Αριστερά, περιθώριο και ροκ εν ρολ

Ένα πέπλο καχυποψίας και απόρριψης υπήρχε -και υπάρχει ως σήμερα- στις σχέσεις των κομμουνιστών με τους περιθωριακούς. Οι λούμπεν (λέξη που στα γερμανικά σημαίνει κουρέλια) αντιμετωπίζονται διαχρονικά από την Αριστερά ως ξεπεσμένα στοιχεία της καπιταλιστικής κοινωνίας που έχουν χάσει τελεσίδικα την ταξική τους συνείδηση, άρα τοποθετούνται στο στρατόπεδο των εχθρών.

Τα ταραγμένα χρόνια 1963-64 εκτυλίσσεται η μυθιστορηματική δράση

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, όπου το παρακράτος της Δεξιάς βρισκόταν στην κορύφωση της δράσης του και τα πολιτικά γεγονότα εξελίσσονταν ραγδαία και ανώμαλα, δυτικά της Ομόνοιας, στις συνοικίες του Κολωνού, της Βάθης και του Μεταξουργείου εντόπιζε κανείς μια συμπαγή μάζα περιθωριακών: Τραβεστί, νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες, ταπεινωμένοι αντάρτες, πρώην χίτες. Βρισκόμαστε στο λογοτεχνικό σύμπαν του Θανάση Σκρουμπέλου, ο οποίος με το νέο του μυθιστόρημα Μπλε καστόρινα παπούτσια (εκδόσεις Τόπος) επιχειρεί μια κατάδυση σ’ ένα κόσμο που εκ πρώτης όψης φαίνεται βορβορώδης, όμως στην ουσία διαπνέεται από μια λαϊκή και ανθρώπινη ηθική.

Τα λογοτεχνικά υλικά του Σκρουμπέλου είναι γνωστά στους εξοικειωμένους με το έργο του. Απ’ την παλιότερη νουβέλα του Φίδια στον Κολωνό θα εντοπίσουμε σκηνικά και χαρακτήρες, όπως ο Τάκης η οχιά. Η «Χαβάη», το κέντρο της αφήγησης του μυθιστορήματος, που στην πραγματικότητα υπήρξε γνωστό πορνείο για τραβεστί στο Μεταξουργείο, έχει μεταφερθεί και κινηματογραφικά στην ομώνυμη ταινία του συγγραφέα.

Η μυθιστορηματική δράση ξετυλίγεται στα χρόνια 1963-64 που σημαδεύτηκαν από την ανάδειξη στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, τη δολοφονία του Κένεντι και τα αιματηρά γεγονότα κατά τη διάρκεια του γιορτασμού της επετείου από την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Η ιστορική τοποθέτηση των γεγονότων δεν αποτελεί απλά ένα γενικό «χαλί» κάτω από τη δράση των ηρώων. Ο συγγραφέας με δεξιοτεχνία συγκροτεί τους πολυάριθμους χαρακτήρες του βιβλίου εντάσσοντάς τους διαλεκτικά στον ιστορικό καμβά.

Πρόκειται για μια λαογραφική εργασία μεγάλης αξίας, αφού ο Σκρουμπέλος φανερώνει στα Μπλε καστόρινα παπούτσια μια εις βάθος γνώση του λεξιλογίου αλλά και της ηθικής συγκρότησης των ανθρώπων του περιθωρίου και των λαϊκών τάξεων της εποχής και της περιοχής. Μιλάμε για ένα κόσμο παραμελημένο από την ιστορία, την επιστήμη και τη λογοτεχνία και από αυτή την άποψη, δεν είναι λίγες οι αναλογίες του βιβλίου του Θ. Σκρουμπέλου με το έργο του Ηλία Πετρόπουλου.

