Μετά τη συνευθύνη, η σύμπλευση για ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ

Στην αναζήτηση του χαμένου ψηφοφόρου επιδίδεται το κόμμα του Ευάγγελου Βενιζέλου, σε μια ύστατη προσπάθεια να περισώσει τις πολιτικές του μετοχές στο νέο τοπίο που διαμορφώνει η ιστορική εκλογική ήττα του ΠΑΣΟΚ και η παράλληλη εδραίωση της ΔΗΜΑΡ στον ίδιο πολιτικό χώρο. Με μια μεταφορά, θα λέγαμε πως η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μοιάζει με τους εγκλωβισμένους του Χρηματιστηρίου, που έχουν στα χέρια τους απαξιωμένες πολιτικές μετοχές και προβληματίζονται αν πρέπει να ξεφορτωθούν με σημαντικό κόστος το συρρικνωμένο πολιτικό τους κεφάλαιο. Σε αυτή τη συζήτηση, η «ανασύσταση» που εξήγγειλε ο Ευ. Βενιζέλος περιλαμβάνει όχι μόνο την αλλαγή του τίτλου και των εμβλημάτων που καθιέρωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και το ενδεχόμενο συγχώνευσης με τη Δημοκρατική Αριστερά.

Η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μοιάζει με τους εγκλωβισμένους του Χρηματιστηρίου, που έχουν στα χέρια τους απαξιωμένες πολιτικές μετοχές και προβληματίζονται αν πρέπει να ξεφορτωθούν

Τα δεδομένα που δείχνουν ότι ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ «κινούνται παράλληλα» όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στους βουλευτές του, είναι πολλά: Πρώτον, είναι κυβερνητικοί εταίροι υπό την ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας, έχοντας συμφωνήσει σε ένα προγραμματικό πλαίσιο. Δεύτερον, εκτιμάται ότι ο εκλογικός κορμός της ΔΗΜΑΡ έχει πασοκογενή προέλευση, αφού το κόμμα του Φώτη Κουβέλη ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα και δεν έχει αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με τη βάση στήριξής του. Τρίτον, πολλά στελέχη της σημιτικής εκσυγχρονιστικής πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ έχουν στεγαστεί στο κόμμα της ανανεωτικής Αριστεράς. Τέταρτον, στρατηγικός στόχος για την πολιτική επιβίωση του «όλου ΠΑΣΟΚ» όπως έλεγαν κάποτε είναι το χτύπημα και ο διεμβολισμός του νέου διπολισμού που διαμόρφωσε το εκλογικό αποτέλεσμα, «να σπάσει η τεχνητή πόλωση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ», όπως το έθεσε ο πρόεδρος.

Στο ερώτημα ποιος θα αφομοιώσει ποιον, οριστική απάντηση δεν έχει δοθεί

Στο παραπάνω πλαίσιο γίνονται ευρύτερες ζυμώσεις και συζητήσεις που καταλήγουν σε προς το παρόν ανταγωνιστικά σχέδια. Στο ερώτημα ποιος θα αφομοιώσει ποιον, οριστική απάντηση δεν έχει δοθεί, αν και πολύ δύσκολα θα συνεχιστεί η παράλληλη αυτή διαδρομή. Στο ΠΑΣΟΚ ξεκινά μια πορεία οργανωτικής αναδόμησης με ό,τι σημαίνει για ένα κόμμα να εξαγγέλλει «συντακτικό συνέδριο». Ο Ευ. Βενιζέλος αφού διέλυσε όλα τα εκλεγμένα πριν από τον ίδιο όργανα του κόμματος, σύστησε μια Πολιτική και μια Οργανωτική Γραμματεία, ενώ όρισε για τις 6 ή 7 Ιουλίου, ανάλογα με το χρόνο της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, εναρκτήρια συνδιάσκεψη με τη συμμετοχή όλων των νομαρχιακών και περιφερειακών «Επιτροπών Ανασύστασης». Άλλωστε, με τα ίδια τα λόγια του προέδρου, «το αποτέλεσμα των δίδυμων εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου σηματοδοτεί πρακτικά το τέλος του ΠΑΣΟΚ, όπως το ξέραμε τα τελευταία χρόνια». Περιγράφοντας τις σχέσεις της Ιπποκράτους με τη ΔΗΜΑΡ, ο Ευ. Βενιζέλος τις ενέταξε στην ευρύτερη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και σημείωσε ότι κρατά «ανοικτή στάση», με «σεβασμό και αποδοχή της ισοτιμίας, όχι με μικροκομματικούς ελιγμούς, ψευτοεισοδισμούς και παραγοντισμούς που θυμίζουν άλλες δεκαετίες». Μίλησε μεν για «φιλική και συνεργατική διάθεση», προειδοποίησε όμως ότι παρόλες τις μετατοπίσεις που κατέγραψε το εκλογικό αποτέλεσμα, «αυτούς τους πολίτες δεν τους χαρίζουμε πουθενά, ανήκουν στην δική μας πολιτική οικογένεια».

Συνέδριο ένταξης των πασοκογενών μελετά τους επόμενους μήνες η ΔΗΜΑΡ

Στη Δημοκρατική Αριστερά διαψεύδουν κάθε σενάριο συγχώνευσης σε μια ενιαία σοσιαλδημοκρατική παράταξη. «Δεν υπάρχει ούτε στα σκαριά», διαβεβαίωσε μιλώντας στο Πριν ο Αντρέας Παπαδόπουλος, εκπρόσωπος του κόμματος. Επιβεβαίωσε πάντως ότι συζητείται το ενδεχόμενο ενός συνεδρίου τους επόμενους μήνες, όπου θα επισημοποιηθεί η σχέση με το πασοκικής προέλευσης στελεχιακό δυναμικό που κατέφυγε στη ΔΗΜΑΡ. Η ιδέα ενός ενιαίου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που θα προκύψει από συνένωση ενοχλεί ιδιαίτερα τον πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ, Φώτη Κουβέλη, χωρίς βέβαια να ισχύει το ίδιο για το σύνολο του κόμματός του. «Η κεντροαριστερά είναι μια φθαρμένη έννοια», είπε κατηγορηματικά σε συνέντευξή του στο Έθνος την προηγούμενη Κυριακή, σημειώνοντας ότι «ο τρίτος πόλος της πολιτικής σκηνής, θα πρέπει να γίνει με πρωτογενή κοινωνικά στοιχεία και όχι με συμφωνίες κορυφής». Ο Φώτης Κουβέλης προχώρησε ένα βήμα μετά τις αβρότητες, καλώντας τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ «να έρθουν στις γραμμές της Δημοκρατικής Αριστεράς για να διαμορφώσουμε τη μεγάλη συλλογικότητα του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού».

