Το ενιαίο μέτωπο, η μεγάλη πρόκληση

HKrisiHAristeraHExousiaHMegaliProklisiEx_Layout 1Συνεδριακή χρονιά το 2013 για την Αριστερά. Το ΚΚΕ είχε «ένα από τα πιο σημαντικά συνέδρια στην ιστορία του κόμματος», όπως αναφέρει το ίδιο, ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζει το δικό του συνέδριο «ιδρυτικό» με ό,τι σημαίνει αυτό και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη 2η πανελλαδική της Συνδιάσκεψη, δεν εξαιρείται από το κοινό κλίμα: Είναι ώρα στρατηγικών απαντήσεων. Σε αυτό τοπίο σπαρμένο ερωτήματα και προκλήσεις, παρεμβαίνει με το δικό του αιρετικό και πρωτότυπο τρόπο ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου με το νέο του βιβλίο που έχει τίτλο «Η κρίση, η Αριστερά, η Εξουσία, Η μεγάλη πρόκληση» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Αν η μεγάλη πρόκληση του καιρού μας είναι η έξοδος από την κρίση, η μεγάλη πρόκληση για την ίδια την Αριστερά είναι το ενιαίο μέτωπο, μια παλιά ιδέα που διαρκώς έρχεται στην επικαιρότητα. Το βιβλίο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου είναι μια μάχιμη απάντηση στο βασικό (μέχρι και …υπαρξιακό) ερώτημα αν η Αριστερά μπορεί να αποτελέσει σήμερα την πολιτική εκείνη δύναμη που θα θέσει τέρμα στην πορεία κοινωνικής καταστροφής που δρομολογείται στο έδαφος της κρίσης και της μνημονιακής τη διαχείρισης. Η απάντηση του συγγραφέα κοντολογίς είναι «ναι, υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις».

Η Αριστερά στο στρατηγείο του αντιπάλου

Όπως εύστοχα σχολιάζει το βιβλίο, η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και το πλησίασμά του στην κυβερνητική εξουσία παρά την κινηματική νηνεμία, μοιάζει με «ένα κίνημα που αποτυγχάνει παρά τις επανειλημμένες εφόδους του να εκπορθήσει το φρούριο του εχθρού, στέλνει με καταπέλτη μια αριστερή κυβέρνηση στο στρατηγείο του αντιπάλου, ενώ το ίδιο συνεχίζει να βρίσκεται στρατοπεδευμένο εκτός των τειχών». Είναι αυτό καταδικαστέο; Όχι, είναι όμως πιθανό να συμβεί. Σε αυτήν την περίπτωση όμως, δύο επιλογές μένουν σε μια αριστερή κυβέρνηση: Η άτακτη αναδίπλωση, η προδοσία των λαϊκών ελπίδων «για να καταρρεύσει πολύ γρήγορα» ή η δρομολόγηση βαθύτατων ριζοσπαστικών αλλαγών, «που θα τη θέσουν σε τροχιά ιστορικής σύγκρουσης με την ελληνική ολιγαρχία και τον ιμπεριαλισμό», όπως τονίζεται χαρακτηριστικά. Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου οσμίζεται και αναλύει την αριστερή, χαιρέκακη εκδοχή της λογικής του «ώριμου φρούτου»: Η γρήγορη αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ θα ανοίξει το δρόμο στην επαναστατική Αριστερά, λένε αρκετοί. Είναι όμως έτσι; «Αν καταρρεύσει απότομα ο ΣΥΡΙΖΑ … χωρίς να έχει προηγηθεί μια απότομη άνοδος του λαϊκού κινήματος … το αποτέλεσμα θα έχει αρνητικές μακροχρόνιες επιπτώσεις για το σύνολο της Αριστεράς», επισημαίνεται, όπως έχει τουλάχιστον αποδείξει και η ιστορική εμπειρία: Μετά τις καταρρεύσεις των σοσιαλιστικών καθεστώτων, την πλήρωσαν με ανυποληψία και οι δυνάμεις που ασκούσαν κριτική στον «υπαρκτό»…

