Τόπος του εγκλήματος, η «αγία οικογένεια»

Murder's weapon on the table

Από την αστυνομική λογοτεχνία αναμένουμε συνήθως απάντηση στο whodunit (που σημαίνει «ποιος-το-έκανε») μιλώντας πάντα για το έγκλημα. Το υποείδος αυτό των ιστοριών με πρωταγωνιστές ντετέκτιβ που λύνουν γρίφους και αποκαλύπτουν το δολοφόνο, έχει βέβαια λαμπρές σελίδες στην παγκόσμια λογοτεχνία. Σπανίζουν όμως οι απαντήσεις στο γιατί το έκανε . Στην ερώτηση αυτή είναι στραμμένο το νέο βιβλίο του Νεοκλή Γαλανόπουλου Οικογενειακά εγκλήματα, από τις εκδόσεις Τόπος, στις τρεις ιστορίες του οποίου βρίσκουμε μεν δολοφονίες, μυστήριο και λογικές παγίδες, ωστόσο η ίδια η διαλεύκανση των εγκλημάτων περνά σε δεύτερο πλάνο. Το πραγματικά αποκαλυπτικό στο βιβλίο του Νεοκλή Γαλανόπουλου δεν είναι ο φόνος καθαυτός, αλλά η κοινωνιολογίά του εγκλήματος. Τα ορατά ή υπόγεια κίνητρα των δολοφόνων φανερώνεται πως δεν εντάσσονται στη σφαίρα του ατομικού, της άρρωστης ψυχολογίας, αλλά ανάγονται στις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και μάλιστα, στην πιο στενή τους μορφή, αυτή της συγγένειας.

Συνέχεια

Το τέλος του υπερήρωα στα αστυνομικά

Εξαιρετικά χρήσιμη και για την πραγματική ζωή η ενοχοποίηση των λιγότερο υπόπτων

Ποιος είναι ο δολοφόνος; Στο κλασικό ερώτημα της αστυνομικής λογοτεχνίας δίνει τις λύσεις του ο νέος συγγραφέας Νεοκλής Γαλανόπουλος, πλάθοντας σύγχρονες ιστορίες μυστηρίου. Ήδη έχει δύο βιβλία στο ενεργητικό του, στη σειρά cult stories των εκδόσεων Τόπος: Η παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού, που κυκλοφόρησε το 2007 και το τελευταίο Θάνατος από το πουθενά, που δημοσιεύτηκε το 2008.

Στο ενεργητικό του επίσης έχει και μια …δολοφονία: Κάνοντας μια σοβαρή τομή στην τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπως αυτό έχει καθιερωθεί από τις ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε μέχρι σήμερα, ο Γαλανόπουλος «σκοτώνει» τον ντεντέκτιβ υπερήρωα και του παραχωρεί δεύτερο ρόλο.

Ο 29χρονος Υπαστυνόμος Α’ Ορέστης Κοκόσης, ο «ήρωας» του Γαλανόπουλου, όπως υπήρξε ο Σέρλοκ Χολμς για τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ ή ο Κώστας Χαρίτος για τον Πέτρο Μάρκαρη, δεν έχει τη λαμπρή σταδιοδρομία των λογοτεχνικών συναδέλφων του. «Είναι ένας απλός υπάλληλος», λέει στο Πριν ο συγγραφέας. Και ξεκαθαρίζει: «Διαφωνώ ιδεολογικά με τον πανέξυπνο ντεντέκτιβ που λύνει όλα τα μυστήρια. Αυτό θέλω να το σπάσω. Θέλω να υπάρχει αίνιγμα, αλλά να μην υπάρχει αυτός ο τύπος. Μου φαίνεται πολύ ατομικιστικό και έχει και αυτή την αλαζονεία που δεν μ’ αρέσει καθόλου. Προσπαθώ να βρω τρόπους να μη βρίσκει ο αστυνομικός τη λύση και αυτός που κάνει τον έξυπνο να αποτυχαίνει». Και πράγματι, στην Παραλλαγή, ο αστυνόμος υποδεικνύει λάθος πρόσωπο για δολοφόνο, ενώ στο Θάνατος από το πουθενά δεν βρίσκει καν τη λύση και καταφεύγει σ’ ένα ηλικιωμένο συνάδελφό του της Τροχαίας. «Ο Κοκόσης είναι απλώς μια οπτική γωνία», συνεχίζει ο συγγραφέας. «Ο υπερήρωας δεν μου αρέσει, γιατί όλοι ήταν ψώνια. Ο Πουαρό είναι καρικατούρα. Όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει τέτοιος συνταξιούχος στην Αγγλία που να λύνει μυστήρια, αυτό είναι ολοφάνερα μούσι. Αλλά και επειδή δεν γίνεται κάποιος να είναι τόσο πια έξυπνος!».