Η άρνηση πάντως συγχώνευσης με το ΠΑΣΟΚ, κρύβει την κατάφαση σε μια νέα ενότητα του κοινωνικού και πολιτικού χώρου που άφησε κενό το ΠΑΣΟΚ και κατά πλειοψηφία στράφηκε στις τελευταίες εκλογές προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Μένει να φανούν οι όροι και οι προϋποθέσεις της στρατηγικής αυτής σύμπλευσης, που δείχνει ότι ο πολιτικός χάρτης ήδη χαράζεται με νέες συντεταγμένες.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 1-7-2012)

Παλινόρθωση της μνημονιακής πολιτικής

Συνέχιση του Μνημονίου με …άλλα μέσα για να παραφράσουμε τον περίφημο ορισμό που έδωσε στον πόλεμο ο Καρλ Φον Κλαούζεβιτς, συνιστά η προγραμματική συμφωνία που επεξεργάζονται ακόμα η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ  Η παλινόρθωση της μνημονιακής πολιτικής, μετά από ένα σύντομο διάστημα που η λαϊκή βούληση την έθεσε «εκτός νόμου», τίθεται με κάθε επισημότητα στην ημερήσια ατζέντα της εκτελεστικής εξουσίας.

Θυμίζουμε βέβαια ότι στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση της ΝΔ στο Σύνταγμα, ο Αντώνης Σαμαράς ανέφερε εννέα φορές τη λέξη «επαναδιαπραγμάτευση»: «Με την επαναδιαπραγμάτευση που προωθούμε, μπορούμε να σώσουμε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας φέτος και να δημιουργήσουμε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας τα επόμενα χρόνια», ήταν μια από τις χαρακτηριστικές του φράσεις λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες. Από τη στιγμή όμως που έγινε γνωστό το εκλογικό αποτέλεσμα το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής, η λέξη «επαναδιαπραγμάτευση» αποσύρθηκε από τις επίσημες ομιλίες και τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του, σαν να μην είχε ποτέ ειπωθεί.
Η «διακήρυξη κυβέρνησης εθνικής ευθύνης» που υπογράφηκε την Πέμπτη από τους τρεις της συγκυβέρνησης, Σαμαρά, Βενιζέλο και Κουβέλη, αφού πρώτα ξεκαθαρίζει ότι σκοπεύει να εξαντλήσει την τετραετία, τον «χρονικό ορίζοντα όπως ορίζει το Σύνταγμα», αναφέρει ως στόχο της «να αναθεωρήσει όρους της Δανειακής Σύμβασης (Μνημονίου)», θέτοντας όμως τέσσερις όρους: Πρώτον, να μη διακινδυνεύσει «την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας ούτε την παραμονή της στο ευρώ». Δεύτερον, να μην αμφισβητήσει «τους αυτονόητους στόχους μηδενισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος». Τρίτον, να διατηρηθεί «ο έλεγχος του χρέους». Και τέταρτον, να μην τεθεί εν αμφιβόλω η εφαρμογή «των διαρθρωτικών αλλαγών που έχει ανάγκη η χώρα». Αφού όμως οι προϋποθέσεις για την «αναθεώρηση όρων» συνιστούν ατόφια τη στρατηγική του Μνημονίου, τότε αυτή η κυβέρνηση διυλίζει μεν τον κώνωπα, καταπίνει δε την κάμηλον!
Η αιφνίδια ιατρική περιπέτεια του Αντώνη Σαμαρά, που χτες Σάββατο χρειάστηκε μια οφθαλμολογική επέμβαση, επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την κατάληξη των προγραμματικών αξόνων της νέας κυβέρνησης, ωστόσο ένα βασικό σχέδιο της συμφωνίας των πολιτικών αρχηγών της συγκυβέρνησης δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα Έθνος την Παρασκευή. Το πρώτο της σημείο σχετικά με την «αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης» είναι η «παράταση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής κατά δύο τουλάχιστον χρόνια». Πρόκειται ασφαλώς για τη συντομότερη εκδοχή της περίφημης πρότασης για επιμήκυνση, καθώς το μεν ΠΑΣΟΚ είχε προτείνει τριετή περίοδο, ενώ ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, Φώτης Κουβέλης, προεκλογικά είχε μιλήσει για παράταση μέχρι το «τέλος του 2017, αρχές του 2018». Στην πραγματικότητα, η χρονική μετάθεση των στόχων του Μνημονίου είναι και η μόνη «αναθεώρηση όρων» που προτείνεται, με την ατεκμηρίωτη μάλιστα θέση ότι η κατανομή των ίδιων μνημονιακών στόχων σε περισσότερα οικονομικά έτη θα φέρει τη «στήριξη της ζήτησης, της ανάπτυξης, της απασχόλησης». Στο ντοκουμέντο των τριών γίνεται ακόμη η ευχή ότι υπό αυτό τον όρο, ο στόχος του Μνημονίου «μπορεί να επιτευχθεί χωρίς επιπλέον περικοπή μισθών και συντάξεων ή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων», αλλά με «περιστολή της σπατάλης και τη στοχευμένη καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας». Με άλλα λόγια, καλώς καμωμένα όσα έγιναν μέχρι σήμερα, η προσπάθεια θα επικεντρωθεί, χωρίς καμία απολύτως ρητή ποσοτική δέσμευση, να μη γίνουν άλλες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η μόνη «αποκατάσταση αδικιών» που προβλέπεται αφορά τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους δικαιούχους πολυτεκνικών επιδομάτων, χωρίς βέβαια να αναφέρεται κανένα συγκεκριμένο μέτρο. Δέσμευση της κυβέρνησης είναι να επανέλθει ο ορισμός του κατώτερου μισθού στη δικαιοδοσία των κοινωνικών εταίρων και στο ασαφές «επίπεδο που προσδιορίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο». Ακόμα, εξαγγέλλεται η επέκταση του επιδόματος ανεργίας κατά ένα χρόνο και η απονομή του σε μη μισθωτούς, την ίδια στιγμή όμως που το στερούνται εκατοντάδες χιλιάδες λόγω των εισοδηματικών κριτηρίων που παραμένουν εν ισχύ. Η τρικομματική κυβέρνηση εξαγγέλλει «νέο φορολογικό σύστημα» με θέσπιση περιουσιολογίου και «πόθεν έσχες» για όλους, κάνοντας μάλιστα λόγο για «σταδιακή μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών», κλείνοντας έτσι το μάτι στις επιχειρήσεις και τους εργοδότες για χαμηλότερους συντελεστές και μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους, την ίδια στιγμή που το αφορολόγητο όριο για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους ελεύθερους επαγγελματίες παραμένει στα σημερινά επίπεδα (με τη δειλή και θολή εξαγγελία για «σταδιακή αύξησή του στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους»). Παράλληλα, τα χαράτσια παραμένουν αλλά με άλλο όνομα, καθώς το Ειδικό Τέλος Ακινήτων και οι υπόλοιποι φόροι στα ακίνητα αντικαθίστανται από έναν ακαθόριστου ύψους «ενιαίο προοδευτικό φόρο». Αρκετή δημοσιότητα πήρε η θέση στο σχέδιο προγραμματικής συμφωνίας «όχι απολύσεις στο Δημόσιο», ωστόσο η λιτή αυτή διατύπωση δεν αποκλείει λύσεις τύπου «εφεδρείας» για να απομακρυνθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Δέσμευση με σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις αποτελεί ακόμα η θέση για «συνέχιση μείωσης της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής δαπάνης», που μεταφράζεται σε συνέχεια της πολιτικής Λοβέρδου.