Και η μεταρρύθμιση θέλει επανάσταση

Σε αυτή την εποχή των ακραίων κοινωνικών φαινομένων, ακόμη και οι μερικές μεταρρυθμίσεις θα επιβληθούν με επαναστατικό τρόπο, υποστηρίζει ο συγγραφέας. «Ακόμη κι ο κεϋνσιανός πρέπει να γίνει λίγο λενινιστής για να παραμείνει έστω κεϋνσιανός που σέβεται τον εαυτό του», όπως το θέτει παραστατικά. Ζήτημα κεντρικό δεν είναι άλλο από την ευρωπαϊκή ενοποίηση, πολιτική και νομισματική. Όπως εκτιμά ο Π. Παπακωνσταντίνου, μια κυβέρνηση που θα θελήσει να τηρήσει τις δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον όπως το σημερινό, «θα αναγκαστεί μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα να φύγει από το ευρώ, να κόψει δραχμές, να εφαρμόσει ελέγχους στο συνάλλαγμα και να εθνικοποιήσει τις τράπεζες». Με το να χαρακτηρίζει το πρόβλημα του ευρώ «ψευτοδίλημμα», ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς «χάνει σε φερεγγυότητα» κατά τον συγγραφέα.

Κινηματικές πρωτοβουλίες με πολιτική στήριξη

Με τέτοια ζητήματα άλυτα, πώς θα ενωθεί όμως αυτή η Αριστερά; Στο μεγάλο αυτό ερώτημα, η απάντηση του Πέτρου Παπακωνσταντίνου αφορά μάλλον μια άλλη, ιδεατή ακόμη, Αριστερά. Όπως λέει ο ίδιος, σήμερα διατυπώνονται από τις δύο κύριες αριστερές δυνάμεις «δύο καρικατούρες μετωπικής πολιτικής»: Από τη μια ο «κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός» του ΣΥΡΙΖΑ που καλεί τους πάντες να πάρουν κάρτα μέλους και να αναστείλουν την κριτική και από την άλλη ο «επαναστατικός τελεσιγραφισμός» του ΚΚΕ. Η έξοδος από αυτές τις …Συμπληγάδες είναι μια «γραμμή ενιαίου μετώπου, με μεγάλες κινηματικές πρωτοβουλίες, που θα έχουν όμως κεντρική πολιτική στήριξη από το σύνολο των αριστερών δυνάμεων, ώστε να εξασφαλίσουν πνοή νίκης».

Όπως τονίζει χωρίς περιστροφές ο συγγραφέας, «οι μεγάλες στρατηγικές διαφορές μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν επιτρέπουν τουλάχιστον επί του παρόντος ούτε εκλογικό συνασπισμό, ούτε κοινό κυβερνητικό σχήμα», γεγονός που θέτει εκ νέου ζήτημα αριστερής αντιπολίτευσης ακόμη και σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τότε η …Αριστερά της Αριστεράς «οφείλει να κρατήσει κριτική στάση», στηρίζοντας τα θετικά μέτρα και βγαίνοντας στο δρόμο για κάθε απόφαση που συνιστά υποχώρηση.

Και το μέτωπο; Ένα άλλο πολιτικό επίπεδο ενότητας διαγράφει ως πρόταση στο σήμερα ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου. Όχι στενά εκλογικό, ούτε όμως και πλαδαρά κινηματικό, ώστε μέσα στη διαλεκτική της πάλης για την ηγεμονία και την κοινωνική σωτηρία να προκύψει μια αχτίδα ελπίδας: «Το κόμμα φτιάχνει το μέτωπο, αλλά επίσης, το μέτωπο φτιάχνει το κόμμα», επισημαίνει. Και σαν τα σωματίδια της φυσικής που έλκονται και απωθούνται, το μέτωπο αυτό «χωρίς το ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει, χωρίς το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να πετύχει».