Εμβληματική φυσιογνωμία του βιβλίου είναι ο Γαζούρης, επονομαζόμενος και άλογο, λόγω του υπερμεγέθους πέους του, γύρω από το οποίο το βιβλίο αφηγείται πολλές ιστορίες. Η μητέρα Αριστέα είναι η ηρωίδα που ενσαρκώνει το διαρκή και υπέρ πάντων αγώνα για επιβίωση και αξιοπρέπεια. Ο κυρ Χρήστος, μαυραγορίτης στην Κατοχή, αντικομμουνιστής και νονός της νύχτας, είναι ο χαρακτήρας έκπληξη του βιβλίου για τη μαστοριά και τη γενναιοδωρία με την οποία ο συγγραφέας φιλοτεχνεί τον ηθικό του κόσμο. Ο Μπόης είναι ο τίμιος αγωνιστής, μέλος του ΚΚΕ, που ψάχνει και παλεύει για την αλήθεια αλλά προδίδεται από την ηγεσία.

Ο συγγραφέας όχι μόνο δεν έχει ουδεμία σχέση με το μεταμοντέρνο ρεύμα ιστορίας, που ερμηνεύει αποστασιοποιημένα και επί ίσοις όροις την ιστορία νικητών και νικημένων του εμφυλίου. Προχωρά βήματα παραπέρα, ασκώντας κριτική στη νομιμοφροσύνη της ηγεσίας του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, την προσύλωσή της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τη γραμμή της για λαϊκά μέτωπα.

Τι είναι όμως τα μπλε καστόρινα παπούτσια; Είναι η μετάφραση του θρυλικού για την ιστορία της αμερικανικής μουσικής τραγουδιού blue suede shoes, το οποίο βασικά καθιέρωσε τον Έλβις Πρίσλεϊ στη θέση του «βασιλιά». Στους στίχους του, ο τραγουδιστής λέει ότι μπορεί να δεχτεί τα πάντα, να του κάψουν το σπίτι, να του κλέψουν το αυτοκίνητο, να του πιουν το ποτό – όμως ένα πράγμα δεν ανέχεται: Να του πατήσουν τα μπλε καστόρινα παπούτσια του. Αυτή η λεβεντιά, το συμβολικό καμιά φορά όριο της αξιοπρέπειας που κανείς δεν επιτρέπεται να παραβιάσει, ενώνει και τους δύο ασυμβίβαστους κατά τ’ άλλα χαρακτήρες του βιβλίου. Αυτό το «λαϊκό μέτωπο» η Αριστερά ποτέ δεν το κατανόησε. Όπως και το ροκ εν ρολ άλλωστε.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 31-8-2008)

Ένας ανυπότακτος επιστρέφει

Οι αντιξοότητες της ζωής, στην Καισαριανή της Κατοχής και της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και ο βασανιστικός αργός θάνατος, σφραγίζουν το λογοτεχνικό έργο του Μάριου Χάκκα, το οποίο επανεκδόθηκε το 2008 και κυκλοφορεί στη μορφή των Απάντων, από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ακόμα επίκαιρος ο αγχωμένος και περιπαικτικός λόγος του Μάριου Χάκκα

Οι πάντα φρέσκιες σελίδες αυτοσαρκασμού για την κοινωνία, τη ζωή και την Αριστερά που άφησε ο λησμονημένος λογοτέχνης Μάριος Χάκκας, επανήλθαν στα βιβλιοπωλεία, ύστερα από την επανέκδοση των Απάντων του, που κυκλοφορούν και πάλι από τις εκδόσεις Κέδρος. Ο στρατός, οι δρόμοι του αγώνα για ψηλά ιδανικά, η Καισαριανή, το μικροαστικό σπίτι και το νοσοκομείο είναι οι λογοτεχνικοί τόποι που διατρέχουν το έργο ενός ελάσσονα κατά τα ακαδημαϊκά πρότυπα πεζογράφου, του οποίου όμως ο άλλοτε αγχωμένος και άλλοτε περιπαικτικός λόγος βρίσκεται ακόμα εντός εποχής.