Η μόνη πραγματική ανακοίνωση στην οποία προέβη ο Αντώνης Σαμαράς ήταν οι επουσιώδεις εξαγγελίες για τους μισθούς των υπουργών και τα αυτοκίνητά τους.
Σημαντικό κομμάτι και αυτής της κυβερνητικής στρατηγικής είναι οι ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας και η περαιτέρω κατάργηση (με συγχωνεύσεις ή χωρίς) δημόσιων οργανισμών και φορέων στο πλαίσιο της πολιτικής για «λιγότερο κράτος». Το σημείο αυτό, το οποίο άλλωστε συνιστά και ρητή δέσμευση των Σαμαρά και Βενιζέλου απέναντι στην τρόικα για το δεύτερο Μνημόνιο, είναι και το μόνο «αγκάθι» στην υπογραφή της τελικής συμφωνίας, αφού καταγράφεται η διαφωνία της Δημοκρατικής Αριστεράς. Στο σχέδιο συμφωνίας αναφέρεται χαρακτηριστικά η θέση για «διατήρηση της κυριότητας του κράτους στα δίκτυα και αξιοποίηση του θεσμού των συμβάσεων παραχώρησης για βασικές υποδομές». Χαρακτηριστική του περιεχομένου που θα λάβει τελικά η πολιτική στον τομέα αυτό, είναι η επιλογή του αρμόδιου υπερ-υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, του Κωστή Χατζηδάκη. Όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ του Ελεύθερου Τύπου, το πρώην στέλεχος των κυβερνήσεων Καραμανλή που έχει στο βιογραφικό του την πώληση της Ολυμπιακής, «εγγυάται με την παρουσία του τον φιλελεύθερο προσανατολισμό προς την κατεύθυνση των αποκρατικοποιήσεων». Μένει ν’ αποδειχτεί ποιες θα είναι οι υποχωρήσεις της ΔΗΜΑΡ στον τομέα αυτό.
Η μόνη πραγματική ανακοίνωση στην οποία προέβη ο Αντώνης Σαμαράς ήταν οι επουσιώδεις εξαγγελίες για τους μισθούς των υπουργών και τα αυτοκίνητά τους. Μιλώντας στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο, δήλωσε ότι ο μισθός των μελών του θα μειωθεί κατά 30% και ότι θα περιοριστεί η χρήση των κρατικών αυτοκινήτων από την κυβέρνηση και τα μέλη της δημόσιας διοίκησης. Πρόκειται βέβαια για μια ανέξοδη και εντυπωσιοθηρική επιλογή, που επιχειρεί να πείσει έναν δοκιμαζόμενο λαό ότι «κάτι αλλάζει». Συναφείς είναι και οι σχετικές εξαγγελίες του προγραμματικού σχεδίου που προαναγγέλλουν μεταξύ άλλων αναδρομικό έλεγχο περιουσιακών στοιχείων για κυβερνητικά και κρατικά στελέχη από το 1974, αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών, αλλαγές στη βουλευτική ασυλία και μείωση της κρατικής επιχορήγησης για τα κόμματα.
Έντονο άρωμα Καραμανλή και καθόλου άρωμα …γυναίκας έχει το νέο υπουργικό συμβούλιο
Δηλωτική των πολιτικών της προθέσεων είναι και η σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Τη στιγμή που τα 29 από τα συνολικά 39 μέλη της είναι στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, τα βιογραφικά και μόνο που έχουν οι κάτοχοι των κρίσιμων χαρτοφυλακίων, αναδεικνύουν τον χαρακτήρα της νέας μνημονιακής συγκυβέρνησης. Πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας και πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών έχει διατελέσει ο νέος υπουργός Οικονομικών, Βασίλης Ράπανος. Για «πολυετή εμπειρία σε θέσεις υψηλής ευθύνης μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών» κάνει λόγο το σύντομο βιογραφικό του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα. Κομματικά στελέχη με μεγάλη θητεία σε όλες τις «ένοχες» γαλάζιες κυβερνήσεις κατέλαβαν επίσης καίρια υπουργεία: Ο Ευριπίδης Στυλιανίδης (Εσωτερικών), ο Δημήτρης Αβραμόπουλος (Εξωτερικών) ο Πάνος Παναγιωτόπουλος (Εθνικής Άμυνας), ο Νίκος Δένδιας (Δημόσιας Τάξης), ο Ανδρέας Λυκουρέντζος (Υγείας). Συνολικά, έντονο άρωμα Καραμανλή και καθόλου άρωμα …γυναίκας έχει το νέο υπουργικό, καθώς 13 μέλη του είχαν και προηγούμενη κυβερνητική θητεία, την ίδια στιγμή που ανδροκρατείται (πλην δύο γυναικών). Το βαθύ γαλάζιο φόντο της σπάει μόνο από τα πέντε μέλη που συνιστούν προσωπικές επιλογές του Ευ. Βενιζέλου (υπουργός Περιβάλλοντος, υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και υφυπουργοί Εμπορικής Ναυτιλίας, Εξωτερικών και Παιδείας) και τέσσερα μέλη που υπέδειξε η Δημοκρατική Αριστερά (υπουργός Δικαιοσύνης και υφυπουργοί Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Υγείας και Παιδείας).
Ο ΣΥΡΙΖΑ σχολίασε ότι πρόκειται για «κυβέρνηση με σαφές δεξιό περιεχόμενο και προσανατολισμό, στηριζόμενη κατά κύριο λόγο από τις δυνάμεις που ευθύνονται για την υπεράσπιση και την υλοποίηση των πιο ακραίων και αντιλαϊκών πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών». Το ΚΚΕ σημείωσε ότι η συγκυβέρνηση είναι «δεσμευμένη απέναντι στην ΕΕ και την ελληνική πλουτοκρατία να φορτώσει στο λαό την καπιταλιστική κρίση». Ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χαρακτήρισε τη συγκυβέρνηση «τρόικα εσωτερικού», με προσανατολισμό που «έχει καθοριστεί ήδη από τις ντιρεκτίβες της ΕΕ και των βιομηχάνων».
(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 24-6-2012)