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αναιρέσεις, τεύχος 21, καλοκαίρι 2013)

Το ναζιστικό ποιόν της Χρυσής Αυγής

28MayXasapopoulos.inddΜελέτη των πρωτότυπων ντοκουμέντων 30 χρόνων και δημοσιογραφικές πληροφορίες συνθέτουν την αξιόλογη εργασία του Νίκου Χασαπόπουλου με τον περιγραφικό τίτλο Χρυσή Αυγή, Η ιστορία, τα πρόσωπα και η αλήθεια, που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Λιβάνη. Ο συγγραφέας στη σχετικά σύντομη μελέτη του εστιάζει στις εθνικοσοσιαλιστικές ιδεολογικές καταβολές και αρχές του κόμματος, αποκαλύπτοντας με πραγματικά παραστατικό τρόπο την τακτική καμουφλάζ που επιχείρησε η Χρυσή Αυγή το τελευταίο διάστημα, προκειμένου να αποκρύψει το φιλοναζί της είναι. Παράλληλα, η αφήγηση επικεντρώνεται στην πολιτική διαδρομή του Νίκου Μιχαλολιάκου, παρουσιάζοντας τη Χρυσή Αυγή ως ένα περισσότερο ή λιγότερο προσωπικό εγχείρημα, που μεταλλάσσεται ευέλικτα σε κάθε περίοδο, προκειμένου να υπηρετήσει τις αρχηγικές και πολιτικές φιλοδοξίες του επικεφαλής της.

Εκτός από την ανθολογία των φιλοχιτλερικών αποσπασμάτων από άρθρα, αφίσες, εξώφυλλα περιοδικών, πραγματικά αποκαλυπτική είναι η εξιστόρηση των σχέσεων της Χρυσής Αυγής με τη Νέα Δημοκρατία. Ανάμεσα σε άλλα, ο Ν. Χασαπόπουλος αναφέρει τις «αμφιλεγόμενες μέχρι σήμερα» σχέσεις του αρχηγού της Χρυσής Αυγής με τους επικεφαλής των «Κενταύρων», της ομάδας κρούσης της ΝΔ, ενώ επισημαίνεται και ότι σημερινός βουλευτής του ναζιστικού μορφώματος, ήταν και ο συνήγορος του δολοφόνου του Τεμπονέρα, Καλαμπόκα, στην τότε δίκη. Παράλληλα, έρχονται στην επιφάνεια οι ταραχώδεις σχέσεις της Χρυσής Αυγής με τον τέως κυβερνητικό εταίρο Γ. Καραρζαφέρη, που το 2002 κατέληξαν σε κοινή κάθοδο στην Υπερνομαρχία Αττικής (με τον Ηλία Παναγιώταρο υποψήφιο), ενώ το 2006 οι συνομιλίες των δύο αρχηγών δεν απέκλειαν συγχώνευση!

Βαθύτερη θέση του συγγραφέα είναι πως η Χρυσή Αυγή είναι μια αυτόνομη και προσωποκεντρική οργάνωση. Δεν αναδεικνύεται πουθενά ο συστημικός ρόλος που διαδραμάτισε και διαδραματίζει και ο παρακρατικός της χαρακτήρας και οι σχετικές αποστολές που έχει αναλάβει. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της έλλειψης αυτής, είναι η συνοπτική αναφορά στη δολοφονική απόπειρα κατά του Δημήτρη Κουσουρή, όπου ο συγγραφέας αναφέρει μόνο τη φοιτητική ιδιότητα του τότε γραμματέα της Σπουδάζουσας της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση, οργάνωση που εκείνη ακριβώς την περίοδο πρωτοστατούσε στη μάχη κατά του νόμου Αρσένη και της κυβερνητικής πολιτικής. Οι επιθέσεις της Χρυσής Αυγής κατά της Αριστεράς αναδεικνύονται περισσότερο ως μάχες συμμοριών εμφορούμενων από ακραίες ιδεολογίες, την ίδια στιγμή που δεν φωτίζονται, όπως θα ανέμενε κανείς από μια δημοσιογραφική έρευνα, οι πηγές χρηματοδότησης της οργάνωσης και οι σχέσεις της με επιχειρηματίες. Ενδεικτικό είναι από αυτή την άποψη το γεγονός ότι την υπερπροβολή της ΧΑ από τηλεοπτικά μέσα ο συγγραφέας την αποδίδει απλώς σε «καταχρηστική διάθεση ορισμένων δημοσιογράφων να αυξήσουν την τηλεθέαση».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 2/6/2013)

