Κράτος – Εκκλησία: Καμία σχέση!

30012013_simasia_1«Ου σώζεται βασιλεύς διά πολλήν δύναμιν και γίγας ου σωθήσεται εν πλήθει ισχύος αυτού», αναφέρεται σε έναν από τους δίσημους και με πολλές αναγνώσεις Ψαλμούς του προφήτη και βασιλιά Δαυίδ. Μια υπόμνηση που φαίνεται να ξεχνά συστηματικά η Εκκλησία της Ελλάδος, ένας οργανισμός που περιφρουρεί τη σημαντική περιουσία του ως κόρην οφθαλμού, βασιζόμενος κυρίως στους στενούς δεσμούς του με την κρατική εξουσία. Η οικονομική κρίση όμως και η βαθμιαία εξώθηση των εργαζόμενων στην εξαθλίωση έχει θέσει νέες προτεραιότητες και είναι ίσως η ωριμότερη στιγμή για να τεθεί επί τάπητος και θαρρετά το θέμα του πλήρους διαχωρισμού μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Με απόλυτο σεβασμό στην θρησκευτική συνείδηση, αλλά και με την απόλυτη θέση ότι το μεταφυσικό αίσθημα ανήκει στη σφαίρα του ατομικού και δεν έχει σχέση με την κρατική πολιτική.

Το μεταφυσικό αίσθημα ανήκει στη σφαίρα του ατομικού και όχι στην κρατική πολιτική

Τα πρώτα μέτρα σε αυτή την κατεύθυνση, για την πλήρη αποθεοποίηση του κράτους και της δημόσιας ζωής, είναι η κατάργηση (με σχετική αναθεώρηση) του άρθρου 3 του Συντάγματος, που επιβάλλει την κρατική – επικρατούσα θρησκεία και τον επίσημο προσηλυτισμό. Η πλήρης και χωρίς όρους συνταγματική ανακήρυξη της θρησκείας σε αποκλειστικά ατομική υπόθεση του πολίτη καθώς και της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Κάθε πολίτης είναι απόλυτα ελεύθερος να πιστεύει σε όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμία θρησκεία. Είναι απολύτως αναχρονιστικό να υφίσταται υπουργείο με τον τίτλο «και Θρησκευμάτων». Τομέας κρατικής μέριμνας πρέπει να είναι αποκλειστικά και κατά προτεραιότητα η παιδεία και παράλληλα πρέπει να καταργηθεί το μάθημα των θρησκευτικών, τα κατηχητικά και ο κάθε μορφής επίσημος ή ανεπίσημος προσηλυτισμός, όπως οι πρωινές προσευχές, τα κηρύγματα και ο σχολικός εκκλησιασμός.

Άμεση κατάργηση της κρατικής μισθοδοσίας των παπάδων και δεσποτάδων και πληρωμή τους από την εκκλησία, χωρίς καμιά άλλη διατύπωση

Ως προς το οικονομικό ζήτημα, ας γίνει πεποίθηση των στελεχών της Εκκλησίας της Ελλάδος ότι «ουκ ες τέλος επιλησθήσεται ο πτωχός» και ας ξεκινήσει από τα του οίκου τους η προσπάθεια οικονομικής ανόρθωσης της χώρας και του λαού της. Επιβάλλεται η άμεση απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση (δηλαδή η δήμευση) όλης της αμύθητης εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, ακίνητης και κινητής, αστικής και αγροτικής. Παραχώρησή της για κοινωφελή χρήση σε εργάτες γης, ακτήμονες, μετανάστες και Δήμους. Είναι απολύτως παράλογο να πετσοκόβονται οι συντάξεις του ΟΓΑ και όλες οι υπόλοιπες παροχές του κράτους και την ίδια στιγμή οι ιερείς να συντηρούνται από το δημόσιο ταμείο. Άμεση κατάργηση της κρατικής μισθοδοσίας των παπάδων και δεσποτάδων και πληρωμή τους από την εκκλησία, χωρίς καμιά άλλη διατύπωση, είναι η μόνη ενδεδειγμένη και τίμια λύση. Παράλληλα, πρέπει να καταργηθούν όλες οι επιδοτήσεις, οι επιχορηγήσεις και οι προκλητικές φοροαπαλλαγές της Εκκλησίας και όλων των θρησκευτικών οργανώσεων.

Σε διοικητικό επίπεδο, για να μην θυμίζει η σύγχρονη Ελλάδα ένα θεοκρατικό καθεστώς, ας καταργηθεί ο θρησκευτικός όρκος στα δικαστήρια, στη Βουλή και ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Να κατοχυρωθεί παράλληλα πλήρως και ουσιαστικά ο πολιτικός γάμος, η πολιτική κηδεία, η καύση των νεκρών καθώς και η πολιτική ονοματοδοσία των παιδιών από τους γονείς τους. Οι αντίστοιχες θρησκευτικές τελετές (γάμος, κηδεία, βάπτιση) πρέπει να είναι εθελοντικές επιλογές των πολιτών, που δεν παράγουν νομικά αποτελέσματα.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 3-2-2013)

Ο ρόλος του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης 1453-1821

Οι πιο σκεπτόμενοι ιεράρχες δεν μπορούσαν ελαφρά τη καρδία να υποστηρίξουν τον επαναστατικό εθνικισμό, υποστηρίζει ο Στίβεν Ράνσιμαν

Δεν είναι μόνο η σκόνη του χρόνου που καθιστά την ιστορία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης μια ασχολία προσφιλή μόνο στους σχολαστικούς μελετητές του ελληνικού Μεσαίωνα. Είναι και ένα παχύ πέπλο ιστορικής διαστρέβλωσης που έριξε η κεφαλή της ανατολικής εκκλησίας τα χρόνια μετά την Απελευθέρωση, το οποίο έκλεισε τη σχετική συζήτηση αφήνοντας μόνο κοινοτοπίες και μύθους. Κάτω από το στρώμα αυτό όμως, υπάρχει μια αφώτιστη ακόμη ιστορία, που δείχνει το διαχρονικό ρόλο των θρησκειών στην ιστορία των λαών.