ΔΗΜΑΡ: Ο κύκλος των χαμένων βουλευτών

Με ένα γρίφο προσχώρησε ο Φώτης Κουβέλης στις πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν ένα είδος αριστερής κυβέρνησης. Βομβαρδιζόμενος από την πρόκληση να κατονομάσει ποιες δυνάμεις θα περιλάβει στις προσκλήσεις του όταν έρθει η διερευνητική εντολή από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, αποφεύγει επιμελώς να μιλήσει με «ονόματα και διευθύνσεις» και επιλέγει ορολογία που μάλλον συσκοτίζει παρά υποδεικνύει επιλογές: Η Δημοκρατική Αριστερά επιδιώκει «να υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων, με επίσης προοδευτικό περιεχόμενο της προγραμματικής συμφωνίας», είπε χαρακτηριστικά στη διακαναλική του συνέντευξη Τύπου. Ποιες είναι όμως αυτές οι «προοδευτικές δυνάμεις»; Συνέχεια

Φ. Κουβέλης: Πρόβαρε υπουργικό κοστούμι!

Πλήρως διασαφηνίστηκε το περιεχόμενο στο μότο που κοσμεί το έμβλημα του νέου κόμματος του Φώτη Κουβέλη, «Αριστερά της ευθύνης». Μιλούν για κυβερνητικές ευθύνες και ανέμεναν υπουργικούς θώκους ακόμη και ως μέρος της λαομίσητης κυβέρνησης Παπανδρέου. Τρεις λόγοι οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα, που προκύπτει από την παρουσίαση των θέσεων του κόμματος για την έξοδο από την κρίση: Πρώτον, η σύμπτωση θέσεων κυβέρνησης – ΔΗΜΑΡ σε κομβικά θέματα, όπως αυτό των ιδιωτικοποιήσεων. Δεύτερον, η άρνηση του Φώτη Κουβέλη να θέσει ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης και να ζητήσει εκλογές. Και τρίτον, η κατηγορηματική απόρριψη από την ηγεσία της Δημοκρατικής Αριστεράς οποιασδήποτε αντιμνημονιακής συμμαχίας.

Συνέχεια

Η «ανανέωση» του ιστορικού συμβιβασμού

Παρόλο που οι σημαίες της Δημοκρατικής Αριστεράς γράφουν ανανέωση, πρόκειται για το πιο δογματικό κομμάτι της Αριστεράς

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και η ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς από τα στελέχη της πρώην «Ανανεωτικής Πτέρυγας» σηματοδοτεί την αναγέννηση στη μετά ΔΝΤ εποχή της οικονομικής κρίσης εκείνου του ιστορικού ρεύματος της Αριστεράς, που αναζητά δημιουργικό ρόλο στο αστικό σύστημα εξουσίας. Ξεκινώντας με την ψήφιση άρθρων του ασφαλιστικού της τρόικας, το κόμμα του Φώτη Κουβέλη διαγράφει τροχιά δορυφοροποίησης γύρω από το ΠΑΣΟΚ.