Αριστεροί όλου του κόσμου, ανασκουμπωθείτε

KOMODIA-ZIZEK-??.inddΕίναι δυνατόν να προκύψει ένας σύγχρονος ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός προβληματισμός μέσα από ανέκδοτα για νομπελίστες φυσικούς ή ατάκες των Μόντι Πάιθονς; Αυτή τη μαστοριά κατέχει όσο κανείς άλλος σήμερα ο Σλάβοϊ Ζίζεκ και χάρη σ’ αυτήν άλλωστε γεμίζουν ασφυκτικά και τα αμφιθέατρα όπου δίνει διαλέξεις. Το τελευταίο του βιβλίο, Πρώτα σαν φάρσα και μετά σαν τραγωδία, από τις εκδόσεις Scripta, εκπέμπει το μήνυμα της επαναθεμελίωσης της κομμουνιστικής ιδέας, το οποίο και στηρίζει σε μια εντυπωσιακή πληθώρα ψηφίδων της πολιτισμικής κριτικής και της οικονομικής σκέψης αλλά και ένα συγκρητισμό αριστερών ρευμάτων.

«Η κομμουνιστική Ιδέα εμμένει. Επιζεί των αποτυχιών της πραγμάτωσής της σαν ένα φάντασμα το οποίο επιστρέφει ξανά και ξανά με μιαν ανεξάντλητη εμμονή», γράφει χαρακτηριστικά, αλλά οι υποστηρικτές ενός παραδοσιακού μοντέλου μαρξιστικής σκέψης δεν θα ευχαριστηθούν καθόλου το βιβλίο του Ζίζεκ. Κι αυτό, γιατί παρά την εξόφθαλμη, στον τίτλο του βιβλίου, αναφορά στους κλασικούς του μαρξισμού, με την περίφημη φράση από το βιβλίο του Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, οι θέσεις του Ζίζεκ αντλούν από την επιχειρηματολογία διανοητών που δεν εντάσσονται στο «ορθόδοξο» στρατόπεδο.

«Χρειαζόμαστε μια πολύ πιο ριζοσπαστική αντίληψη του προλεταριακού υποκειμένου», γράφει για παράδειγμα, σημειώνοντας ότι μια απελευθερωτική πολιτική δεν είναι υπόθεση της παραδοσιακής εργατικής τάξης αλλά ενός «εκρηκτικού συνδυασμού διαφορετικών δρώντων». Αν εδώ αχνοφαίνονται οι αναλύσεις των Νέγκρι και Χαρντ για το «πλήθος», όρο βέβαια από τον οποίο ο Ζίζεκ τηρεί σαφείς αποστάσεις, σε άλλο σημείο τους δίνει εύσημα: Περιγράφοντας τη σύγχρονη διαπάλη για την πνευματική ιδιοκτησία, επισημαίνει ότι «ο Μαρξ δεν εξέτασε την πιθανότητα ιδιωτικοποίησης της ίδιας της «γενικής διάνοιας»», σχολιάζοντας την επιβολή των νέων «περιφράξεων», που αφορούν τη γνώση πια και όχι τη γη. Και ο Αλέν Μπαντιού συγκαταλέγεται στις πρωτογενείς πηγές του Ζίζεκ: «Πρέπει να απορρίψουμε οποιαδήποτε έννοια συνέχειας με αυτό που σήμαινε η Αριστερά τους τελευταίους δύο αιώνες», γράφει προκλητικά ο συγγραφέας, παραπέμποντας στον Γάλλο φιλόσοφο.

Ο Σλοβένος συγγραφέας πριν τις εκλογές του Ιουνίου έδωσε μια διάλεξη δίπλα στον Αλέξη Τσίπρα, στηρίζοντας με τον τρόπο του την προσπάθεια της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι θέσεις πάντως που αναπτύσσει στο βιβλίο του απέχουν αρκετά από τον περιπαικτικό χαρακτηρισμό «Σύριζεκ» που του αποδόθηκε τότε: «Ο περιορισμός της λογικής των σταδιακών αλλαγών που διέπει το ρεφορισμισμό, μας οδηγεί στα όρια του πολιτικού κυνισμού», σημειώνει χωρίς περιστροφές, ενώ σε άλλο σημείο ο Ζίζεκ ασπάζεται τη ρήση του Μπαντιού για τις ετερόκλητες πολιτικές συμμαχίες, ότι δηλαδή «κάλιο να καταστραφείς, παρά να χάσεις την υπόστασή σου». Σχετική με τον προβληματισμό αυτό είναι και η εκτίμηση του Ζίζεκ για τα πραγματικά πολιτικά στρατόπεδα: Υποστηρίζει ότι υφίσταται μόνο η Αριστερά και ο φιλελευθερισμός, αφού «η λαϊκίστικη «ριζοσπαστική» Δεξιά δεν είναι τίποτ’ άλλο από το σύμπτωμα της αδυναμίας του φιλελευθερισμού να αντιμετωπίσει την αριστερή απειλή».