Ο σερ Στίβεν Ράνσιμαν, που στο μακρό βίο του (πέθανε το 2000, σε ηλικία 97 ετών) απέσπασε τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, όπως της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, είναι ένας από τους κορυφαίους βυζαντινολόγους της εποχής μας. Και σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ιδεολογικές προκαταλήψεις ή πολιτικές σκοπιμότητες. Για το λόγο αυτό, η εργασία του για το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης κατά τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, από την εποχή δηλαδή της Άλωσης μέχρι την Επανάσταση του 1821, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1968 και κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη με τίτλο Η Μεγάλη Εκκλησία Εν Αιχμαλωσία, συνιστά έργο αναφοράς που θα συζητηθεί.

Το κύρος του συγγραφέα ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς κύκλους είναι αδιαμφισβήτητο. Η μελέτη που καθιέρωσε τον Ράνσιμαν στους κλασικούς μελετητές του μεσαίωνα και του χάρισε τις πρώτες θέσεις στις βιβλιογραφίες των συγγραφέων με αναφορά στην ορθοδοξία και όχι μόνο, είναι η τρίτομη Ιστορία των Σταυροφοριών (που επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη). Εκεί βέβαια ο λόγος γινόταν για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, το μεγάλο και διαχρονικό ανταγωνιστή των πατριαρχείων της Ανατολής από το 1054, όταν ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος αντάλλαξαν αμοιβαία αναθέματα ξεκινώντας το Σχίσμα. Η διεισδυτική ματιά του Ράνσιμαν στις σταυροφορίες έγινε αυτόματα ευπρόσδεκτη από εκείνους που χαρακτήριζαν και ακόμη ονομάζουν τον Πάπα «αιρεσιάρχη». Τι γίνεται όμως όταν ο ερευνητικός φακός του μεγάλου βυζαντινολόγου εστιάζει στα «καθ’ ημάς»;

Στις 511 σελίδες του βιβλίου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο Κρυφό Σχολειό

Το βιβλίο για τη Μεγάλη Εκκλησία, όπως αποκαλούταν τότε το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ανατρέπει εκ βάθρων τα στερεότυπα για την υποτιθέμενη θετική συμβολή του πατριαρχείου και της εκκλησίας γενικότερα κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ειδικά στους τομείς που η εγχώρια εκκλησιαστική γραμματεία και ρητορική υπογραμμίζει την προσφορά του Πατριαρχείου, δηλαδή τη συμβολή στην απελευθέρωση και στην εκπαίδευση του γένους, η νηφάλια και μεθοδική γραφίδα του Ράνσιμαν αποκαλύπτει το μέγεθος της ιστορικής απάτης.

Η διοίκηση στα χρόνια των Οθωμανών δεν ήταν συγκεντρωτική. Αντίθετα, οι λαοί της Βίβλου, όπως οι χριστιανοί, χωρίζονταν σε θρησκευτικές ομάδες, τα λεγόμενα milet, καθένα από τα οποία «τύγχανε μεταχείρισης ως αυτόνομη διοικητική μονάδα και αυτοδιοικούνταν με δικούς του νόμους για όλα τα ζητήματα τα οποία δεν αφορούσαν στο ισλαμικό κράτος» (σελ. 102). Άλλωστε, στο οθωμανικό κράτος υπήρχε πλήρης θρησκευτική ελευθερία, ενώ τα εκκλησιαστικά οικοδομήματα και η εκκλησιαστική οργάνωση παρέμεναν άθικτα (σελ. 105). Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 υπήρξε μια καταλυτική στιγμή στο ρου της ιστορίας για όλους τους λαούς της εποχής και της ευρύτερης περιοχής, ωστόσο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βγήκε ενδυναμωμένο. «Από τη στενή έννοια του εκκλησιαστικού ελέγχου και της πειθαρχίας, το Πατριαρχείο κέρδισε από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, επειδή το μέγιστο μέρος της επικράτειάς του επανενώθηκε υπό μία κρατική εξουσία» (σελ. 198) κι ας ήταν οθωμανική, γράφει ο Ράνσιμαν.

Για την οργάνωση του ελληνικού milet εργάστηκε με ζήλο ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ γνωστός και ως Πορθητής (της Πόλης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας). Πρώτη του προτεραιότητα ήταν ο ορισμός ηγέτη του ελληνικού milet, που δεν ήταν άλλος από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο πρώτος λοιπόν πατριάρχης στη μετά την Άλωση εποχή, ο Γεώργιος Σχολάριος, που έμεινε στην ιστορία με το μοναστικό του όνομα, Γεννάδιος, στέφθηκε από το σουλτάνο τον Ιανουάριο του 1454. Έχει μάλιστα παραδοθεί και η ευχή του σουλτάνου Μωάμεθ: «Είσαι ο πατριάρχης, να έχεις καλή τύχη και να είσαι βέβαιος για τη φιλία μας και τη διατήρηση όλων των προνομίων που απόλαυσαν οι προηγούμενοι πατριάρχες» (σελ. 202). Έκτοτε, οι πατριάρχες χρειάζονταν την έγκριση του σουλτάνου για να ανέβουν στο θρόνο τους. Η υπαγωγή του πατριαρχείου στην Υψηλή Πύλη σηματοδότησε παράλληλα και τη γενναία αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του: «Ήταν ο Εθνάρχης, ο αρχηγός του milet. Τα πατριαρχικά δικαστήρια είχαν πλήρη δικαιοδοσία για όλες τις υποθέσεις που αφορούσαν ορθόδοξους και είχαν θρησκευτική σημασία […] Είχαν το δικαίωμα να εκδικάσουν οποιαδήποτε εμπορική υπόθεση υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο αντίδικοι ήταν ορθόδοξοι». Οι κληρικοί ήταν (από τότε) απαλλαγμένοι από τη φορολογία. «Σαν ανταπόδοση για όλα αυτά, ο πατριάρχης ήταν υπεύθυνος για τη νομιμοφροσύνη του ποιμνίου του απέναντι στις κυβερνώσες Αρχές και για την εξασφάλιση της καταβολής των φόρων» (σελ 204). Δεν είναι αστήρικτη λοιπόν η εκτίμηση του Στίβεν Ράνσιμαν ότι ο πατριάρχης σε κάποιο βαθμό ήταν ο διάδοχος του Αυτοκράτορα.