Ώριμο τέκνο της εποχής ΔΝΤ

Η υπομονή είναι μια μικρή μορφή απελπισίας μεταμφιεσμένη σε αρετή, έγραφε ο αμερικανός συγγραφέας Άμπροουζ Μπιρς. Μέχρι το σημείο που ο Φώτης Κουβέλης από το βήμα του 6ου Συνεδρίου του Συνασπισμού τον Ιούνιο είπε πως «ο αριστερισμός που αποπνέει ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί πλαίσιο πολιτικής ασφυξίας για τη σύγχρονη, ανανεωτική, δημοκρατική και ριζοσπαστική Αριστερά που θέλουμε να εκφράσουμε», δίνοντας το σύνθημα για τη διάσπαση του Συνασπισμού, η τότε «Ανανεωτική Πτέρυγα» είχε ήδη διανύσει μεγάλη απόσταση.

Πάντως, οι διαχωριστικές γραμμές είχαν χαραχθεί πολύ πριν την κατάθεση ξεχωριστών υποψηφιοτήτων για την προεδρία του Συνασπισμού. Σημείο καμπής στάθηκε το φοιτητικό κίνημα του Μαΐου -Ιουνίου το 2006. Οι μεγάλοι αγώνες των φοιτητών ενάντια στο νόμο της υπουργού Παιδείας της ΝΔ, Μαριέττας Γιαννάκου, και το κίνημα υπεράσπισης του άρθρου 16 δίχασαν το κόμμα, φέρνοντας στην επιφάνεια διαφορετικά πολιτικά σχέδια. Στην κοινοβουλευτική του έκφραση και την κινηματική πρακτική ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ τασσόταν στο πλευρό των φοιτητών, με βάση τις θέσεις τους. Το «βαθύ κόμμα» όμως των πανεπιστημιακών και των προσωπικοτήτων της ανανεωτικής Αριστεράς, υπέγραφε τα κείμενα της πρωτοβουλίας των «1.000» πανεπιστημιακών που ζητούσαν νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» στο πανεπιστήμιο και κατήγγειλαν τις καταλήψεις.

Την περίοδο εκείνη άρχισε να εκτοξεύεται και η κατηγορία του «αριστερισμού» από τους ανανεωτικούς για ό,τι είχε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ. Δεύτερος σταθμός στην αντιπαράθεση ήταν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008, όπου ο «επίσημος» ΣΥΡΙΖΑ τήρησε ευμενή στάση προς τις κινητοποιήσεις της νεολαίας. Όμως η μαχητική, αντισυμβατική και με ανεξέλεγκτα χαρακτηριστικά κινητοποίηση χιλιάδων ανθρώπων τράβηξε άλλη μία γραμμή την οποία δεν μπορούσε να υπερβεί η Αριστερά των ανανεωτικών, που τόνιζε με κάθε ευκαιρία την καταδίκη της βίας, «απ’ όπου κι αν προέρχεται».

Αν το γυαλί ράγισε στα κρίσιμα αυτά σημεία, έσπασε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την υπαγωγή της χώρας στους κανόνες του μνημονίου και της τρόικας. Το εύθραυστο τοπίο που συνθέτουν η κρίση του πολιτικού συστήματος, η πρωτοφανής κοινωνική δυσαρέσκεια και οι διεργασίες σε όλο το φάσμα της Αριστεράς, ανέδειξαν ίσως για πρώτη φορά τόσο έντονα την ανάγκη της αστικής πολιτικής για μία Αριστερά ενός νέου, μετά τον Μπερλιγκουέρ, «ιστορικού συμβιβασμού» με την ΕΕ αλλά και με το ΔΝΤ. Μία Αριστερά «των θεσμών», «της νομιμότητας» και «των μεγάλων συγκλίσεων», που θα έχει πάρει διαζύγιο από το εργατικό και μαζικό κίνημα, ώστε να στηρίξει από αριστερές θέσεις το «μονόδρομο» της πολιτικής του μνημονίου και να υπερκεράσει κάθε άλλη μαχητική μορφή αντίστασης.

Συναινετική, «δημιουργική» αντιπολίτευση

Με τις θετικές της ψήφους σε επιμέρους άρθρα του ασφαλιστικού νομοσχεδίου η Δημοκρατική Αριστερά έκανε την είσοδό της στη λέσχη των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων, απαλλαγμένη από τον «αριστερισμό του ΣΥΡΙΖΑ». Ο Φώτης Κουβέλης και οι σύντροφοί του ψήφισαν «υπέρ» σε τρία άρθρα του αντιασφαλιστικού νομοσχεδίου. Ψήφισαν επίσης «παρών» σε 15 άρθρα. Καθώς η ψήφος αυτή δεν είχε κάποιο πραγματικό αντίκτυπο, επρόκειτο καθαρά για δήλωση προθέσεων ότι οι βουλευτές που ανεξαρτητοποιήθηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσουν μια άκρως συναινετική, «δημιουργική» αντιπολίτευση.

Νωρίτερα, στην αίθουσα της ολομέλειας της Βουλής, ο βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς, Θανάσης Λεβέντης, τόνισε χαρακτηριστικά: «Ακόμη και στις έκτακτες συνθήκες που αντιμετωπίζουμε, ακόμη και μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο που καθορίζει το μνημόνιο, περιθώρια για ένα δίκαιο και διαφανές σύστημα συντάξεων στηριγμένο σε αρχές υπάρχουν». Διατυπωμένο σε μια σύντομη φράση, αυτό είναι το βαθύτερο πνεύμα της Αριστεράς που εκφράζει ο νέος πολιτικός φορέας. Μια Αριστερά που δεν αμφισβητεί ποτέ το δοσμένο πλαίσιο και που εντός του αναζητά την καλύτερη ρύθμιση στο μέτρο του κοινοβουλευτικά εφικτού. «Εμείς αυτό το ασφαλιστικό σύστημα όπως υπάρχει σήμερα σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε ούτε και θέλουμε να το υπερασπιστούμε», είπαν οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς ως γενική τοποθέτηση. Άλλωστε και ο Φώτης Κουβέλης, στην κεντρική πολιτική του ομιλία στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου, είχε επισημάνει πως «δεν υπερασπιζόμαστε ρυθμίσεις του παρελθόντος, που ανορθολογικά και με πελατειακή στόχευση θεσπίστηκαν». Οι διατυπώσεις αυτές, παρά τη γενικότητά τους δίνουν το στίγμα του νέου πολιτικού φορέα: Θετική ανταπόκριση σε όλα τα διλήμματα και ψευτοδιλήμματα που θέτει η αστική πολιτική και τα κόμματά της.