Καλή είναι η φυγή, αλλά η σοβαρή λογοτεχνία πρέπει να αντανακλά την πραγματικότητα, λέει ο Νεοκλής Γαλανόπουλος

Κατά τ’ άλλα, οι σχέσεις του συγγραφέα με την παράδοση της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι αρμονικές. Τα δύο του μυθιστορήματα μάλιστα είναι από τα λίγα σύγχρονα ελληνικά που επικοινωνούν τόσο άμεσα με το υποείδος «whodunit», που στα Ελληνικά σημαίνει «ποιος-το-έκανε». Ο Ν. Γαλανόπουλος δηλώνει φανατικός αναγνώστης του είδους, ενώ αισθάνεται «σόι» με όλους τους συγγραφείς ιστοριών με μυστήριο και αινίγματα, «μέχρι και με τους συνταξιούχους δασκάλους που γράφουν ιστορίες με γρίφους», όπως λέει χαρακτηριστικά. «Κακώς χαρακτηρίζεται συντηρητικό τα κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Μπορεί να περιγράφει αγγλικές επαύλεις στην εξοχή κ.λπ. όμως έχει ένα πολύ καινοτόμο στοιχείο, ότι ένοχος είναι ο λιγότερο ύποπτος. Αυτό το βρίσκω πολύ ανατρεπτικό, γιατί κινητοποιεί τον αναγνώστη να σκεφτεί αναλόγως καχύποπτα και για την πραγματική ζωή, για το σοβαρό γιατρό με το βαλιτσάκι του, για τον βουλευτή».

Στην Παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού, το πτώμα ανήκει σ’ ένα καταξιωμένο συγγραφέα ιστοριών μυστηρίου που κρίνει μυθιστορήματα για έναν εκδοτικό οίκο και ύποπτοι είναι πέντε νέοι «κομμένοι» απ’ αυτόν φιλόδοξοι συγγραφείς. Στο Θάνατος από το πουθενά τα γεγονότα διαδραματίζονται σε μια έπαυλη σε πόλη της βόρειας Ελλάδας. Οι πολυάριθμοι ένοικοί της, μέλη της «καλής» κοινωνίας και υπηρετικό προσωπικό, αποδεικνύονται όλοι υποψήφιοι δολοφόνοι και τελικά ύποπτοι. Και στα δύο βιβλία, η κοινωνική κριτική του συγγραφέα είναι οξεία αλλά υποδόρια: «M’ αρέσει πιο πολύ το καλυμμένο, να γράφεις για το κοινωνικό χωρίς να είναι τόσο εμφανές, να περνάει σε λεπτομέρειες. Αν διαβάσει κανείς τους Γάλλους αστυνομικούς συγγραφείς που είναι κατάμαυροι, έχουν για ήρωες άγριους τρομοκράτες εξωκοινοβουλετικούς. Ε, αυτό είναι πολύ εμφανές. Εμένα μ’ αρέσουν τα πιο κρυμμένα». Και προσθέτει: «Ακόμα και ρομάντζο να γράψεις, πρέπει να έχει και το κοινωνικό στοιχείο, αλλιώς δεν θα έχεις δώσει σωστά την πραγματικότητα. Καλή είναι η φυγή αλλά η σοβαρή λογοτεχνία πρέπει να αντανακλά την πραγματικότητα, διαφορετικά δεν έχει νόημα».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 22-2-2009)