Ο Μάριος Χάκκας έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή, στα 41 του μόλις χρόνια το 1972, χτυπημένος από καρκίνο. Ο επικείμενος θάνατός του έδρασε σαν επιταχυντής του έργου του και δεν σταμάτησε να γράφει ως τις τελευταίες στιγμές στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Η συγκεντρωτική έκδοση του Κέδρου περιλαμβάνει την ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι, με την οποία πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1965, τις συλλογές διηγημάτων Τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966), Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970), τα τρία θεατρικά μονόπρακτα με τον τίτλο Ενοχή (1971) και την τελευταία του συλλογή πεζογραφημάτων Το κοινόβιο (1972) που κυκλοφόρησε την επομένη του θανάτου του. Ακόμα στο βιβλίο περιέχεται και ένα μέρος τα σκόρπια γραπτά του συγγραφέα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, καθώς και ένα σύντομο χρονολόγιο της ζωής του.

Ποιος πρέπει να γράφει λογοτεχνία; Η άποψη του Μ. Χάκκα δίνεται καθαρά από τον αφηγητή του: «Σε τάιζε η μαμά σου το αυγουλάκι και μάλιστα φρέσκο; Καθόσουνα στα πρώτα θρανία, ήσουνα σπαζοδιαβάστρα, καλό παιδί, έκανες ό,τι σου έλεγε ο δάσκαλος; Είχες την Κυριακή χαρτζιλίκι, πήρες γυναίκα με προίκα και όμορφη; (Μερικές από τις ερωτήσεις για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος μπροστά στο ποιητοδικείο). Άντε παιδάκι μου, μην ταλαιπωρείς τα γραφτά. Δε σε θέλει το ποίημα», γράφει στον Μπιντέ. Ο ίδιος πάντως ήταν όλα τα αντίθετα: Μεγάλωσε και ανδρώθηκε στην Καισαριανή, σ’ ένα πλινθόκτιστο σπίτι του ενός δωματίου. Στα 23 του χρόνια (το 1954) τον συνέλαβαν για τα πολιτικά του φρονήματα και έκανε τέσσερα χρόνια φυλακή στην Καλαμάτα και την Αίγινα. Με την αποφυλάκισή του κατατάχθηκε σαν στρατιώτης γ’ κατηγορίας, λόγω φρονημάτων φυσικά, με την ειδικότητα του μουλαρά. Στα 38 του προσβλήθηκε από την αρρώστια που τον ταλαιπώρησε βασανιστικά μέχρι το θάνατό του. Ένας άνθρωπος «ψημένος» στον πόνο και τις περιπέτειες.

Τόσο οι εμπειρίες της ζωής όσο και ο ερχόμενος θάνατος σφραγίζουν τις σελίδες του: «Είμαι στα σαράντα κι οι προοπτικές μου δυσοίωνες. Μεταστάσεις, ενδεχόμενη γενίκευση, το τέλος κοντινό και αναπόφευκτο», γράφει σε ένα δραματικό προσωπικό τόνο στα τελευταία του διηγήματα, που όσο κι αν έχουν βιογραφικές αφορμές και εκφέρονται σε πρωτοπρόσωπη γραφή, ωστόσο δεν χάνουν πουθενά σε λογοτεχνικότητα και αφηγηματική τεχνική. Σε πολλά σημεία του έργου του και ειδικά στα τελευταία γραπτά του που συντάσσονται ενώ το τέλος είναι ορατό, ο Χάκκας μοιάζει να αυτοβιογραφείται λόγω και της πρωτοπρόσωπης αφήγησης που παγιώνεται στα πεζά του, όμως στην πραγματικότητα, αφήνει πολύ όμορφες και ισορροπημένες λογοτεχνικά σελίδες.