Τα αυξημένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης που από την αρχή του Οθωμανικού Κράτους παραχωρούσαν οι σουλτάνοι στους υπόδουλους λαούς, για να κανονίζουν ανεξάρτητα τις εσωτερικές τους υποθέσεις, φανερώνουν μια φιλελεύθερη φιλοσοφία διοίκησης, με ιδιοτελείς φυσικά στόχους. Το πλέγμα εξουσίας που δημιουργήθηκε μεταξύ των Οθωμανών και των πατριαρχών που εκπροσωπούσαν πλέον πολιτικά τους υπόδουλους απογόνους των Βυζαντινών, κατέστησε το Φανάρι «κράτος εν κράτει», με υπερεξουσίες και προνόμια τέτοια, ώστε να αποτελεί παράγοντα διατήρησης της τάξης πραγμάτων. Και δεν ήταν οι πατριάρχες οι μόνοι ορθόδοξοι που γεύτηκαν από το γλυκό ποτήρι της εξουσίας. Ο μεγάλος βεζίρης Κιοπρουλού δημιούργησε για το Χιώτη γιατρό Παναγιώτη Νικούσιο Μαμωνά τη θέση Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, με καθήκοντα αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. Στη θέση αυτή τον διαδέχτηκε ο πλούσιος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που το 1698 έφτασε ακόμη ψηλότερα, όντας εξ απορρήτων του Σουλτάνου και φέροντας πλέον τον τίτλο του πρίγκιπα και του εκλαμπρότατου (σελ. 425). Λίγο αργότερα, η διακυβέρνηση των παραδουνάβιων ηγεμονιών πέρασε ολοκληρωτικά στα χέρια των Φαναριωτών πριγκίπων. Η μέθεξη της εξουσίας οδήγησε φυσιολογικά στη συντηρητικοποίηση του πατριαρχικού θεσμού. Όπως το θέτει ο Ράνσιμαν, όταν οι φωνές που ζητούσαν εθνική ανεξαρτησία αυξήθηκαν, το Πατριαρχείο βρισκόταν σε ηθικό δίλημμα: «Μπορούσε ένας Πατριάρχης δικαιολογημένα να αγνοήσει τη συμφωνία η οποία είχε συναφθεί ανάμεσα στο Σουλτάνο και τον προκάτοχό του Γεννάδιο; Μπορούσε να παραβεί τον όρκο το οποίον είχε δώσει ενώπιον του Σουλτάνου όταν είχε επικυρωθεί η εκλογή του; […] Οι πιο σκεπτόμενοι ιεράρχες δεν μπορούσαν ελαφρά τη καρδία να υποστηρίξουν τον επαναστατικό εθνικισμό» (σελ. 440).

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για το βαθιά αντιδραστικό και συντηρητικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου είναι το έργο που δημοσιεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1798 με τίτλο Διδασκαλία Πατρική, με συγγραφέα πιθανότατα τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Το βιβλίο αρχίζει με ευχαριστίες στο θεό για την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έσωσε το Βυζάντιο από την αίρεση και διαφύλαξε την ορθοδοξία. Και κλείνει τονίζοντας ότι η πολιτική ελευθερία αποτελεί «μια πλάνη του διαβόλου και ένα θανατηφόρο δηλητήριο που πρόκειται να σπρώξει το λαό στην αναταραχή και την καταστροφή» (σελ. 456). Οι θέσεις αυτές άλλωστε οδήγησαν τον Πατριάρχη, την περίοδο που οι κλέφτες είχαν ήδη γίνει λαϊκός θρύλος, να εκδώσει αυστηρή εγκύκλιο με την οποία απειλούταν με αφορισμό κάθε ιερέας που δεν βοηθούσε στην καταστολή του κινήματος των κλεφτών.

Ανάλογα σκοταδιστικός υπήρξε ο ρόλος του Πατριαρχείου και στην εκπαίδευση των υπόδουλων ορθοδόξων. Φυσικά, στις 511 σελίδες του βιβλίου, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο «κρυφό σχολειό», καθιστώντας τον Ράνσιμαν άλλη μια πηγή που διαψεύδει το σχετικό μύθο. Περαιτέρω, το βιβλίο αποκαλύπτει την απέχθεια που ένιωθαν οι εκκλησιαστικοί κύκλοι της εποχής για την κοσμική εκπαίδευση. Το γεγονός ότι το κράτος είχε οργανώσει το μεγάλο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και ότι οι κυριότεροι λόγιοι ήταν λαϊκοί «αναπόφευκτα οδηγούσε τους κληρικούς στην καχυποψία για την κοσμική μόρφωση και τη φιλοσοφία, στο φόβο ότι αυτοί οι λαϊκοί φιλόσοφοι θα μπορούσαν να δελεαστούν από το θαυμασμό τους για την αρχαία σκέψη και να ξεπεράσουν τα όρια της ορθοδοξίας» (σελ. 140). Επιπρόσθετα, ο Ράνσιμαν καταρρίπτει την εικόνα του παπά που πασχίζει να μάθει γράμματα τα υπόδουλα Ελληνόπουλα: «Δυτικοευρωπαίοι ταξιδιώτες κατά τον 18ο και 19ο αιώνα φρικιούσαν με το χαμηλό επίπεδο του ελληνικού κλήρου. Δεν πρέπει κανείς να υπερβάλλει όσον αφορά στην παρακμή» (σελ. 260). Και δεν είναι μόνο η αμορφωσιά. Η δυτική φιλοσοφία σκανδάλιζε τους ορθοδόξους σε βαθμό που δεν απείχε πολύ από τους αξιωματούχους της Δυτικής Εκκλησίας που έκαιγαν βιβλία: «Ανάμεσα στους ευσεβείς των επαρχιών υπήρξε μια αντίδραση ενάντια σ’ αυτή τη μοντέρνα και άχρηστη παιδεία, η οποία οδήγησε σε καχυποψία για κάθε είδος παιδείας και σε προκλητικό σκοταδισμό. Εάν η ανάγνωση βιβλίων οδηγούσε σε τέτοιον άθεο ρασιοναλισμό, τότε ασφαλώς ήταν καλύτερο να μη διαβάζει κανείς καθόλου βιβλία» (σελ. 449).