Ως προς τη σημερινή συγκυρία, ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «επικίνδυνα κοντόφθαλμη» την άποψη ότι η παγκόσμια κρίση διανοίγει αναπόφευκτα ένα ευνοϊκό πεδίο για την Αριστερά. Γραμμένο πριν τις ελληνικές εκλογές και την άνοδο της Χρυσής Αυγής, πρέπει να του πιστώσουμε εύστοχη διορατικότητα στην εκτίμησή του ότι συνέπεια της κρίσης δεν είναι αυτόματα η άνοδος μιας χειραφετητικής πολιτικής αλλά «η άνοδος του ρατσιστικού λαϊκισμού».

Τα έργα πολιτισμικής και πολιτικής κριτικής, όπως του Ζίζεκ, έχουν συνήθως το κακό ότι δεν καταλήγουν σε κάποιο άμεσο πρόγραμμα, όπως τα βιβλία πολιτικής παρέμβασης. «Εγώ σας δίνω τα εργαλεία, γκρεμίζω βεβαιότητες, στίψτε εσείς το μυαλό σας τώρα», σαν να λέει ο συγγραφέας. Παρόλ’ αυτά, δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει ότι ο Σλοβένος με την περίεργη αγγλική προφορά μιλά απερίφραστα για τον κομμουνισμό. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, «περισσότερο από λύση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ο κομμουνισμός είναι το όνομα ενός προβλήματος, ένα όνομα για το δύσκολο καθήκον της υπέρβασης των φραγμών που επιβάλλει του πλαίσιο αγορά-και-κράτος, ένα καθήκον για το οποίο δεν υπάρχει διαθέσιμη καμιά εύκολη συνταγή».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 23-3-2013)

Ο Τζον Λοκ δεν θα πλήρωνε χαράτσι!

TO_DIKAIOMA_STIN_POLITIKH_AΈνα φιλοσοφικό «όπλο» μπορούν να βάλουν στη φαρέτρα τους τα πολυάριθμα κινήματα «δεν πληρώνω» που δραστηριοποιούνται όλο αυτό το διάστημα ενάντια στο «χαράτσι» της ΔΕΗ, στις αφαιμάξεις της εφορίας αλλά και στα ληστρικά διόδια. Το βιβλίο του Γιώργου Πολίτη με τίτλο Το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής και υπότιτλο Η νόμιμη άμυνα στην αυθαίρετη εξουσία, (εκδόσεις Ψυχογιός) εξετάζει το φαινόμενο από τις θεωρητικές του αφετηρίες και τις πρώτες εφαρμογές ως σήμερα, επιχειρηματολογώντας για την ορθότητα της ανυπακοής.

Μη βιαστεί κανείς να αποδώσει στον συγγραφέα προθέσεις τεκμηρίωσης μιας αριστερής αγωνιστικής στάσης, γιατί πρόκειται για το πολιτικά αντίθετο: Η ανάλυση του Γ. Πολίτη επιχειρεί να θεμελιώσει ότι η πολιτική ανυπακοή είναι «παιδί» του φιλελευθερισμού. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας βασίζει τη θέση του στο δοκίμιο του Τζον Λοκ Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως, που γράφτηκε το 1689 και αναζητά την επικαιρότητα των επιχειρημάτων του μεγάλου Άγγλου διανοητή στην Ελλάδα της κρίσης. Περαιτέρω, υποστηρίζει επαναλαμβάνοντας άκριτα ορισμένα ρηχά κλισέ ότι «η αναγνώριση του δικαιώματος της ανυπακοής μιας μειοψηφίας απέναντι στην πλειοψηφία είναι ξένη προς τη μαρξιστική παράδοση» και δεν παραλείπει να καταφερθεί αρκετές φορές εναντίον πρακτικών του εργατικού κινήματος. Βασική του ιδεολογική τοποθέτηση είναι πως «είναι εποικοδομητική η προσπάθεια αξιοποίησης των περιθωρίων που το υφιστάμενο σύστημα αφήνει προς όφελος των πολιτών».

