Προορισμός Βερολίνο, από την Αθήνα του ΔΝΤ

Πέντε κράτη, μία πρωτεύουσα

Τείχος, Πύλη Βρανδεμβούργου, Χίτλερ, Ράιχσταγκ, βομβαρδισμοί. Ποιες είναι λέξεις κλειδιά για το Βερολίνο; Όλες κατά ένα περίεργο τρόπο συνδέονται με μεγάλες στιγμές στην ιστορία, αλλά και καθοριστικούς σταθμούς για τη χώρα μας και όχι μόνο. Δεν είναι τυχαίο μάλλον που ενώ οι πολιτικές συνθήκες τριγύρω μεταβάλλονται ριζικά ανά τους αιώνες, το Βερολίνο μένει πάντα στο επίκεντρο. Πέντε κρατικές οντότητες είχαν στην ιστορία πρωτεύουσά τους το Βερολίνο: Το Βρανδεμβούργο, το Βασίλειο της Πρωσίας, το Τρίτο Ράιχ, η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και η σημερινή ενωμένη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Μπορούμε να φανταστούμε μέλη της πρωσσικής αυτοκρατορικής αυλής, αξιωματικούς των Ες Ες, κυβερνητικά στελέχη στο Πολιτικό Γραφείο του Σοσιαλιστικού Ενωτικού Κόμματος αλλά και σημερινούς υπουργούς της Άνγκελα Μέρκελ να κάνουν την πρωινή τους βόλτα δίπλα από τον ποταμό Σπρέε.

Η πύλη του Βρανδεμβούργου

Ο Γερμανός, ο Έλληνας και ο λογαριασμός

Τρόικα, Μέρκελ, Μνημόνιο, ευρώ. Αυτές οι λέξεις – κλειδιά δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τη σημερινή περιγραφή της Γερμανίας και του Βερολίνου, τουλάχιστον αν το ταξίδι ξεκινά από την Αθήνα της κρίσης και του ΔΝΤ. Είναι λοιπόν αλήθεια: Μας έχει περάσει στο υποσυνείδητο ένα τέτοιο ενοχικό σύμπλεγμα που από το πρώτο λεπτό στο αεροδρόμιο Τέγκελ αισθάνεσαι σαν έχεις διαπράξει κάτι το απαγορευμένο, για πολίτη μιας χώρας υπό οικονομική επιτήρηση και αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. «Έλληνας τουρίστας, το πιο σύντομο ανέκδοτο», θα λέγαμε…

Κυκλοφορεί στο Βερολίνο και μου μετέφερε Έλληνας που ζει στη Γερμανία το εξής χαρακτηριστικό ανέκδοτο: Ένας Ιταλός λέει, ένας Ισπανός κι ένας Έλληνας πάνε σ’ ένα εστιατόριο. Τρώνε, πίνουν κι ευχαριστούνται κι έρχεται η ώρα του λογαριασμού. Ποιος πληρώνει; Απάντηση, ο Γερμανός!

Ο Πύργος του Βερολίνου, ύψους 368 μέτρων


Μια ευρύτερη αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στη Γερμανία είναι ότι οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, χωρίς παραγωγική βάση και με μια αντι-εργασιακή κουλτούρα, κατάφεραν να επιζήσουν και να δημιουργήσουν έναν υλικό πλούτο βασιζόμενες στον υπερδανεισμό και την οικονομική επιείκεια των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών, δηλαδή της Γερμανίας. Στις εφημερίδες, στις καθημερινές συζητήσεις ο αφορισμός αυτός κυριαρχεί.

Το ιδεολόγημα αυτό έχει φυσικά μια πραγματική αφετηρία. Το γεγονός ότι κατά τη δεκαετία του 1990 η Γερμανία υπό την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Γκέρχαρτ Σρέντερ προέβη πρώτη από όλους σε μια άνευ προηγουμένου «εσωτερική υποτίμηση», χτυπώντας αλύπητα τους μισθούς, το συνταξιοδοτικό σύστημα και το κοινωνικό κράτος που ίσχυε μέχρι τότε για τους Γερμανούς. Το πολιτικό αυτό πρόγραμμα που πήρε το όνομα «Ατζέντα 2010», ήταν φυσικά πολύ επώδυνο, ωστόσο εκτίναξε το συγκριτικό πλεονέκτημα της Γερμανίας στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών οικονομιών. Οι Γερμανοί ήταν οι πρώτοι που ένιωσαν στο πετσί τους και προκαταβολικά τις συνέπειες της κρίσης και τώρα γελούν χαιρέκακα με τους υπόλοιπους.

