Ένα γλαφυρό αλλά …ρηχό Βυζάντιο

Έναν όμορφα φιλοτεχνημένο αλλά ατελή πίνακα του μεσαιωνικού ελληνικού κράτους, που έχει επικρατήσει να αποκαλείται Βυζάντιο, δίνει η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ με το νέο της βιβλίο Γιατί το Βυζάντιο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Στο βιβλίο δεν αναλύονται οι βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής και η ιστορική εξέλιξη ερμηνεύεται μόνο με βάση τη θρησκεία

Η συγγραφέας έχει όλα τα διαπιστευτήρια για να υπογράψει ένα λεπτομερές και ενδιαφέρον δοκίμιο: Υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρύτανης του πανεπιστημίου της Σορβόννης το 1976, έχει ανακηρυχθεί επίσης πρύτανης του πανεπιστημίου της Ευρώπης καθώς και πρόεδρος του κέντρου Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι. Το νέο της βιβλίο είναι το πρώτο γραμμένο απευθείας στα Ελληνικά, ενώ χαρακτηρίζεται για την προσπάθεια της συγγραφέα να αποδώσει εκλαϊκευμένα πτυχές της βυζαντινής ιστορίας που ως τώρα έμεναν περισσότερο στον ορίζοντα ενδιαφερόντων ενός πιο ειδικευμένου αναγνωστικού κοινού. Έτσι λείπουν οι υποσημειώσεις και η ορολογία που θα παρέπεμπε σε …«βυζαντινολογίες» και μένει μια παραστατική και μεστή αφήγηση.

Στόχος της συγγραφέα, όπως επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου, είναι να παρουσιάσει για το Βυζάντιο «αυτά που το αναδεικνύουν ως την πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και που εξηγούν, όχι μόνο το πολιτιστικό μεγαλείο του (και αυτό ανεπαρκώς ακόμη γνωστό), αλλά και την ασυνήθη για παγκόσμια δύναμη (όπως ήταν κάποτε το Βυζάντιο) μακροβιότητά του». Στο πνεύμα αυτό εξετάζονται σε ξεχωριστά κεφάλαια τα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της αυτοκρατορίας, οι τοπικές ιδιαιτερότητες των επαρχιών του κράτους, οι σχέσεις της κοσμικής με την εκκλησιαστική εξουσία και τέλος, η αλληλεπίδραση των βυζαντινών με το γειτονικό κόσμο.

Η εξιστόρηση των γεγονότων και η αποκάλυψη πτυχών της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας μέσα από τις πηγές δείχνει τη βαθιά γνώση της συγγραφέα για το αντικείμενό της. Εκείνο όμως που σε αρκετά σημεία απουσιάζει είναι η βαθύτερη ερμηνεία των γεγονότων και η αποκάλυψη των συνθηκών που οδήγησαν σε αυτά. «Ανόσιο εγχείρημα» χαρακτηρίζεται για παράδειγμα η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204: «Η πρώτη χριστιανική αυτοκρατορία έπεσε υπό τα πλήγματα χριστιανικού στρατού» (σελ. 46) υπογραμμίζει η συγγραφέας, θέλοντας να τονίσει τον ανήθικο χαρακτήρα των σταυροφοριών της Δύσης που κατέλυσαν το ομόθρησκο κράτος της Ανατολής. Πέρα από την αγανάκτηση όμως δεν δίνεται εξήγηση. Στο ίδιο πνεύμα, χαρακτηρίζονται «παρά φύση» (σελ. 51) οι συμμαχίες που σύναψαν βυζαντινοί αυτοκράτορες με τους κατοπινούς κατακτητές τους, τους Οθωμανούς Τούρκους. Τόσο ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος, που αναφέρεται στο βιβλίο, όσο και ο Ιωάννης Καντακουζηνός, που δεν αναφέρεται, στήριξαν μεγάλο μέρος των τακτικών τους ελιγμών προς την εξουσία στη συμμαχία τους με τους Οθωμανούς. Ούτε εδώ δίνεται επαρκής ερμηνεία για τις επιλογές αυτές.

Χάριν εκλαΐκευσης, η συγγραφέας επιλέγει ένα απλουστευτικό σχήμα για να παρουσιάσει τις πολιτικές και εθνικές αντιθέσεις της εποχής. Η γενική αίσθηση που αφήνει το βιβλίο είναι ότι κατά τα μεσαιωνικά ελληνικά χρόνια υπήρχαν κρατικές οντότητες ανάλογες με τα σημερινά εθνικά κράτη. Παρόλο που τονίζεται σε ένα σημείο πως «η όσμωση των διαφόρων εθνοτήτων στο πλαίσιο της διοίκησης και της αυτοκρατορικής κοινωνίας βρίσκει το απόγειό της στον κατεξοχήν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Κωνσταντινούπολης» (σελ. 190) οι συχνότερες αναφορές σε «Έλληνες» και «Τούρκους» αφήνουν να εννοηθεί μια γραμμική ιστορική εξέλιξη του ελληνικού και του τουρκικού κράτους, χωρίς τομές. Αναλόγως, οι βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής (π.χ. στο τέλος του 7ου αιώνα) χαρακτηρίζονται «κλίμα εθνικού διχασμού» (σελ. 130).

