Το ανέκδοτο της δημοτικής διαβούλευσης

democracyΟ κορυφαίος Αλεξανδρινός ποιητής μας άφησε ένα στίχο ιδιαίτερα πολιτικό, αν και όχι σε πρώτη ανάγνωση: «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις». Αυτές οι γραμμές έρχονται στο νου με μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές απάτες του «Καλλικράτη», τις Δημοτικές Επιτροπές Διαβούλευσης. Ένα όργανο πλασμένο για να αποτύχει, μια καρικατούρα δημοκρατικής λαϊκής συμμετοχής, ένα γραφειοκρατικό μόρφωμα τόσο κακοσχεδιασμένο, που μόνο αν καταργηθεί μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες.

Η αποκέντρωση που έφερε ο «Καλλικράτης», η απομάκρυνση δηλαδή της τοπικής εξουσίας από τον δημότη και η δημιουργία μεγάλων απρόσωπων δήμων που θυμίζουν τις γραφειοκρατικές δημόσιες υπηρεσίες χωρίς ψήγματα έστω αυτοδιοίκησης, επιχειρήθηκε να μετριαστεί με το συγκεκριμένο θεσμό. Σύμφωνα με τον νόμο, οι συγκεκριμένες επιτροπές απαρτίζονται από τοπικούς εμπορικούς και επαγγελματικούς συλλόγους και οργανώσεις, επιστημονικούς συλλόγους και φορείς, τοπικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, εργαζόμενους στο Δήμο και τα νομικά του πρόσωπα, ενώσεις και συλλόγους γονέων, αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους και φορείς, εθελοντικές οργανώσεις και κινήσεις των πολιτών, εκπροσώπους των τοπικών συμβουλίων νέων. Η κατάθεση γνώμης των παραπάνω σύμφωνα με τον «Καλλικράτη» κατέστη απαραίτητη για τα κορυφαία ζητήματα που απασχολούν τον Δήμο, όπως ο προϋπολογισμός.

όργανο πλασμένο για να αποτύχει, μια καρικατούρα δημοκρατικής λαϊκής συμμετοχής

Οι μαζικοί φορείς των Δήμων ανεξαιρέτως σχεδόν βρήκαν μια θέση στις Επιτροπές Διαβούλευσης. Λόγο όμως ουσιαστικό δεν είχαν ποτέ, αφού ο ρόλος τους ήταν καθαρά γνωμοδοτικός. Αν για παράδειγμα διαφωνεί η επιτροπή διαβούλευσης με το Τεχνικό Πρόγραμμα του Δήμου και καταθέσει εναλλακτικές προτάσεις, κανείς δεν υποχρεώνει τη Δημοτική Αρχή να τις υιοθετήσει. Το καταφανές αυτό μειονέκτημα οδήγησε ταχύτατα στον πλήρη εκφυλισμό του εν λόγω οργάνου. Αφού οι συνεδριάσεις γίνονται για «να τα λέμε», προς τι ο κόπος; Επειδή όμως το γραφειοκρατικό τέρας του «Καλλικράτη» όρισε ως υποχρεωτικές τις συνεδριάσεις αυτές, παρουσιάστηκε το εξής φαινόμενο: Από τον μεγάλο κατάλογο των μελών της Επιτροπής, που στην αρχή πίστευαν ότι θα έχουν ουσιαστικό ρόλο αλλά σύντομα διαψεύστηκαν, δεν εμφανίζονται παρά ελάχιστοι στις ορισμένες συναντήσεις. Όμως ο νόμος ορίζει απαρτία, η οποία αν δεν επιτυγχάνεται, οδηγεί σε νέα συνεδρίαση χωρίς όριο συμμετοχής. Και τότε, παρουσία λίγων κι εκλεκτών, μια κατά τα άλλα ανούσια συζήτηση βγάζει ένα άνευ αντικειμένου πόρισμα.

δημοκρατία για το φαίνεσθαι που καταντά γραφειοκρατία, είναι κίβδηλη δημοκρατία

Τυπικό παράδειγμα αυτού του εκφυλισμού ο Δήμος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης. Στην τελευταία της συνεδρίαση τον Δεκέμβριο του 2012, από τα 66 (!) μέλη της Επιτροπής Διαβούλευσης προσήλθαν μόλις 7, στην πραγματικότητα όμως 6, αφού ο ένας ήταν ο Δήμαρχος. Η συζήτηση αφορούσε ένα πραγματικά κορυφαίο ζήτημα, το διετές επιχειρησιακό σχέδιο του Δήμου. Η συνεδρίαση έληξε σύμφωνα με όλους τους τύπους, χωρίς όμως πραγματική ουσία. Όπως ο ίδιος ο Σπύρος Πανάς έχει παραδεχτεί, «το όργανο αυτό μόνο γραφειοκρατία προσθέτει» και βέβαια άσκοπες ώρες συνεδριάσεων μέχρι να βρεθεί η «απαρτία» για μια γνωμοδότηση που στην καλύτερη περίπτωση καταλήγει σε κάποιο σκονισμένο φάκελο.