Γεγονός επίσης παραμένει ότι η χώρα αυτή είναι υπερ-ανεπτυγμένη βιομηχανικά και ανέκαθεν χρησιμοποιούσε την πολιτική της ισχύ προκειμένου να εδραιώσει και την οικονομική της κυριαρχία. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ίσως δεν υπάρχει γι’ αυτή την τάση, από το αναγκαστικό δάνειο που υποχρεώθηκε η υπόδουλη στους ναζί Ελλάδα να καταβάλλει στη γερμανική κρατική τράπεζα το 1942, ύψους 3,5 δισ, μάρκων.

Αλεξάντερπλατς η καρδιά του Ανατολικού Βερολίνου

Ομιλείτε Αγγλικά;

Όλα αυτά ανήκουν φυσικά στο παρελθόν. Παρόλ’ αυτά, η αυτοκρατορική ιστορία αιώνων και η σημερινή ηγεμονική θέση της χώρα τους στη διακρατική σκακιέρα έχουν αφήσει στους σύγχρονους Γερμανούς έναν εμφανή σοβινισμό. Αδιανόητο θα ήταν φυσικά για μας, εδώ στην Ελλάδα που «ζει» από τον τουρισμό, υπάλληλοι μουσείου να μην μπορούν να συνεννοηθούν στα Αγγλικά. Συνέβη όμως στο Βερολίνο! Σε έναν απλούστατο διάλογο, η ερώτηση στα Αγγλικά «τι ώρα κλείνει το μουσείο;», είχε απάντηση μόνο στα Γερμανικά: «um achtzehn Uhr», δηλαδή στις 6.

Μια δεύτερη προσπάθεια για συνεννόηση σ’ αυτήν που θεωρείται παγκόσμια και κυρίαρχη γλώσσα, την Αγγλική, έπεσε στο κενό: Μέσα στο χαμό του κεντρικού σταθμού της Αλεξάντερπλατς χρειαζόμουν την πληροφορία αν ένα τρένο στην πλατφόρμα έφτανε στο Σαρλότενμπουργκ, την περιοχή με το αυτοκρατορικό ανάκτορο της πρωσσικής δυναστείας, όπου σήμερα λειτουργεί ως μουσείο. Ρώτησα στα Αγγλικά. «Ich verstehe nicht», «δεν καταλαβαίνω», μου απάντησε μια συμπαθής μεσήλικας. Έκτοτε, επιστράτευσα τα λίγα Γερμανικά μου στις καθημερινές συνεννοήσεις, πρωτοβουλία που αποδείχτηκε ότι ανοίγει απίστευτα πολλές πόρτες στην αμοιβαία κατανόηση αλλά και τη διάθεση.

Ο δρόμος προς το πρωσσικό ανάκτορο Σαρλότενμπουργκ, που λειτουργεί ως μουσείο


Αθήνα – Βερολίνο,
τόσο μακριά, τόσο κοντά

Στο Βερολίνο διαψεύδονται τα στερεότυπα. Ότι οι Γερμανοί δεν καπνίζουν. Ότι σέβονται ευλαβικά τους νόμους και τους κανονισμούς. Ότι σέβονται την καθαριότητα και την τάξη. Μια εξήγηση είναι ότι η πόλη αυτή σφύζει από ξένους επισκέπτες, τουρίστες, μετανάστες, φοιτητές. Είναι η μεγαλύτερη πόλη της Γερμανίας, με 3,4 εκατομμύρια κατοίκους, κι όμως οι επισκέπτες της κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Πέρα από τον πολυεθνικό χαρακτήρα, φαίνεται ότι σαν αυτόνομη οντότητα ανάμεσα στα υπόλοιπα ομόσπονδα κρατίδια, το Βερολίνο διατήρησε έναν περισσότερο ελευθεριακό χαρακτήρα, κάτι σαν έναν αέρα μιας παγκόσμιας κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας μέσα σε ένα σύνολο συντηρητικών πόλεων.

Η γκλαμουριά των Γκαλερί Λαφαγιέτ δεν αρκεί για να πληρωθούν οι καθαρίστριες που ζητούν κέρματα στις τουαλέτες

Δεν φαντάζομαι εκτός Βερολίνου οδηγούς λεωφορείου να περνούν με κόκκινο τα φανάρια, όπως με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα. Ξαφνικά, κι άλλα μικρά στοιχεία με έκαναν να αισθανθώ οικεία, σαν το σπίτι μου. Όταν για παράδειγμα στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, τον S-Bahn, ζητιάνοι διέτρεχαν τα βαγόνια επιδεικνύοντας μάλιστα σε κακοδιατηρημένες φωτοτυπίες κάποια ντοκουμέντα υποτίθεται για την κακή κατάσταση της υγείας τους. Αλλά και όταν στους σταθμούς του μετρό, τον U-Bahn, πλανόδιοι μουσικοί με κλαρίνο ζητούσαν λίγα κέρματα από τους περαστικούς. Πίστευα μέχρι τώρα ότι ήταν βαθύς επαρχιωτισμός και σημάδι κοινωνικής παρακμής το γεγονός ότι σε αρκετές δημόσιες τουαλέτες στην Ελλάδα υπάρχουν γυναίκες καθαρίστριες που περιμένουν καθισμένες τα ψιλά μας στην έξοδο. Το είδα όμως και στο Βερολίνο, όχι μάλιστα σε καμιά σκοτεινή γωνιά της πόλης, αλλά στο περίφημο εμπορικό κέντρο Galleries Lafayette.