Τι απαντά όμως η «επίσημη» άποψη; Στο «σύντομο ιστορικό σημείωμα» της ιστοσελίδας του Οικουμενικού Πατριαρχείου διαβάζουμε για την περίοδο της αιχμαλωσίας: «Εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία οι λαοί της Βαλκανικής διετήρησαν αλώβητα τα εθνικά και φυλετικά των γνωρίσματα, ώστε να δυνηθούν κατά τον 19ο αιώνα να διεκδικήσουν την εθνικήν των αυτοτέλειαν και ανεξαρτησίαν». Εκτός από αυτές τις ουδέτερες και αντικειμενικές αυτές φράσεις, καμία αναφορά δεν κάνει το Πατριαρχείο σε κάποιο ευρύτερο ρόλο του εκείνη την εποχή, από σεμνότητα ή από επίγνωση. Το κενό αυτό καλύπτουν συγγραφείς από την Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος Χολέβας στο περιοδικό Τόλμη της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (τεύχος Ιουλίου 2002) επικαλείται το ίδιο το βιβλίο του Στίβεν Ράνσιμαν (σε παλιότερη έκδοσή του) για να αποδείξει τα αντίθετα από όσα συμπεραίνει ο βρετανός ερευνητής: «Στη δεύτερη μορφή αντιστάσεως (σ.σ. στον κατακτητή), την πνευματική και ηθική, η Εκκλησία υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης και καθοδηγητής», γράφει με στόμφο. Και παραχαράσσοντας το κείμενο που επικαλείται για πηγή, ο συντάκτης υπογραμμίζει: «Για τους δύο πρώτους και σκοτεινούς αιώνες της Τουρκοκρατίας χρειάσθηκε να λειτουργήσουν και τα Κρυφά Σχολειά». Ας ελπίσουμε ότι η νέα έκδοση του Γκοβόστη θα ρίξει φως τόσο στις αποσιωπήσεις όσο και στις διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας.

(Δημοσιεύτηκε στην Ουτοπία, τ. 92, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010)

Ο Μαρξ για τη θρησκεία και το κράτος

Ούτε ο Μαρξ γλύτωσε τα βέλη της κριτικής για αντισημιτισμό

Στο ακόμα επίκαιρο ερώτημα πώς θα απελευθερωθεί ο άνθρωπος από τα δεσμά της θρησκείας δίνει απάντηση ο Καρλ Μαρξ στο έργο του Για το εβραϊκό ζήτημα. Αφού μεσολάβησαν 78 χρόνια από την πρώτη του έκδοση στα Ελληνικά, το 1932, οι εκδόσεις Γκοβόστη προχώρησαν σε επανέκδοση του ιστορικού βιβλίου που πρωτοκυκλοφόρησε στη χώρα μας με πρόλογο γραμμένο από τον Αβραάμ Μπεναρόγια, τον εβραϊκής καταγωγής ηγέτη της Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη και έναν εκ των ιδρυτών του ΚΚΕ. Την επιμέλεια της επανέκδοσης ανέλαβε ο καθηγητής Γιώργος Ρούσης, ο οποίος με μια εισαγωγική μελέτη 130 σελίδων, αναλύει διεξοδικά το πλαίσιο εντός του οποίου γράφτηκε το βιβλίο του Μαρξ αλλά και τις σύγχρονες προεκτάσεις του.

Κατά την προσφιλή μέθοδο των «κλασικών», το Για το εβραϊκό ζήτημα, συνιστά απάντηση – κριτική στις δημοσιευμένες απόψεις ενός άλλου διανοούμενου για το ίδιο ζήτημα και συγκεκριμένα του Μπρούνο Μπάουερ. Πρόκειται για έναν από τους βασικούς συνεργάτες του Καρλ Μαρξ κατά την περίοδο που εξέδιδε την Εφημερίδα του Ρήνου, με τον οποίο ήρθε σε ιδεολογική ρήξη το 1842, δύο χρόνια πριν τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου. Το Για το εβραϊκό ζήτημα συγκαταλέγεται στα λεγόμενα «πρώιμα» έργα του Μαρξ. Όπως σημειώνει ο Γ. Ρούσης, για το βιβλίο «αποτελεί συστατικό τμήμα στη διαμόρφωση του μαρξισμού, ενώ περιέχει ήδη και στοιχεία της ώριμης σκέψης του, μιας σκέψης η οποία παρά τα όποια άλματά της, δεν είναι δυνατόν να χωριστεί στεγανά σε νεανική και ώριμη».

Έναν αιώνα μετά τη δημοσίευσή του, το έργο αυτό του Μαρξ βρέθηκε δέχτηκε τα βέλη της κριτικής για αντισημιτισμό. Ορισμένες φράσεις του πρωτότυπου έδωσαν λαβή για μια σφοδρή επίθεση στο πρόσωπο του συγγραφέα, που ξεκίνησε το 1949 και έφτασε μέσω της διαστρέβλωσης να χαρακτηρίσει το έργο αυτό «προσκλητήριο φόνου, προσκλητήριο γενοκτονίας». Οι «ένοχες» φράσεις εντοπίζονται στο σημείο όπου ο Μαρξ τονίζει: «Ποια είναι η εγκόσμια λατρεία του εβραίου; Το εμπόριο. Ποιος ο γήινος θεός του; Το χρήμα». Όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Ρούσης, «η επιλογή αυτή προκύπτει στον Μαρξ μέσα από την ιστορία των εβραίων και τον κοινωνικό τους ρόλο στη σύγχρονη του νεαρού Μαρξ κοινωνία, η οποία γενικεύει και καθιστά κυρίαρχες αξίες τα χαρακτηριστικά που αποδίδει στον εβραίο τύπο και όχι βεβαίως σε όλους τους εβραίους».