Η ανάλυση του Γ. Πολίτη επιχειρεί να θεμελιώσει ότι η πολιτική ανυπακοή είναι «παιδί» του φιλελευθερισμού και όχι της Αριστεράς

Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη παράδοση που αναλύει ο συγγραφέας, η πολιτική εξουσία λαμβάνει από τους πολίτες μια εντολή να ενεργεί στο όνομα των συμφερόντων τους. Από τη στιγμή που η συνθήκη αυτή παραβιάζεται μονομερώς από την εξουσία ή παύει η συγκατάθεση της κοινωνίας, τότε ενεργοποιείται το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής, ως πράξη αντίστασης, που μπορεί να εξελιχθεί ως και βίαιη απόπειρα ανατροπής της εξουσίας. Πρώτος φορέας της πολιτικής ανυπακοής, ήταν όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Γ. Πολίτη, ο Αμερικανός διανοούμενος Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, ο οποίος αρνήθηκε να καταβάλει φόρο στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, επειδή θεωρούσε παράνομο των πόλεμο που κήρυξαν οι Αμερικανοί στο Μεξικό το 1845. Στο σήμερα, ο συγγραφέας εκτιμά ότι ο φόρος των ακινήτων «παραβιάζει το καταπίστευμα» και ότι «η μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας σε τρίτους καθιστά έκνομη την πολιτική εξουσία και δικαιολογεί την προσφυγή στην ανυπακοή».

Από τους ιδεολογικούς «φακούς» που φορά, ο συγγραφέας αναγνωρίζει ως μόνη αντίθεση στην κοινωνία αυτή των πολιτών έναντι των κυβερνώντων, παραβλέποντας εντελώς τις ταξικές διαιρέσεις. Ως αποτέλεσμα, δεν ερμηνεύεται η αιτία για τις αυθαιρεσίες της εξουσίας, για τις οποίες οφείλει κανείς να δείξει ανυπακοή.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 24-2-2013)

Τα επιχειρήματα των δοσίλογων σε ακαδημαϊκή συσκευασία

Κάτι σαν αρτεσιανό φρέαρ πρέπει να υπήρξε για τους ιστορικούς επιστήμονες η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και το άνοιγμα των εκεί αρχείων. Από τα σκονισμένα κρατικά και κομματικά ερμάρια αναδύθηκαν θραύσματα του σοσιαλιστικού παρελθόντος, που μέχρι τη δεκαετία του 1990 κρατούνταν ως επτασφράγιστα μυστικά. Κάθε συμβολή επομένως στην ανάδειξη αυτού του πλούτου των αρχείων είναι σημαντική. Το νέο βιβλίο των Νίκου Μαραντζίδη και Κώστα Τσίβου, με τίτλο Ο ελληνικός εμφύλιος και το διεθνές κομουνιστικό σύστημα, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια που αφορά τα αρχεία του τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος για το ΚΚΕ κατά την περίοδο 1946-1968, είναι μια ανάλογη συνεισφορά, στο βαθμό που οι συγγραφείς ανέσυραν από τα αρχεία και με τη μετάφρασή τους κατέστησαν προσβάσιμο στο ελληνικό κοινό ένα απροσπέλαστο για δεκαετίες υλικό. Ωστόσο, οι ακαδημαϊκές ιδιότητες των ερευνητών δεν τους απέτρεψαν από το να προσδώσουν μια πλήρως διαστρεβλωτική σκοπιά στο περιεχόμενο των εγγράφων, στα πρότυπα της αντιαριστερής προπαγάνδας.