Πρόσεξα μάλιστα ότι το κίνημα «δεν πληρώνω» έχει και τους Βερολινέζους συντρόφους. Σπάνια στα λεωφορεία κάποιος χτυπούσε εισιτήριο. Στο μετρό οι περισσότεροι περνούσαν «αεράτοι» από τα ακυρωτικά μηχανήματα. Για τρία 24ωρα που χρησιμοποιούσα μανιωδώς μέσα μαζικής μεταφοράς, τουλάχιστον για 6 μεταφορές τη μέρα, δεν συνάντησα ούτε έναν ελεγκτή! Να έχουν όλοι κάρτες απεριορίστων ή να σκέφτηκαν αυτό που εκ των υστέρων σκέφτηκα κι εγώ; Κλονίστηκαν όμως κι άλλες βεβαιότητες. Πίστευα μέχρι στιγμής ότι το πράσινο λερωμένο πλακάκι στο σταθμό Βικτώρια του ηλεκτρικού της Αθήνας είναι κάτι σαν εθνικό μας φετίχ, σήμα κατατεθέν της ελληνικής κακογουστιάς. Κι όμως, ήταν και στο Βερολίνο ο πρωταγωνιστής σε δύο σταθμούς. Ακριβώς στην απόχρωση της λίγδας που αφήνουν τα χρόνια!

«Zurück bleiben bitte»

Τα ιδιόρρυθμα φανάρια συγκεντρώνουν όλα τα βλέμματα


Το Βερολίνο βέβαια δεν είναι σαν την Αθήνα. Υπάρχουν δομικές διαφορές. Το σήμα όταν κλείνουν οι πόρτες στο μετρό της Αθήνας είναι σαν να λέει «τρέχα όσο μπορείς για να μπεις». Στο μετρό του Βερολίνου πριν κλείσουν οι πόρτες μια φωνή προτρέπει για το αντίθετο, όταν λέει «zurück bleiben bitte», που σημαίνει «παρακαλώ μείνετε πίσω». Οι Βερολινέζοι «Σταμάτης» και «Γρηγόρης» στα φανάρια μοιάζουν να βγήκαν από άλλη εποχή με τα καπελάκια τους και την ασυνήθιστη στάση. Αλλά και οι …κουβέρτες που υπάρχουν στα τραπεζάκια των καφέ που βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους, μας θυμίζουν συνεχώς ότι εκεί είναι διαφορετικό το κλίμα.

Η σχέση των Γερμανών με το παρελθόν είναι ένα ζήτημα που ξεχωρίζει. Από την αρχιτεκτονική των σπουδαιότερων μνημείων και των σημαντικότερων κτιρίων καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι το κλασικό ελληνορωμαϊκό παρελθόν έχει βαθιές ρίζες στη Γερμανία. Οι κίονες του Ράιχσταγκ, των μεγαλύτερων μουσείων, ακόμα και οι πύλες του Βρανδεμβούργου έχουν κλασική αισθητική και ρυθμούς.

Μια ολόκληρη πολιτεία ξεσήκωσαν οι Γερμανοί από την Πέργαμο για να εκτεθεί στις αίθουσες του ομώνυμου μουσείου


Ραγίζει φυσικά η καρδιά στα μεγάλα μουσεία. Στο σπουδαιότερο, το Μουσείο της Περγάμου, εκτίθενται ολόκληρα κολοσσιαία κτίσματα μέσα στις χαώδεις αίθουσες. Αρχαιότητες από την κλασική και την ύστερη περίοδο, μνημεία του αραβικού πολιτισμού, όλα προϊόντα κλοπής και αρπαγής, κοσμούν μεγαλοπρεπή τμήματα. Θα είχαν την ίδια τύχη και την ίδια προβολή οι αρχαιότητες αυτές, αν αφήνονταν στην ιδιοκτησία και τη φροντίδα των λαών τους; Αυτό το αναπάντητο ερώτημα είναι το μόνο επιχείρημα των Γερμανών.