Ο σαρκασμός και η κριτική στην Αριστερά της εποχής του είναι στοιχεία απολαυστικά για την αμεσότητα και την ειλικρίνειά τους. Γράφει στο διήγημα Σύσκεψη, απ’ τον Τυφεκιοφόρο του εχθρού: «Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο (κι εγώ με τη στεντόρεια φωνή μου), που δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή ομιλία για το ψωμί και τον έρωτα, για τη ζωή και το θάνατο». Οι ανυπόφορες συνεδριάσεις, με τις μακρόσυρτες βαρετές εισηγήσεις που δεν αφήνουν χρόνο για άλλους να μιλήσουν, επανέρχονται συχνά σε αποστροφές της διήγησης. Αργότερα, στο Κοινόβιο θα γράψει σε άλλο τόνο, πιο επικριτικό και αποστασιοποιημένο: «Μόλις στα τριάντα πέντε μπόρεσα να λυτρωθώ από την ανελευθερία κι αυτό όχι πλήρως. Δεν είναι εύκολο ν’ αποτινάξεις το ζυγό του κόμματος. Πάντα ένιωθα να μου κρατάνε το χέρι. Κάθε φορά που πήγαινα να το τραβήξω, την πλήρωνα με τιμωρίες, επιπλήξεις, απομονώσεις προσωρινές διαγραφές».

Όσο κι αν κατηγορήθηκε για μικροαστικό ατομισμό, ο Χάκκας παραμένει ένας ανυπότακτος αριστερός, ένας αντιρρησίας με μεγάλο στόμα. Απ’ τη βιτριολική ειρωνεία του δεν θα ξεφύγει ούτε ο γραφειοκρατικός κομματικός μηχανισμός που τον συνθλίβει, ούτε όμως και ο μικροαστικός καθωσπρεπισμός που αναπτύσσεται ραγδαία στην Αθήνα των μεταπολεμικών δεκαετιών. Ο αυθορμητισμός και το θράσος του δεν προέρχεται από κάποια ανώτερη ταξικά καταγωγή, όπως συνηθίζεται σε άλλους συγγραφείς, αντίθετα πηγάζει από τη λαϊκότητά του: «Δεν γλιτώνεις εύκολα από τον κοινωνισμό, όταν μάλιστα αρχίζεις τον κοινωνισμό από την Καισαριανή της Κατοχής και έχεις αυτή την τρομερή μανία εναντίον του δωσιλογισμού», γράφει.

Το έργο του μαρτυρά όχι μόνο σεβασμό και εκτίμηση για το λαϊκό πολιτισμό και γλώσσα, την οποία τιμά με τον καλύτερο τρόπο, αλλά και τη βαθιά του πεποίθηση στα συλλογικά οράματα. Η λογοτεχνική του σύλληψη για το κοινόβιο, όπου θα καταλύσουν οι φίλοι, είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό: «Όμως δε θα έχουμε υπεύθυνο, αρχηγό ή αντιπρόσωπο. Τόσα χρόνια μπουχτίσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις, που μας επέβαλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 7-9-2008)

Στρατηγέ μου, οι λιποτάκτες σου

Μια ιστορία για τα αδιέξοδα της εξουσίας και την τελική νίκη των αμφισβητιών της, γράφει ο Μένης Κουμανταρέας με το καινούριο του βιβλίο Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Κέδρος.

Το νέο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, Σ' ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά

Η πλοκή εκτυλίσσεται σ’ ένα απομονωμένο στρατόπεδο, με πρωταγωνιστές το διοικητή, τη γυναίκα του και ένα φαντάρο που αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του στρατηγού. Η δημιουργία του πίνακα φέρνει σε επαφή τα δύο άκρα της ιεραρχίας, αποκαλύπτοντας με θετικό και αρνητικό τρόπο την ποιότητα και το ηθικό ανάστημα που κρύβεται πίσω από τις στρατιωτικές στολές και τα παράσημα. Μεταφυσικές δυνάμεις επεμβαίνουν για την ολοκλήρωση του έργου, που η αποκάλυψή του φέρνει την τιμωρία αντί για την επιβράβευση του ζωγράφου. Έτσι ο νέος καταλήγει μαζί με συστρατιώτες του στο δεσμωτήριο. Οι στρατευμένοι όμως πραγματοποιούν με μαγικό τρόπο απόδραση και έρχονται σε επαφή με τους εξεγερμένους κατοίκους της κοντινής πόλης. Ο στρατηγός δολοφονείται και το στρατόπεδο κλείνει. Ο πίνακας θα μείνει ξεχασμένος σ’ ένα βενζινάδικο, ωσότου ανακαλυφθεί από κάποιον έμπορο τέχνης και έτσι εκτίθεται σε μουσείο, ενώ η ιστορία της δημιουργίας του γίνεται διάσημη.