Στα αρχειακά τεκμήρια που καταλαμβάνουν το δεύτερο μισό του βιβλίου ανακαλύπτει κανείς τρεις άγνωστες εν πολλοίς πλευρές της βοήθειας που παρέσχε το αδελφό κόμμα και η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας στο ΚΚΕ από τον καιρό του εμφυλίου: Πρώτον, την υλική βοήθεια σε πολεμικό υλικό κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων στην Ελλάδα, δεύτερον, τη διοργάνωση ενός βραχύβιου «σχολείου» για Έλληνες δολιοφθορείς μετά το τέλος εμφυλίου και τρίτον, την οργάνωση της ζωής των χιλιάδων πολιτικών προσφύγων που κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία μετά την ήττα του ΔΣΕ. Τα πολεμοφόδια προς τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού καταγράφονται σε λεπτομερείς καταλόγους ως εκθέσεις του τσεχοσλοβάκικου κόμματος. Το «σχολείο» δολιοφθορέων λειτούργησε υπό καθεστώς άκρας μυστικότητας σε στρατόπεδο της κεντροευρωπαϊκής χώρας από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1950 για 41 μέλη του ΚΚΕ. Τέλος, η παρουσίαση της πρόνοιας για τους πολιτικούς πρόσφυγες, όπως ξεδιπλώνεται στα κρατικά έγγραφα, ξεκινά από τον Αύγουστο του 1949 και φτάνει μέχρι το 1968, τη χρονιά της διάσπασης και της 12ης Ολομέλειας όπου η αλληλογραφία μεταξύ Κεντρικών Επιτροπών των δύο κομμάτων αφορούσε την αναζήτηση και το ξεσκέπασμα «πρακτόρων του Ζαχαριάδη». Πρόκειται για πολύ ενδιαφέρουσες σελίδες, ενίοτε συγκινητικές, που φανερώνουν τις μορφές ανιδιοτελούς προσφοράς που πήρε η αρχή του προλεταριακού διεθνισμού στα πιο ταραγμένα χρόνια του αιώνα που πέρασε για τη χώρα μας και όχι μόνο.

Το βιβλίο δεν εντοπίζει πουθενά τα κοινωνικά ελατήρια του εμφυλίου πολέμου

Οι συγγραφείς διακρίνουν τη θέση τους από τις δύο, όπως παρουσιάζουν, κυρίαρχες μεθοδολογικές σχολές στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου, την παραδοσιακή και την αναθεωρητική. Η πρώτη σχηματικά αποδίδει ένα μονολιθικό χαρακτήρα στην πολιτική του σοσιαλιστικού μπλοκ με κορυφή τον Στάλιν και η δεύτερη επιρρίπτει ευθύνες στον αμερικανικό παράγοντα, χαρακτηρίζοντας τη στάση της Μόσχας αμυντική. Οι Μαραντζίδης και Τσίβος αισθάνονται εγγύτερα σε μια μετα-αναθεωρητική σχολή. Συγκεκριμένα, θέση των συγγραφέων είναι πως δεν ευσταθεί ούτε μια απόλυτη ερμηνεία του εμφυλίου ως ξενοκίνητου, ούτε από την άλλη η αποκοπή των ενεργειών του ΚΚΕ από τα αδελφά κόμματα. Για το λόγο αυτό εισηγούνται τον όρο «κομουνιστικό διεθνές σύστημα», επιχειρώντας να σκιαγραφήσουν τα κίνητρα και την πρακτική της αλληλεγγύης μεταξύ κομμουνιστών.

Οι κομμουνιστές παρουσιάζονται ως συνωμότες και δαιμόνιοι σφετεριστές της εξουσίας