Από τις «Ζωές των άλλων»
στο «Goodbye Lenin»

Υπάρχει όμως και η σύγχρονη ιστορία που αποδεικνύει ότι οι Γερμανοί μιλούν και συζητούν ανοιχτά για το πρόσφατο παρελθόν τους κι ας ήταν επώδυνο. Μια από τις κυριότερες στιγμές του Βερολίνου στον αιώνα που πέρασε είναι φυσικά η ανέγερση του Τείχους και η διάσπαση της χώρας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Τείχος δεν υπάρχει πια, αλλά στην περίφημη οδό Friedrichstrasse, το σημείο ελέγχου με το αμερικανικό φυλάκιο παραμένει ως έχει, σαν αποκολλημένη εικόνα από ένα σκοτεινό παρελθόν. Η ίδια η ιστορία της Ανατολικής Γερμανίας είναι αντικείμενο κριτικής και συζήτησης που όπως είναι φυσικό, συγκεντρώνει το δημόσιο ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια κρατική οντότητα, με την κουλτούρα και την καθημερινότητά της, που έσβησε εντελώς ξαφνικά, με κυριότερο σταθμό στην πορεία φθοράς της το γκρέμισμα του τείχους τον Νοέμβριο του 1989.

Η τελευταία λέξη στη μουσειολογία, το διαδραστικό Μουσείο της Ανατολικής Γερμανίας, δίπλα στον ποταμό Σπρέε


Την Ανατολική Γερμανία έχει σαν θέμα το DDR Museum το πρώτο διαδραστικό μουσείο, κάτι σαν
την …τελευταία λέξη στη μουσειολογία. Βεβαίως το ο Βερολίνο θεωρείται η πρωτεύουσα των μουσείων, καθώς διαθέτει πάνω από 170. Φυσικά, υπάρχουν και …απάτες όπως το Μουσείο Currywurst, όπως λέγεται ένα δημοφιλές πρόχειρο έδεσμα, που αποτελείται από λουκάνικο με σάλτσα ντομάτας και κάρι. Όμως το DDR Museum ξεχωρίζει. Ο επισκέπτης ενθαρρύνεται να αγγίξει, να χρησιμοποιήσει τα εκθέματα. Να πιάσει το τιμόνι και να πατήσει γκάζι σε ένα Traband, το αυτοκίνητο – σήμα κατατεθέν της Ανατολικής Γερμανίας. Να πάρει τα ακουστικά και να κρυφακούσει υποκλοπές επικοινωνιών που αποσπούσε η Στάζι. Να ανοίξει την ντουλάπα με τα πιο δημοφιλή ρούχα που παρήγαγαν τα ανατολικογερμανικά εργοστάσια μόδας. Να αλλάξει κανάλι στο τηλεκοντρόλ, σε μια παλιά συσκευή που δείχνει ειδήσεις και ψυχαγωγικά προγράμματα περασμένων δεκαετιών και άλλης αισθητικής από τη δυτική.

Ο σύντροφος της Ρόζας Λούξεμπουργκ, Καρλ Λίμπκνεχτ, τιμάται με το δρόμο του


Το μουσείο δεν χαρίζει κάστανα στην πολιτική του τοποθέτηση. Περιγράφει μια αστυνομοκρατούμενη κοινωνία επιβολής, μια πολιτική εξουσία που εξαπάτησε το λαό με τις διακηρύξεις της για ελευθερία που τελικά κατάντησε απολυταρχία μέσω της μυστικής αστυνομίας πληροφοριών. Επιβεβαιώνει τα στερεότυπα που έχουν κυριαρχήσει σε όλο το δυτικό κόσμο για τα ανατολικά κράτη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το DDR Museum ακολουθεί το πρότυπο της δημοφιλούς ταινίας «Οι ζωές των άλλων». Σ’ αυτή ο πρωταγωνιστής πράκτορας της Στάζι αφήνει κατά μέρος την αυστηρή του εκπαίδευση κατά των αντιφρονούντων, για να αφήσει λίγο «χώρο» στον ανήσυχο καλλιτέχνη που ασφυκτιά μέσα στο αυταρχικό καθεστώς.

Έξοδος μετρό προς λεωφόρο Καρλ Μαρξ


Δεν υπάρχει όμως μόνο αυτή η άποψη. Είναι και η άλλη πλευρά, αυτή που κυρίως εξέφρασε η άλλη δημοφιλέστατη ταινία γερμανικής παραγωγής, το Goodbye Lenin. Μια πιο επιεικής ματιά σε ένα λαό που θέλησε να πάρει τη τύχη στα χέρια του, να ακολουθήσει ένα άλλο πρότυπο, που κατάφερε πολλά αλλά έκανε και λάθη. Δεν είναι τυχαίο ίσως που το ομορφότερο κομμάτι του Βερολίνου είναι το Ανατολικό. Το κομμάτι όπου στην ονοματολογία των δρόμων του φανερώνεται μια άλλη ένδοξη ιστορία στη διαπάλη των ιδεών: Λεωφόρος Καρλ Μαρξ, Οδός Καρλ Λίμπκνεχτ, Στάση Ρόζα Λούξεμπουργκ.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παλμόραμα, 23-4-2011)

Τεύχος 183