Ο δικός μας Μανώλης Χιώτης

Μια εναλλακτική βιογραφία, πλούσια σε κοινωνικές και ιστορικές αναφορές για το μεγάλο καλλιτέχνη που ύψωσε σε άλλο επίπεδο τη λαϊκή μουσική, υπογράφει ο Αντώνης Κασίτας με το βιβλίο του Μανώλης Χιώτης, ο μάγκας που έβαλε κολόνια στο τραγούδι, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ.

Χαρακτηριστικά στιγμιότυπα φωτίζουν την αινιγματική για πολλούς προσωπικότητα του ανθρώπου που έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια

Κριτική και ζεστή ματιά στη ζωή και το έργο του μεγάλου λαϊκού μουσικού Μανώλη Χιώτη επιχειρεί το νέο βιβλίο του Αντώνη Κασίτα Μανώλης Χιώτης, ο μάγκας που έβαλε κολόνια στο τραγούδι, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Η 3χρονη έρευνα του συγγραφέα, ο οποίος πήρε συνεντεύξεις από όλους τους σημαντικούς έλληνες καλλιτέχνες που σχετίστηκαν με τον Χιώτη, ανθολόγησε αποκόμματα εφημερίδων της εποχής και διέσωσε όλο το σχετικό οπτικοακουστικό υλικό, απέδωσε αρχικά ένα 2ωρο ντοκιμαντέρ και έπειτα αποτέλεσε το υλικό του βιβλίου. Η ομότιτλη ταινία περιέχει αφηγήσεις, πολλά τραγούδια και δίνεται μαζί με το βιβλίο στη μορφή του DVD.
Το βιβλίο του Α. Κασίτα δεν είναι μια απλή βιογραφία, αλλά μια ολοκληρωμένη πραγματεία που καταθέτει εκτός από στοιχεία και άποψη. Συνιστά μια εναλλακτική βιογραφία: Αποφεύγει τις πληροφορίες της κλειδαρότρυπας, χωρίς να παρακάμπτει τα καθοριστικά συμβάντα της προσωπικής ζωής. Η διάρθρωση της ύλης ακολουθεί χρονολογική σειρά, όχι όμως με βάση το «βιογραφικό» του Μανώλη Χιώτη, αλλά εστιάζοντας στα ιστορικά και κοινωνικά ορόσημα που σημάδεψαν την εποχή πρώτα και έπειτα τη ζωή και τη δραστηριότητα του Χιώτη. Η αφήγηση, η οποία πλαισιώνεται από πλούσιες και σοβαρές μαρτυρίες, στέκεται στις συνθήκες που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα του μεγάλου οργανοπαίχτη καθώς και στο πολιτιστικό υπόβαθρο στο οποίο έδρασε: μετεμφυλιακό καθεστώς, εξορίες των αριστερών, μετανάστευση, χούντα των συνταγματαρχών.
Παράλληλα, εξιστορούνται χαρακτηριστικά στιγμιότυπα που φωτίζουν την αινιγματική για πολλούς προσωπικότητα του Χιώτη. Όπως η σκηνή με τον Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος ένα βράδυ του 1963 στο κέντρο όπου εμφανιζόταν ο Μανώλης Χιώτης μαζί με τη Μαίρη Λίντα, μαγεμένος από το παίξιμό του γέμισε το μπουζούκι του με χιλιάρικα. Ο Χιώτης δεν κράτησε ούτε δραχμή και μοίρασε τα χρήματα στα μέλη της ορχήστρας. Ή την ιστορία που διηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης, για τον καιρό που ήταν κρατούμενος στον Ωρωπό τον Μάρτιο του 1970. Έξω από τη φυλακή, στο μόλο, μια τριάδα σιγοτραγουδούσε το «Ροδόσταμο» του Θεοδωράκη σαν καντάδα. Ο φύλακας αναγνώρισε το τραγούδι, ειδοποίησε τον Μ. Θεοδωράκη κι αυτός με τη σειρά του αναγνώρισε τη φωνή του Χιώτη. Τους σταμάτησαν τελικά οι χωροφύλακες και ο Χιώτης νοσηλεύτηκε για μια εβδομάδα στον Ευαγγελισμό από το ξύλο που έφαγε, λόγω της ενέργειάς του αυτής.
Είναι διπλή η συμβολή του βιβλίου του Α. Κασίτα για το Μανώλη Χιώτη. Πρώτα απ’ όλα καλύπτει ένα βιβλιογραφικό κενό για έναν από τους μεγάλους μεταρρυθμιστές του ελληνικού τραγουδιού. Απ’ την πρώτη πεντάδα του ελληνικού πενταγράμμου για τον 20ό αιώνα, όπου θα διακρίνει κανείς το Μάρκο Βαμβακάρη, το Βασίλη Τσιτσάνη, το Μανώλη Χιώτη, το Μάνο Χατζηδάκη και το Μίκη Θεοδωράκη, για όλους έχουν γραφτεί πολλά, με εξαίρεση το Χιώτη. Ύστερα, το βιβλίο αποκαθιστά τη λαϊκή φυσιογνωμία του Χιώτη. Εδώ ο συγγραφέας ασκεί κριτική στις εκτιμήσεις που τον ήθελαν να βάζει το μπουζούκι στα αστικά και μόνο σαλόνια, σαν ένας ταξικός αποστάτης, μια άποψη που καλλιεργήθηκε και από την Αριστερά. Όπως γράφει ο Αντώνης Κασίτας χωρίς περιστροφές, βασικός λόγος που η Αριστερά δεν ήρθε σε επαφή με τα παιδιά της «πιάτσας», όπως ο Χιώτης ήταν ότι «οι ηγεσίες της πάντα φοβούνταν τους ανθρώπους που αμφισβητούσαν θεσμούς και καταστάσεις, τον μποέμ χαρακτήρα τους, την αντιφατική τους φύση». Όπως ολόπλευρα φωτίζεται στις σελίδες του βιβλίου, ο Χιώτης ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 6-12-2009)