Ψήφος συμβουλευτική αλλά όχι αποφασιστική είναι κουτσουρεμένη ψήφος. Λόγος που καταγράφεται αλλά δεν επηρεάζει αποφάσεις είναι άσκοπος λόγος. Δημοκρατία για το φαίνεσθαι που καταντά γραφειοκρατία, είναι κίβδηλη δημοκρατία.

Εν προκειμένω, αν αυτά είναι τα περιθώρια της διαβούλευσης που ανέχεται η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τότε καλύτερα ο διάλογος με τους πολίτες να γίνεται απ’ ευθείας, χωρίς τη διαμεσολάβηση συλλόγων ή φορέων που αποδεικνύονται πολλές φορές απλές «σφραγίδες» ή έχουν μια μονοπρόσωπη εκπροσώπηση. Καλύτερα να δίνεται στον κάθε δημότη ο λόγος για να προσθέσει την πρότασή του στον κατάλογο με τις παρατηρήσεις που μπορεί να ληφθούν υπόψη από τους αιρετούς. Μέχρι τουλάχιστον να θεσπισθεί η καθολική συμμετοχή στα κοινά, μέχρι η αυτοδιοίκηση να ξαναβρεί το νόημά της, ως θεσμού συναπόφασης και όχι ανάθεσης.

Το λαμπρό παράδειγμα των Ισλανδών

Πολλά μίλια μακριά από το λίκνο της Δημοκρατίας, ο βόρειος λαός των Ισλανδών ήρθε να θυμίσει σε όλο τον δυτικό κόσμο ότι η αξία της λαϊκής συμμετοχής στις κορυφαίες αποφάσεις του κράτους είναι ζήτημα πολιτικής απόφασης και όχι πρακτικό πρόβλημα. Οι Ισλανδοί συμμετείχαν στη σύνταξη του νέου τους Συντάγματος μέσω Facebook, Twitter και Youtube, αλλά και με την ειδική ιστοσελίδα που φτιάχτηκε για να ενημερώνονται για τις εξελίξεις και να σχολιάζουν καταθέτοντας τις δικές τους προτάσεις. Απευθείας εκλέχτηκε μια 25μελής ομάδα πολιτών που ανέλαβε να συντονίσει τις προτάσεις που κατατίθονταν. Το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος τέθηκε σε δημοψήφισμα.

Βασικό μέλημα των πολιτών που πέρασε και στον καταστατικό χάρτη της χώρας ήταν η λαϊκή συμμετοχή στις αποφάσεις και η ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών. Γι’ αυτό και θεσπίστηκε όρος να γίνεται δημοψήφισμα για οποιοδήποτε νομοσχέδιο, αρκεί να το επιθυμεί το 10% του εκλογικού σώματος, ενώ το 2% των εκλογέων έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν νομοσχέδιο προς ψήφιση στη Βουλή. Η Ισλανδία έχει μόλις 320.000 κατοίκους και ο διάλογος είναι κατά πολύ πιο διαχειρίσιμος σε ένα τόσο μικρό σώμα. Ωστόσο, το ισλανδικό παράδειγμα δείχνει ότι η πολιτική βούληση για δημοκρατική συμμετοχή λύνει τα διαδικαστικά ζητήματα.

Αν κάτι έμεινε από το κίνημα των πλατειών στη μνημονιακή Ελλάδα του 2011, ήταν μια γενικευμένη διάθεση για συμμετοχή, διάλογο, παρέμβαση σε πολλές χιλιάδες πολίτες, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Αυτό τον καιρό που στους Δήμους συζητείται η συγκρότηση Επιτροπών Διαβούλευσης και στα κοινοβουλευτικά κόμματα η τροποποίηση του Συντάγματος, η ισλανδική και η ελληνική εμπειρία αποκαλύπτει πόσο αποκομμένη από την πραγματικότητα είναι η συζήτηση των πολιτικών εκπροσώπων.

(Δημοσιεύτηκε στον Παλμό Γλυφάδας, 16-3-2013)