Το ανάθεμα του αντισημιτισμού, που δεν απέφυγε ούτε και ο Σαίξπηρ, με τον Έμπορο της Βενετίας και το πρωταγωνιστικό πρόσωπο Σάιλοκ, έπεσε για τους ίδιους λόγους και στον Μαρξ. Όπως ο σαιξπηρικός ήρωας, που είναι εβραίος τοκογλύφος, έτσι και ο εβραίος του Μαρξ, χρησιμοποιείται ως τύπος ανθρώπου, με αφορμή το γεγονός ότι τα χρόνια συγγραφής του έργου το 90% του συνόλου της κοινότητας αυτής ασχολούνταν με το εμπόριο ή τη μεσιτεία. Άλλωστε, το κείμενο του Μαρξ είναι σαφές στις προθέσεις του: «Ο ιουδαϊσμός διατηρήθηκε όχι παρά τη θέληση της ιστορίας, αλλά μέσον της ιστορίας. Η αστική κοινωνία γεννά αδιάκοπα τον εβραίο μέσα απ’ τα βάθη των δικών της σωθικών […] Το χρήμα είναι ο ζηλότυπος θεός του Ισραήλ, μπρος στον οποίο κανένας άλλος θεός δεν πρέπει να υπάρχει. Το χρήμα εξευτελίζει όλους τους θεούς του ανθρώπου και τους μεταβάλλει σε εμπόρευμα». Έπειτα ο Μαρξ υπογραμμίζει: «Μια κοινωνική οργάνωση τέτοια που να καταργούσε τους απαραίτητους όρους της εμπορικής συναλλαγής και επομένως τη δυνατότητα της συναλλαγής θα καθιστούσε αδύνατη την ύπαρξη του εβραίου. Η θρησκευτική συνείδηση του εβραίου θα χανόταν σαν αέρας μέσα στην αληθινή ατμόσφαιρα της κοινωνίας».

Το σημαντικότερο επιχείρημα πάντως εναντίον των κατηγοριών που δέχτηκε ο Μαρξ είναι ότι το βιβλίο του αυτό συνιστά απάντηση στον αντισημιτισμό του Μπάουερ. Σύμφωνα με τον τελευταίο, η φύση του εβραίου είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό, ενώ η ομάδα αυτή αντιμετωπίζεται ανεξάρτητα από την ιστορική εξέλιξη. Η κριτική του Μαρξ στις θέσεις αυτές είναι ότι οι εβραίοι αποτελούν μια κοινότητα που είναι προϊόν της ιστορίας.

Μια ακόμη σημαντική συμβολή του έργου αυτού του Μαρξ είναι το γεγονός ότι με αφορμή το εβραϊκό ζήτημα διατυπώνει μια οξεία κριτική στο αστικό κράτος και τις ελευθερίες που αυτό διασφαλίζει. Τη λαβή για την κριτική αυτή τη δίνει ο Μπάουερ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η χειραφέτηση των εβραίων θα διασφαλιστεί αν τα αστικά κράτη αποβάλλουν τις θρησκευτικές τους προκαταλήψεις έναντι της ομάδας αυτής. Τι διασφαλίζει όμως το αστικό κράτος στην πιο ριζοσπαστική του μορφή, όπως διατυπώθηκε στο γαλλικό σύνταγμα του 1793; Τα δικαιώματα της ισότητας, της ελευθερίας, της ασφάλειας και της ιδιοκτησίας. Η ελευθερία, σε έναν ορισμό που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, είναι η εξουσία να κάνει κανείς ό,τι δεν βλάπτει τα δικαιώματα του άλλου. «Τα όρια μέσα στα οποία ο καθένας μπορεί να κινηθεί χωρίς να βλάψει τον άλλο, έχουν καθορισθεί με νόμο, όπως τα όρια δύο αγρών έχουν επισημανθεί με παλούκια», σχολιάζει ο Μαρξ, καυτηριάζοντας τον περιοριστικό αυτό ορισμό που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν απομονωμένη μονάδα. Ο ορισμός αυτός καταλήγει ότι η πρακτική εφαρμογή του δικαιώματος της ελευθερίας είναι το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Που με τη σειρά του συμπληρώνεται απαραίτητα από το διακαιώματα της ασφάλειας, την «υψηλότερη κοινωνική έννοια της αστικής κοινωνίας, η έννοια της αστυνομίας». Στην πρωτότυπη και αιρετική για την εποχή της ανάλυση αυτή, ο Μαρξ καταλήγει σημειώνοντας ότι «κανένα από τα υποτιθέμενα δικαιώματα του ανθρώπου δεν ξεπερνά τον εγωιστή άνθρωπο […] διπλωμένο στον εαυτό του, με μοναδική απασχόληση την εξυπηρέτηση του προσωπικού του συμφέροντος και την ικανοποίηση των γούστων του».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 26-9-2010)

«Έτοιμο» βρήκαν το Πάσχα οι χριστιανοί

Αρχαία οικουμενικά έθιμα σε εκσυγχρονισμένη μορφή αναβιώνουν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, κατά το λεγόμενο Πάσχα των Ελλήνων ή της χριστιανοσύνης. Στην περίπτωση των αναστάσιμων εθίμων και δοξασιών ο χριστιανισμός αποδείχτηκε από τη γέννησή του μέχρι τις μέρες μας «χωνευτήρι» παλιότερων θρησκευτικών πρακτικών και «πιστεύω» που σφετερίστηκε και ενέταξε στο δικό του κανόνα.

Προχριστιανική μεξικανική θεότητα σταυρώθηκε και αναστήθηκε μετά από τρεις μέρες.