Στο μείζον θέμα της κρίσης και της υπογραφής του μνημονίου, η Δημοκρατική Αριστερά τοποθετείται αποδεχόμενη το σύνολο σχεδόν των κυβερνητικών αξιωμάτων: «Αριστερή αντιμετώπιση της κρίσης σημαίνει ότι η αναγκαία μείωση του ελλείμματος και η συγκράτηση του χρέους δεν φορτώνεται κυρίως ή αποκλειστικά στις πλάτες των συνήθων υποζυγίων, αλλά συνδυάζεται με βαθιά αλλαγή του κράτους». Τη φράση αυτή θα την προσυπέγραφε πρόθυμα λέξη προς λέξη ο Γιώργος Παπανδρέου, αλλά την εκφώνησε ο Φώτης Κουβέλης στην ιδρυτική συνδιάσκεψη του νέου κόμματος. Όπως άλλωστε είπε και σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Δρόμος ο Δημήτρης Χατζησωκράτης, «οι αντισυστημικές, αντικαπιταλιστικές προσεγγίσεις, τις οποίες μεγάλο μέρος των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ και του Συνασπισμού θεωρούσε μεγάλα προχωρήματα, για μας ήταν ακραίος αριστερισμός».

Σαν το μελλοθάνατο που καλείται να επιλέξει τον τρόπο της εκτέλεσής του και μπαίνει στον κόπο να απαντήσει, έτσι και η Δημοκρατική Αριστερά νομιμοποιεί όλη την κυβερνητική ατζέντα: Κατάρρευση του ασφαλιστικού, κίνδυνος χρεοκοπίας, πρόβλημα ανταγωνιστικότητας κ.ο.κ. Τελευταίο κρούσμα νομιμοφροσύνης σε δουλικό βαθμό, η τοποθέτηση της Δημοκρατικής Αριστεράς για το νομοσχέδιο περί άρσης του καμποτάζ στα κρουαζιερόπλοια. «Θα μπορούσαμε εφόσον καλύπτονταν ορισμένες ουσιαστικές προϋποθέσεις να ήμασταν σύμφωνοι», είπε ο Γρηγόρης Ψαριανός στη συζήτηση του νομοσχεδίου στην αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή, καταγράφοντας τις επί μέρους ενστάσεις του.

Αποδεικνύεται ότι σε κρίσιμες ιστορικά φάσεις και καμπές, όπου η ταξική πάλη θέτει βαθιά ερωτήματα, διαρκώς αναγεννάται το ρεύμα εκείνο στην Αριστερά που αποφεύγει επιμελώς κάθε σύγκρουση, που υποκύπτει σε κάθε εκβιασμό της αστικής πολιτικής, προκρίνοντας τα «μεγάλα ναι» και τη συναίνεση. Το ρεύμα αυτό, το 1964, υποστήριζε Γεώργιο Παπανδρέου για να μη βγει ο Καραμανλής. Στα «δημοκρατικά» ανοίγματα της χούντας που διόρισε πρωθυπουργό τον Μαρκεζίνη, είπε «ναι». Στο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», απάντησε το πρώτο. Αλλά και πιο πρόσφατα, το ίδιο ρεύμα τάχθηκε υπέρ του σχεδίου Ανάν για την Κύπρο και υπέρ –με ενστάσεις, βέβαια– της μεταρρύθμισης Γιαννάκου στα πανεπιστήμια. Είναι η αριστερή πτέρυγα στην κυρίαρχη γραμμή που χαράζει η αστική πολιτική.

Παρόλο που στα λάβαρά του το συγκεκριμένο ρεύμα γράφει τη λέξη ανανέωση, στην πραγματικότητα πρόκειται για το πιο δογματικό κομμάτι της Αριστεράς. Κατ’ αρχήν, στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ώρα που όλο το οικοδόμημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αναδεικνύει το αντιδραστικό του πρόσωπο καθαρότερα από ποτέ, ενώ ακόμη και αστικοί κύκλοι προβληματίζονται για το ρόλο της ΕΕ και τη θέση της χώρας μας εντός της, η Αριστερά του Φώτη Κουβέλη τερματίζει κάθε συζήτηση επί του θέματος: «Η εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων και στην εθνική τους διάσταση ταυτίζεται με τις παγκόσμιες τάσεις ενοποίησης και όχι κατακερματισμού, με τη σταθερή και ενεργό θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρεται χαρακτηριστικά στη Διακήρυξη Αρχών που εξέδωσε η ιδρυτική συνδιάσκεψη του νέου φορέα. Επίσης, παρά το γόνιμο πολιτικό και επιστημονικό διάλογο που βρίσκεται σε εξέλιξη τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς για το ευρώ και την οικονομική πολιτική, η Δημοκρατική Αριστερά πρέπει να είναι το μόνο πολιτικό ρεύμα μετά την κυβέρνηση Παπανδρέου που απορρίπτει κατηγορηματικά ακόμα και τον ευρωσκεπτικισμό: «Τα περί αποχώρησης από την ΕΕ ή την ευρωζώνη ή τα περί διάλυσης και ανατροπής της οδηγούν για όποιον το προτιμά σε ταχύτατη πτώχευση», εκτίμησε για παράδειγμα σε πρόσφατο άρθρο του το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του νέου κόμματος, Γεράσιμος Γεωργάτος, με βεβαιότητα μεγαλύτερη και από του υπουργού Οικονομικών, κάνοντας λόγο για «ευρω-αρνητικές εμμονές και διαστρεβλώσεις».

