: τη νίκη μιας κομμουνιστικής δικτατορίας … ή τη διαίρεση της χώρας σε έναν κομουνιστικό Βορρά και ένα δυτικό (πιθανόν όμως αυταρχικό και καθόλου φιλελεύθερο) Νότο». Μπορεί η οριστική επιλογή και η ταξινόμηση του υλικού που βρήκαν στην Πράγα και σε άλλα αρχεία οι ερευνητές να έγιναν με τους φακούς της εκ των προτέρων πολιτικής τους θέσης, αυτό όμως δεν αναιρεί την καθαυτό αξία των πρωτότυπων κειμένων.
(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 23-9-2012)
Reblogged this on ΝΕΑ ΧΩΡΙΣ ΦΙΛΤΡΟ ΦΕΛΛΟΥ.