«Τον σταυρόν του Κυρίου εγκωμιάσωμεν, την ταφήν την αγίαν ύμνοις τιμήσωμεν, και την Ανάστασιν αυτού υπερδοξάσωμεν», λέει ένα αναστάσιμο «κάθισμα» που ψάλλεται αυτές τις μέρες. Ήταν όμως ο θάνατος και η ανάσταση αποκλειστικότητα του Ιησού Χριστού; Η συγκριτική μυθολογία των λαών μας λέει κατηγορηματικά όχι.

Το αξεπέραστο βιβλίο του Εμμανουήλ Γιαροσλάβσκι, Πώς γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν οι θεοί και οι θεές (εκδόσεις Γνώση, 1965) μας δίνει χαρακτηριστικές αποδείξεις για το πώς οι λαοί πολύ πριν τη σταύρωση στο Γολγοθά μοιράζονταν την ίδια πίστη για το θεό που πεθαίνει και ανασταίνεται. Χτυπητές ομοιότητες με τη χριστιανική ιστορία της ανάστασης παρουσιάζει ένας μεξικανικός θρύλος για τον ινδιάνικο θεό Κβετσαλκοάτλι. Οι αυτόχθονες, που ποτέ δεν είχαν έρθει σε επαφή με την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, πίστευαν ότι ο θεός τους αυτός είχε σταυρωθεί πάνω σ’ ένα ξύλινο σταυρό. Ο θεός είχε φτάσει για να σώσει τους κατοίκους, αλλά αυτοί στάθηκαν αγνώμονες. Σύμφωνα με μια άλλη μεξικανική δοξασία, ο θεός Μπακάμπ σταυρώθηκε κι αυτός και μάλιστα, έμεινε πεθαμένος για τρεις μέρες, ενώ στο τέλος της τρίτης αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς. Στη Βαβυλώνα, που έφτασε στην ακμή της 7 αιώνες πριν γεννηθεί ο Χριστός, λατρευόταν ο θεός Μαρντούκ, που θεωρούταν δημιουργός και ο σωτήρας του κόσμου. Πιστευόταν λοιπόν ότι ο θεός αυτός πεθαίνει το Χειμώνα και ανασταίνεται την Άνοιξη. Υπήρχαν ημέρες θρήνου για το νεκρό θεό, όπου οι πιστοί προσκυνούσαν τον τάφο του και μεγάλο πανηγύρι όταν ανασταινόταν.

Πλατιά ήταν διαδεδομένη στη Φοινίκη και την Ασία, αιώνες πριν τη γέννηση του Ιησού, η λατρεία του θεού Άδωνι. Οι αρχαίοι λαοί της περιοχής πίστευαν ότι κάποιος κακός θεός σκότωσε τον Άδωνι, όμως αυτός ύστερα αναστήθηκε. Σε ανάμνηση των παθών του θεού, οι πιστοί πενθούσαν, μαστιγώνονταν και τελούσαν εικονική ταφή του. Οι ιεροτελεστίες, που πραγματοποιούνταν τις ίδιες μέρες με το χριστιανικό Πάσχα, ολοκληρώνονταν με την ανάσταση του Άδωνι και τις γιορτές που άρμοζαν. Και ο θεός Άττις λατρευόταν στην ίδια περιοχή, δύο αιώνες πριν τη γέννηση στη Βηθλεέμ. Ο Άττις πιστευόταν ότι αυτοτραυματίστηκε και πέθανε αλλά αναστήθηκε. Στα τέλη του Μάρτη γιορταζόταν η λύτρωσή του. Και οι αιγυπτιακοί μύθοι περιλαμβάνουν ανάσταση. Ο θεός Όσιρης διαμελίστηκε από έναν κακό θεό αλλά έπειτα με πρωτοβουλία του Ρα μαζεύτηκαν τα κομμάτια του, ο θεός αναστήθηκε και έγινε κριτής στο βασίλειο των νεκρών. Η γιορτή προς τιμήν του Όσιρη τελούταν πριν την έλευση του χριστιανισμού αλλά και κατά τα πρώτα του βήματα.

Ο μύθος της ανάστασης συναντάται και στην αρχαιοελληνική μυθολογία. Ο θεός Διόνυσος σύμφωνα με το μύθο διωκόταν από την Ήρα η οποία έστειλε τους Τιτάνες να τον σκοτώσουν. Αυτοί τον έκοψαν κομμάτια και τον έφαγαν, αφήνοντας μόνο την καρδιά του. Έπειτα ο Δίας τον ανέστησε. Την Άνοιξη γιορταζόταν η ανάσταση του Διονύσου. Οι ιερείς έκοβαν σε κομμάτια ένα ζωντανό ταύρο και οι πιστοί έτρωγαν κομμάτια από τη σάρκα του που συμβόλιζε το σώμα του θεού. Μεγάλες ομοιότητες με τη θεία κοινωνία των χριστιανών παρουσιάζει και η λατρεία του θεού Μίθρα, που λατρευόταν στη Μεσόγειο, από το 2ο π.Χ. αιώνα. Οι πιστοί του μιθραϊσμού συνήθιζαν να τελούν ένα λειτουργικό δείπνο, όπου έτρωγαν αγιασμένο ψωμί και έπιναν κρασί, σαν προσομοίωση του σώματος και του αίματος του θεού τους.

Τα «δάνεια» του χριστιανισμού δεν σταματούν φυσικά εδώ. Ειδικά η γιορτή του Πάσχα, φαίνεται ότι έχει τις ρίζες της πολύ παλιά, σαν γιορτή της μετάβασης από μια εποχή του έτους σε μια άλλη. Η αρχή όλων των θρησκειών άλλωστε εντοπίζεται στις εξωτερικές δυνάμεις που κυριαρχούν πάνω στους ανθρώπους, στις δυνάμεις της φύσης και της κοινωνίας και στη φανταστική τους αντανάκλαση στο ανθρώπινο μυαλό που τους προσδίδει μεταφυσικά χαρακτηριστικά. Να σημειώσουμε πάντως ότι η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα καθορίστηκε σχετικά αργά, στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ. και αποφασίστηκε να γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας και μετά το Πάσχα των Ιουδαίων.