Πραγματική όμως εμμονή και διαστρέβλωση είναι τελικά ο στρατηγικός στόχος της ανανεωτικής Αριστεράς: Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός που θα έρθει με μεταρρυθμιστική στρατηγική και ευρωπαϊσμό. Πρόκειται για μια ιδέα από τη δεκαετία του ’70, η οποία στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε σαφές ότι πρόκειται για «σοσιαλισμό» με πλουραλισμό και αγορά, δηλαδή για έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Η οικονομική κρίση, η κρίση και μετάλλαξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας υπογράμμισαν ακόμη και για τους πιο αφελείς ότι το όραμα αυτό κατέρρευσε. Κι όμως, εμπνέει ακόμα τη Δημοκρατική Αριστερά.

Επίσης, δόγμα και όχι ανανέωση αποπνέει η στάση των ανανεωτικών απέναντι στα υπόλοιπα ρεύματα της Αριστεράς. «Καμιά παραχώρηση ούτε στον αριστερότροπο λαϊκισμό, ούτε στο μυωπικό αριστερισμό» είπε σε αυστηρό ύφος ο Φώτης Κουβέλης στην κεντρική συγκέντρωση που διοργάνωσε ο νέος φορέας στην Αθήνα. Με κάθε ευκαιρία ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς αποκλείει οποιαδήποτε συνεργασία με το ΚΚΕ, ενώ δηλώνει ότι μπορεί να συνεργαστεί με το Συνασπισμό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα διαλυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Όσο για την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, τόσο αυτήν που συναπαρτίζει το ΣΥΡΙΖΑ όσο και ευρύτερα, μάλλον αποτελεί για την πρώην «Ανανεωτική Πτέρυγα» ένα αποκρουστικό σύνολο ανθρώπων και απόψεων, με το οποίο έχει κοπεί οριστικά κάθε γέφυρα επικοινωνίας. Την εποχή που η βάση της Αριστεράς αναζητά μια κοινή δράση για την ανατροπή της νεοβάρβαρης επίθεσης, το κόμμα του Φ. Κουβέλη ξεκινά την πορεία του με ακραία περιχαράκωση. «Πέντε άτομα, έξι διασπάσεις, το ’χουμε κερδίσει με αγώνες και θυσίες. Και τριάντα διασπάσεις το εξάμηνο στην ομάδα των επτά υπέροχων επίσης το ’χουμε», έγραφε σκωπτικά σε άρθρο του στην Αυγή ο Γρηγόρης Ψαριανός φέτος τον Ιανουάριο. Και παρ’ όλ’ αυτά, έμελλε ο ίδιος να πρωταγωνιστήσει σε ακόμα μία διάσπαση, με την ανεξαρτητοποίησή του από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.

Αριστερά εξαπτέρυγα του ΠΑΣΟΚ

Ανέλπιστη (;) χείρα βοηθείας, μέσα στην πιο δύσκολη πολιτική περίοδο, βρήκε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου με τη διάσπαση του Συνασπισμού και την αυτονόμηση της πρώην «Ανανεωτικής Πτέρυγας». Μπορεί η Δημοκρατική Αριστερά να διακηρύττει ότι φέρνει μια «ολοκληρωμένη εναλλακτική πολιτική πρόταση» για τη «ριζική ανασυγκρότηση του πολιτικού πεδίου». Ωστόσο, η αλήθεια της συγκεκριμένης συγκυρίας είναι ότι η πολιτική πρόταση του νέου φορέα λειτουργεί συμπληρωματικά προς την κυρίαρχη πολιτική του μνημονίου με στόχο τη στήριξη του πολιτικού συστήματος, απέναντι στους κινδύνους αποσταθεροποίησής του.

Πρώτον, ο νέος φορέας βοηθά στη διάδοση και απήχηση της κυβερνητικής προπαγάνδας, αφού σημαντικές πλευρές της ενσωματώνονται στα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί και η Δημοκρατική Αριστερά.

Δεύτερον, η διάσπαση του Συνασπισμού με τη δημιουργία νέου κόμματος υπονόμευσε δραστικά την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ και ακύρωσε την όποια δυνατότητα είχε να αποτελέσει υποδοχέα δυσαρέσκειας από απογοητευμένους πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Η δημόσια αντιπαράθεση στελεχών της πρώην «Ανανεωτικής Πτέρυγας» με το ΣΥΡΙΖΑ και τελικά η ανεξαρτητοποίηση των βουλευτών άφησαν την πικρή γεύση άλλης μίας διάσπασης, που επιβεβαίωσε για ακόμη μια φορά τη θεωρία της «αμοιβάδας» για την Αριστερά, που διαιρείται ευθύς μόλις μεγαλώσει αρκετά. «Με το ζόρι ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο ήμουν υποψήφιος» είπε για παράδειγμα σε πρόσφατη συνέντευξή του ο βουλευτής Γρηγόρης Ψαριανός, δίνοντας άλλη μια εικόνα παρακμής αυτού του πολιτικού χώρου. Αντίστοιχη υπηρεσία προσέφερε και η Ντόρα Μπακογιάννη που ανεξαρτητοποιήθηκε, μαζί με το βουλευτή του Κιλίκις, Κώστα Κιλτίδη. Η ψήφιση του Φώτη Κουβέλη, ως εκπροσώπου των ανεξάρτητων βουλευτών, από τη Ντόρα και τον Κώστα Κιλτίδη, υπογράμμισε και σε συμβολικό επίπεδο, την ενότητα αυτή.

Τρίτον, το νέο κόμμα είναι έτοιμο να συμμετάσχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας, σε περίπτωση που οι εκλογικές αναμετρήσεις δεν βγάλουν αυτοδύναμο νικητή. Εξ ου και στη διακήρυξη αρχών της Δημοκρατικής Αριστεράς γίνεται λόγος για έναν «νέο κοινωνικό και πολιτικό συνασπισμό», στον οποίο οι δυνάμεις του Φώτη Κουβέλη θα δώσουν «μάχη υπέρ της προοδευτικής ηγεμονίας».