Την περίφημη ρήση του Μαρξ ότι δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την κοινωνική υπόστασή τους, άλλα το αντίθετο, δεν την ασπάζεται η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ. Γι’ αυτό και στο έργο της δίνει τόσο βάρος στο ρόλο του χριστιανισμού και ειδικότερα της ορθοδοξίας, στην ιστορική εξέλιξη. «Χάρη στον ευαγγελισμό των σλαβοβαραγκικών πληθυσμών, που κατοικούσαν τις χώρες ως το Βόλγα και πέρα, η Ευρώπη μπόρεσε να αντισταθεί στα μογγολικά στίφη», γράφει χαρακτηριστικά για τους λαούς του Εύξεινου Πόντου (σελ. 211). Οι δογματικές διαφορές σύμφωνα με τη συγγραφέα επιβιώνουν και καθορίζουν τις εξελίξεις μέχρι σήμερα, καθώς μιλά για «άσβεστη αντιπαλότητα των Νεοελλήνων προς την παποσύνη». Ενώ σε άλλο σημείο, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο «αντιλατινικός αγώνας αποτέλεσε το θεμέλιο της ορθοδοξίας και της εθνικής ταυτότητας των λαών […] δημιουργώντας μια υπερεθνική αλληλεγγύη που τα σημάδια της είναι διακριτά ως τα σήμερα» (σελ. 64). Προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού, η συγγραφέας προχωρά σε μια ανεδαφική εκτίμηση, υποστηρίζοντας ότι η αλληλεγγύη που έδειξε ο ελληνικός λαός κατά τη νατοϊκή επιδρομή στη Γιουγκοσλαβία το 1999 οφείλεται στην αλληλεγγύη αυτή μεταξύ ομοδόξων.

Περαιτέρω, η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ δεν ενστερνίζεται τη θέση ότι η ιστορία είναι ιστορία της πάλης των τάξεων. Φυσικά, γίνονται ακριβείς και τεκμηριωμένες αναφορές στην οικονομική πολιτική του βυζαντινού κράτους ως υπόβαθρο της εξωτερικής πολιτικής που ασκούσε. Ωστόσο, η εξέλιξη της ιστορίας παρουσιάζεται περισσότερο σαν αποτέλεσμα των μηχανορραφιών και επιλογών που έκαναν οι αυτοκράτορες και η αυλή τους. Γι’ αυτό και στο βιβλίο δεν αναλύονται επαρκώς οι κοινωνικές αντιθέσεις και διαμάχες που συγκλόνισαν το βυζαντινό κράτος και καθόρισαν την ταυτότητά του. Η Στάση του Νίκα, η τραγική αιματηρή εξέγερση του 532 που επιχείρησε να ανατρέψει τον Ιουστινιανό, αναφέρεται στο βιβλίο μόλις μια φορά, σε μία αράδα. Αναλόγως, η άλλη μεγάλη εξέγερση, αυτή των Ζηλωτών που κατέλαβαν την εξουσία το 1342 στη Θεσσαλονίκη σημειώνεται στο βιβλίο μόνο σαν σταθμός στη διαδοχή των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Η συγγραφέας αρνείται να αποκαλύψει την ταξική και κοινωνική φύση των εξεγέρσεων αυτών κάτω από το θρησκευτικό μανδύα τους.

Αρετή και συνάμα βαρίδι του βιβλίου είναι το γεγονός ότι αποτελείται από ξεχωριστά δοκίμια γραμμένα ανεξάρτητα. Τα κείμενα αυτά μάλλον αποτέλεσαν προφορικές ανακοινώσεις στα πολυάριθμα συνέδρια στα οποία έχει κληθεί η συγγραφέας ως ομιλήτρια. Έτσι ο λόγος είναι μεν ζωντανός, ρέων και παραστατικός, όμως επειδή στερείται τα εξωκειμενικά προφορικά στοιχεία του, σε ορισμένα σημεία δημιουργεί παρανοήσεις. Για παράδειγμα, σε πέντε σημεία του βιβλίου, γίνεται λόγος για «θαύματα» του Αγίου Δημητρίου και της Παναγίας που έσωσαν είτε την Κωνσταντινούπολη είτε τη Θεσσαλονίκη (σελ. 28, 100, 107, 110, 202). Δεν αποφεύγονται επίσης πολλές επαναλήψεις, καθώς τα κεφάλαια είναι αυτόνομες ενότητες.

(Δημοσιεύτηκε στην Ουτοπία, τεύχος 88)