Όσο κι αν η προσπάθεια αυτή ενδύεται το μανδύα του επιστημονισμού και της πολιτικής νηφαλιότητας, στην πραγματικότητα το πρώτο μέρος του βιβλίου αναπαράγει όλη την επιχειρηματολογία της μετεμφυλιακής Δεξιάς. «Ο κομουνισμός σε μια χώρα δημιούργησε προσδοκίες για την εγκαθίδρυση του κομουνισμού σε άλλες χώρες», γράφουν για παράδειγμα οι συγγραφείς σε μια παρωχημένη μάλλον ρητορική, που εκτός των άλλων, ταυτίζει το σοσιαλιστικό στάδιο με τον κομμουνισμό. Οι ίδιοι οι κομμουνιστές παρουσιάζονται ως συνωμότες και δαιμόνιοι σφετεριστές της εξουσίας, ενώ η ιδεολογία τους απλώς ένα «σταθερό σύστημα από πεποιθήσεις και πρακτικές» που προσομοιάζει με θρησκευτικό δόγμα το οποίο έχει και το «δικό του Βατικανό», τη Μόσχα: «Το πέρασμα από την επανάσταση του Φεβρουαρίου σε αυτή των μπολσεβίκων τον Οκτώβριο δείχνει τη φιλοδοξία αλλά και την ικανότητα των κομουνιστών να εκμεταλλεύονται τις εθνικές κρίσεις προς όφελος των στόχων τους», γράφουν με διατυπώσεις που θα ζήλευαν και τα εγχειρίδια της CIA. Η υποτιθέμενη ακαδημαϊκή ουδετερότητα τυφλώνει τους ερευνητές που δεν διακρίνουν πουθενά ότι οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες συνιστούσαν και συνιστούν ένα απελευθερωτικό όραμα για τον κόσμο, που θα καταργήσει τα δεσμά της εκμετάλλευσης και των πολέμων. Ήταν αυτά τα κίνητρα των μαχητών και όχι η άνευ όρων κατάληψη της εξουσίας.

Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν υποτιμητικά ότι οι ηττημένοι του Γράμμου «έχασαν τον πόλεμο στα όπλα αλλά τον κέρδισαν στο τυπωμένο χαρτί και τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων»

Ακόμα, το βιβλίο δεν εντοπίζει πουθενά τα κοινωνικά ελατήρια του εμφυλίου πολέμου και προσπερνά τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που πυροδότησαν την έναρξη των συγκρούσεων. Αντίθετα από ό,τι αρχικά υποστηρίζεται για τη σχετική αυτοτέλεια του ΚΚΕ ως προς το διεθνές κομουνιστικό σύστημα, η εισαγωγή υπογραμμίζει προς το τέλος ως συμπέρασμα ότι «μόνο χάρη στην εξωτερική υποστήριξη έγινε δυνατή η έναρξη του εμφυλίου».

Επιπλέον, οι Μαραντζίδης και Τσίβος αδυνατούν να ερμηνεύσουν την τεράστια επιρροή που άσκησαν και ασκούν ακόμη οι ιδέες αυτές σε μεγάλα ή και πλειοψηφικά κομμάτια του πληθυσμού σε πολλές χώρες. Γράφουν υποτιμητικά ότι οι ηττημένοι του Γράμμου «έχασαν τον πόλεμο στα όπλα αλλά τον κέρδισαν στο τυπωμένο χαρτί και τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων», όμως το ερμηνευτικό τους σχήμα αφήνει την ιδεολογική αυτή υπεροχή ανεξήγητη. Μπορεί σε μια υποσημείωση του βιβλίου, οι συγγραφείς να αποδίδουν στον ιστορικό του εμφυλίου Γ. Μαργαρίτη «ιδεολογική προκατάληψη ζηλωτή», όμως και οι ίδιοι παίρνουν ανοιχτά θέση με ανάλογη τουλάχιστον διάθεση, όταν σημειώνουν στο ακροτελεύτιο συμπέρασμα του κειμένου τους πως «είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως τυχόν νίκη του ΔΣΕ … μπορούσε να σημοτοδοτήσει δύο μόνο εναλλακτικές: τη νίκη μιας κομμουνιστικής δικτατορίας … ή τη διαίρεση της χώρας σε έναν κομουνιστικό Βορρά και ένα δυτικό (πιθανόν όμως αυταρχικό και καθόλου φιλελεύθερο) Νότο». Μπορεί η οριστική επιλογή και η ταξινόμηση του υλικού που βρήκαν στην Πράγα και σε άλλα αρχεία οι ερευνητές να έγιναν με τους φακούς της εκ των προτέρων πολιτικής τους θέσης, αυτό όμως δεν αναιρεί την καθαυτό αξία των πρωτότυπων κειμένων.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 23-9-2012)