Συνολικότερα, αποδεικνύεται ότι οι θρησκείες και τα δόγματα δεν είναι κλειστά συστήματα αλλά ενσωματώνουν προϋπάρχουσες δοξασίες και λατρευτικές πρακτικές στο δικό τους κανόνα. Στο πολύ σημαντικό βιβλίο του σοβιετικού Ι. Λέντσμαν, Οι ρίζες του χριστιανισμού (εκδόσεις Κέδρος), αναλύεται διεξοδικά πώς οι αρχές της στωικής φιλοσοφίας και ειδικά του Σενέκα επηρέασαν καταλυτικά την ιδεολογική βάση του χριστιανισμού. Το βασικό συμπέρασμα που καταλήγει ο Σενέκας, η ισότητα των ανθρώπων, ελεύθερων και δούλων, μπροστά στο πεπρωμένο, υπάρχει αυτούσιο π.χ. στις επιστολές του Παύλου, είναι και το πνεύμα του αναστάσιμου ύμνου που ακούγεται σήμερα στις εκκλησίες και λέει «ευλογητός ει Χριστέ ο θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας». Όπως σημειώνει και ο Ένγκελς στο έργο του Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας (στο Μαρξ-Ένγκελς, Για τη θρησκεία, εκδόσεις ΚΨΜ, 2009) «ο θεός είναι το προϊόν μιας κοπιαστικής διαδικασίας αφαίρεσης, η συμπυκνωμένη πεμπτουσία των πολυάριθμων προγενέστερων φυλετικών και εθνικών θεών».

Στο έργο του Συμβολή στην κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, όπου περιέχεται και η περίφημη ρήση «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», ο Μαρξ σημειώνει ακόμα πως «η κριτική της θρησκείας διαλύει τις αυταπάτες του ανθρώπου κάνοντάς τον να σκέφτεται, να δρα και να διαμορφώνει την πραγματικότητά του ως άνθρωπος που δεν έχει αυταπάτες και έφτασε στη λογική, έτσι ώστε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του και επομένως γύρω από τον πραγματικό ήλιο του. Η θρησκεία είναι απλώς ο απατηλός ήλιος που περιστρέφεται γύρω από τον άνθρωπο όσο καιρό αυτός δεν περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 3-4-2010)

Ένα γλαφυρό αλλά …ρηχό Βυζάντιο

Έναν όμορφα φιλοτεχνημένο αλλά ατελή πίνακα του μεσαιωνικού ελληνικού κράτους, που έχει επικρατήσει να αποκαλείται Βυζάντιο, δίνει η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ με το νέο της βιβλίο Γιατί το Βυζάντιο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Στο βιβλίο δεν αναλύονται οι βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής και η ιστορική εξέλιξη ερμηνεύεται μόνο με βάση τη θρησκεία

Η συγγραφέας έχει όλα τα διαπιστευτήρια για να υπογράψει ένα λεπτομερές και ενδιαφέρον δοκίμιο: Υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρύτανης του πανεπιστημίου της Σορβόννης το 1976, έχει ανακηρυχθεί επίσης πρύτανης του πανεπιστημίου της Ευρώπης καθώς και πρόεδρος του κέντρου Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι. Το νέο της βιβλίο είναι το πρώτο γραμμένο απευθείας στα Ελληνικά, ενώ χαρακτηρίζεται για την προσπάθεια της συγγραφέα να αποδώσει εκλαϊκευμένα πτυχές της βυζαντινής ιστορίας που ως τώρα έμεναν περισσότερο στον ορίζοντα ενδιαφερόντων ενός πιο ειδικευμένου αναγνωστικού κοινού. Έτσι λείπουν οι υποσημειώσεις και η ορολογία που θα παρέπεμπε σε …«βυζαντινολογίες» και μένει μια παραστατική και μεστή αφήγηση.

Στόχος της συγγραφέα, όπως επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου, είναι να παρουσιάσει για το Βυζάντιο «αυτά που το αναδεικνύουν ως την πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και που εξηγούν, όχι μόνο το πολιτιστικό μεγαλείο του (και αυτό ανεπαρκώς ακόμη γνωστό), αλλά και την ασυνήθη για παγκόσμια δύναμη (όπως ήταν κάποτε το Βυζάντιο) μακροβιότητά του». Στο πνεύμα αυτό εξετάζονται σε ξεχωριστά κεφάλαια τα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της αυτοκρατορίας, οι τοπικές ιδιαιτερότητες των επαρχιών του κράτους, οι σχέσεις της κοσμικής με την εκκλησιαστική εξουσία και τέλος, η αλληλεπίδραση των βυζαντινών με το γειτονικό κόσμο.

Η εξιστόρηση των γεγονότων και η αποκάλυψη πτυχών της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας μέσα από τις πηγές δείχνει τη βαθιά γνώση της συγγραφέα για το αντικείμενό της. Εκείνο όμως που σε αρκετά σημεία απουσιάζει είναι η βαθύτερη ερμηνεία των γεγονότων και η αποκάλυψη των συνθηκών που οδήγησαν σε αυτά. «Ανόσιο εγχείρημα» χαρακτηρίζεται για παράδειγμα η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204: «Η πρώτη χριστιανική αυτοκρατορία έπεσε υπό τα πλήγματα χριστιανικού στρατού» (σελ. 46) υπογραμμίζει η συγγραφέας, θέλοντας να τονίσει τον ανήθικο χαρακτήρα των σταυροφοριών της Δύσης που κατέλυσαν το ομόθρησκο κράτος της Ανατολής. Πέρα από την αγανάκτηση όμως δεν δίνεται εξήγηση. Στο ίδιο πνεύμα, χαρακτηρίζονται «παρά φύση» (σελ. 51) οι συμμαχίες που σύναψαν βυζαντινοί αυτοκράτορες με τους κατοπινούς κατακτητές τους, τους Οθωμανούς Τούρκους. Τόσο ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος, που αναφέρεται στο βιβλίο, όσο και ο Ιωάννης Καντακουζηνός, που δεν αναφέρεται, στήριξαν μεγάλο μέρος των τακτικών τους ελιγμών προς την εξουσία στη συμμαχία τους με τους Οθωμανούς. Ούτε εδώ δίνεται επαρκής ερμηνεία για τις επιλογές αυτές.