Διαζύγιο αλλά και συγκατοίκηση

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που προσδοκούσαν την αποχώρηση της «Ανανεωτικής Πτέρυγας» από το Συνασπισμό και το ΣΥΡΙΖΑ, υπολογίζοντας ότι χωρίς τα «δεξιά» βαρίδια, όπως συχνά χαρακτηριζόταν η «Ανανεωτική Πτέρυγα», η πορεία του συμμαχικού σχήματος θα μπει σε αριστερή και περισσότερο κινηματική τροχιά. Ιδιαίτερα οι μικρότερες συνιστώσες, που δίνουν το ριζοσπαστικό στίγμα στη συμμαχία, προχώρησαν όλο το τελευταίο διάστημα σε στρατηγική έντασης, ώστε να οξυνθούν οι αντιθέσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρόλο που η μέχρι τώρα έκβαση της διαπάλης αυτής δικαίωσε τις προσδοκίες για αυτονόμηση της «Ανανεωτικής Πτέρυγας», η εκτίμηση για αλλαγή πλεύσης του Συνασπισμού και ακολούθως του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα επαληθευτεί. Ο σπουδαιότερος λόγος είναι ότι μεταξύ της πρώην «Ανανεωτικής Πτέρυγας» και του Συνασπισμού δεν υπήρξε ποτέ βαθιά ρήξη στη στρατηγική ούτε και στην τακτική. Η κοινωνία στην οποία στοχεύει το ενιαίο αυτό ιστορικό ρεύμα έχει ένα όνομα, είναι ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, με ισότητα, δικαιοσύνη και αγορά. Τακτική προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο μεταρρυθμισμός, δηλαδή ο κοινοβουλευτικός και όχι επαναστατικός δρόμος προς την κοινωνική αλλαγή. Παράλληλα, στοιχείο ταυτότητας είναι και η ακλόνητη πίστη στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ευνοϊκού πεδίου διαπάλης. Ο Τσίπρας και ο Κουβέλης, με διαφορές φυσικά, συμφωνούν ουσιαστικά, πάνω σε αυτή την πολιτική πλατφόρμα. Οι διαφωνίες που οδήγησαν στη διάσπαση ήταν, στην πραγματικότητα, δευτερεύουσας σημασίας και κυρίως η πολιτική συμμαχιών του Συνασπισμού. Τη μετωπική πολιτική αναγόρευσε η «πτέρυγα» σε στρατηγική διαφωνία, με τον ισχυρισμό ότι ακυρώνει τις πολιτικές της στοχεύσεις. Κι όμως, από τα γραφεία της πλατείας Κουμουνδούρου σε όλους τους τόνους διαμηνύεται ακόμη και σήμερα ότι «στρατηγική διαφωνία μεταξύ μας δεν υπάρχει»… Για το λόγο αυτό, παρόλο που ο Συνασπισμός θεωρεί τη Δημοκρατική Αριστερά «ανταγωνιστικό κόμμα», όπως χαρακτηριστικά διατυπώθηκε στην απόφαση της τελευταίας Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής, πολιτικές συνεργασίες και μέτωπα στο μέλλον δεν αποκλείονται.

Άλλωστε, η ανεξαρτητοποίηση των βουλευτών και η ίδρυση νέου κομματικού φορέα δεν σημαίνει ότι αποχώρησαν από το κόμμα όλα τα μέλη με αναφορά στην ανανεωτική Αριστερά ή ότι το πολιτικό ρεύμα που εκφράζει η Δημοκρατική Αριστερά αφαιρέθηκε χειρουργικά από το Συνασπισμό. Κατά το 6ο Συνέδριο, 320 σύνεδροι της «Ανανεωτικής Πτέρυγας» ακολούθησαν τον Φώτη Κουβέλη στο δρόμο της εξόδου, όμως 164 σύνεδροι της ίδιας τάσης τάχθηκαν με την «Πλατφόρμα 2010» παραμένοντας εντός. Σε εκείνους που διαφώνησαν με την επιλογή της διάσπασης ανήκει και ο Δημήτρης Παπαδημούλης, εκ των πιο ένθερμων εκφραστών της γραμμής Κουβέλη προ διάσπασης. Ο βουλευτής Β’ Αθήνας που παρέμεινε παρά τις πιέσεις στο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζει τη συγκρότηση μιας «πλατιάς συμμαχίας» ή ενός «μεγάλου συνασπισμού» όπως λέει χαρακτηριστικά με τη Δημοκρατική Αριστερά, τους Οικολόγους Πράσινους και τμήματα του ΠΑΣΟΚ, αφήνοντας επιμελώς έξω από την πρότασή του τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ.

Εξάλλου και τώρα ακόμη, ο Συνασπισμός δεν αποκλείει καθόλου μια συνεργασία με το κόμμα του Φ. Κουβέλη, στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές. Το αντίθετο μάλιστα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα και δηλώσεις, η κυρίαρχη τάση των «προεδρικών» του Τσίπρα επιδιώκει μια δήθεν ανεξάρτητη από κόμματα, εκλογική συμμαχία ΣΥΝ, ΣΥΡΙΖΑ, Δημοκρατικής Αριστεράς, Οικολόγων Πράσινων και σοσιαλιστών που διαφοροποιήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ. Η τακτική Τσίπρα είναι ένα μαχαίρι δίκοπο, αλλά και πονηρό: Από τη μια θέτει το δίλημμα στους Ανανεωτές για συμμετοχή ή όχι σε μια συνεργασία με τους «αριστεριστές» του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, θέτει το δίλημμα στις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για συμμετοχή ή όχι σε μια συνεργασία με την «φιλο-ΔΝΤ» Αριστερά και Οικολογία. Οι απαντήσεις, προσεχώς…

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 1-8-2010)