Χάριν εκλαΐκευσης, η συγγραφέας επιλέγει ένα απλουστευτικό σχήμα για να παρουσιάσει τις πολιτικές και εθνικές αντιθέσεις της εποχής. Η γενική αίσθηση που αφήνει το βιβλίο είναι ότι κατά τα μεσαιωνικά ελληνικά χρόνια υπήρχαν κρατικές οντότητες ανάλογες με τα σημερινά εθνικά κράτη. Παρόλο που τονίζεται σε ένα σημείο πως «η όσμωση των διαφόρων εθνοτήτων στο πλαίσιο της διοίκησης και της αυτοκρατορικής κοινωνίας βρίσκει το απόγειό της στον κατεξοχήν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Κωνσταντινούπολης» (σελ. 190) οι συχνότερες αναφορές σε «Έλληνες» και «Τούρκους» αφήνουν να εννοηθεί μια γραμμική ιστορική εξέλιξη του ελληνικού και του τουρκικού κράτους, χωρίς τομές. Αναλόγως, οι βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής (π.χ. στο τέλος του 7ου αιώνα) χαρακτηρίζονται «κλίμα εθνικού διχασμού» (σελ. 130).

Την περίφημη ρήση του Μαρξ ότι δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την κοινωνική υπόστασή τους, άλλα το αντίθετο, δεν την ασπάζεται η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ. Γι’ αυτό και στο έργο της δίνει τόσο βάρος στο ρόλο του χριστιανισμού και ειδικότερα της ορθοδοξίας, στην ιστορική εξέλιξη. «Χάρη στον ευαγγελισμό των σλαβοβαραγκικών πληθυσμών, που κατοικούσαν τις χώρες ως το Βόλγα και πέρα, η Ευρώπη μπόρεσε να αντισταθεί στα μογγολικά στίφη», γράφει χαρακτηριστικά για τους λαούς του Εύξεινου Πόντου (σελ. 211). Οι δογματικές διαφορές σύμφωνα με τη συγγραφέα επιβιώνουν και καθορίζουν τις εξελίξεις μέχρι σήμερα, καθώς μιλά για «άσβεστη αντιπαλότητα των Νεοελλήνων προς την παποσύνη». Ενώ σε άλλο σημείο, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο «αντιλατινικός αγώνας αποτέλεσε το θεμέλιο της ορθοδοξίας και της εθνικής ταυτότητας των λαών […] δημιουργώντας μια υπερεθνική αλληλεγγύη που τα σημάδια της είναι διακριτά ως τα σήμερα» (σελ. 64). Προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού, η συγγραφέας προχωρά σε μια ανεδαφική εκτίμηση, υποστηρίζοντας ότι η αλληλεγγύη που έδειξε ο ελληνικός λαός κατά τη νατοϊκή επιδρομή στη Γιουγκοσλαβία το 1999 οφείλεται στην αλληλεγγύη αυτή μεταξύ ομοδόξων.

Περαιτέρω, η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ δεν ενστερνίζεται τη θέση ότι η ιστορία είναι ιστορία της πάλης των τάξεων. Φυσικά, γίνονται ακριβείς και τεκμηριωμένες αναφορές στην οικονομική πολιτική του βυζαντινού κράτους ως υπόβαθρο της εξωτερικής πολιτικής που ασκούσε. Ωστόσο, η εξέλιξη της ιστορίας παρουσιάζεται περισσότερο σαν αποτέλεσμα των μηχανορραφιών και επιλογών που έκαναν οι αυτοκράτορες και η αυλή τους. Γι’ αυτό και στο βιβλίο δεν αναλύονται επαρκώς οι κοινωνικές αντιθέσεις και διαμάχες που συγκλόνισαν το βυζαντινό κράτος και καθόρισαν την ταυτότητά του. Η Στάση του Νίκα, η τραγική αιματηρή εξέγερση του 532 που επιχείρησε να ανατρέψει τον Ιουστινιανό, αναφέρεται στο βιβλίο μόλις μια φορά, σε μία αράδα. Αναλόγως, η άλλη μεγάλη εξέγερση, αυτή των Ζηλωτών που κατέλαβαν την εξουσία το 1342 στη Θεσσαλονίκη σημειώνεται στο βιβλίο μόνο σαν σταθμός στη διαδοχή των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Η συγγραφέας αρνείται να αποκαλύψει την ταξική και κοινωνική φύση των εξεγέρσεων αυτών κάτω από το θρησκευτικό μανδύα τους.

Αρετή και συνάμα βαρίδι του βιβλίου είναι το γεγονός ότι αποτελείται από ξεχωριστά δοκίμια γραμμένα ανεξάρτητα. Τα κείμενα αυτά μάλλον αποτέλεσαν προφορικές ανακοινώσεις στα πολυάριθμα συνέδρια στα οποία έχει κληθεί η συγγραφέας ως ομιλήτρια. Έτσι ο λόγος είναι μεν ζωντανός, ρέων και παραστατικός, όμως επειδή στερείται τα εξωκειμενικά προφορικά στοιχεία του, σε ορισμένα σημεία δημιουργεί παρανοήσεις. Για παράδειγμα, σε πέντε σημεία του βιβλίου, γίνεται λόγος για «θαύματα» του Αγίου Δημητρίου και της Παναγίας που έσωσαν είτε την Κωνσταντινούπολη είτε τη Θεσσαλονίκη (σελ. 28, 100, 107, 110, 202). Δεν αποφεύγονται επίσης πολλές επαναλήψεις, καθώς τα κεφάλαια είναι αυτόνομες ενότητες.

(Δημοσιεύτηκε στην Ουτοπία, τεύχος 88)