Απ’ τις πρώτες γραμμές της νουβέλας γίνεται φανερός ο παραβολικός της χαρακτήρας. Οι ήρωες δεν κατονομάζονται, αλλά παίρνουν αόριστα ονόματα, Στρατηγός, Στρατηγίνα, Ρώσος. Ο χρόνος κι ο τόπος της πλοκής μένει επίσης ακαθόριστος, κάποτε στο παρελθόν, κάπου στην ελληνική επαρχία. Η ίδια η ιστορία του στρατοπέδου εγκιβωτίζεται σε μια άλλη, σαν θρύλος που συνοδεύει το πορτρέτο. Τα υλικά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για την παραβολή του είναι εύκολα αναγνωρίσιμα: Το στρατόπεδο αποτελεί ένα σύμβολο μιας ιεραρχικά δομημένης κοινωνίας με καταπιεστική και άκαμπτη δομή. Ο στρατηγός ενσαρκώνει τον εκπρόσωπο της εξουσίας που πίσω από την υποβλητική στολή κρύβει τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της θέσης του, μια αδύναμη προσωπικότητα με επιβλητικό προσωπείο. Ο καλλιτέχνης εκπροσωπεί το πιο ανήσυχο πνεύμα της μικροκοινωνίας αλλά και το πρωτοπόρο στοιχείο που οδηγεί όσους τον ακολουθούν προς το δρόμο της ελευθερίας. Η τέχνη συνιστά το απελευθερωτικό όραμα που εμπνέει, που λειτουργεί αυτόνομα και που σπάει τα δεσμά, ανεξάρτητα από τους δυσμενείς συσχετισμούς.

Η περιπέτεια του καλλιτέχνη φαντάρου φέρνει στο νου τις αστείρευτες δυνάμεις που επιστρατεύει ο άνθρωπος όταν καταπιέζεται και ονειρεύεται την ελευθερία του.
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι κατά δήλωση του συγγραφέα, η νουβέλα γράφτηκε με σκοπό τα έσοδα να αποδοθούν στο μη κερδοσκοπικό φιλανθρωπικό οργανισμό «Κάνε-Μια-Ευχή».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, στις 29-11-2010)

Η σύγχρονη εμπορική λογοτεχνία

Η μαζικής παραγωγής σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία κατάφερε το ακατόρθωτο: Εξαφάνισε τους εργαζόμενους, τους ανέργους και τους φτωχούς και δημιούργησε μια κοινωνία της απίστευτης πλήξης σε ό,τι αφορά τους πρωταγωνιστές της και της απόλυτης αποχαύνωσης σε ό,τι αφορά τους αναγνώστες της.

Δεν λείπει ακόμη και το μίσος για τους εργαζόμενους, πέρα από το συνεχές σνομπάρισμά τους

Τηλεοπτική αισθητική και κοινοτοπίες
ΑΝΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

«Μ’ ένα άρλεκιν ξεχνιέμαι», ήταν η πολύ επιτυχημένη ατάκα της παλιάς διαφήμισης του δημοφιλούς αυτού μέχρι τις μέρες μας μεταφρασμένου αισθηματικού μυθιστορήματος. Μέσα στην απλότητά της, η φράση αυτή έθεσε με πληρότητα το σύγχρονο πρόβλημα της λειτουργίας που καλείται να επιτελέσει η λογοτεχνία: Ένα μυθιστόρημα μας αποκαλύπτειτην πραγματικότητα –προφανώς μέσα στην πολυπλοκότητα της– ή μας βοηθάεινα ξεφύγουμε απ’ αυτή;

Απ’ το 19ο αιώνα, με το επιφυλλιδικό μυθιστόρημα που δημοσιευόταν σε συνέχειες στον Τύπο της εποχής, μέχρι τα τωρινά χρόνια της μαζικής παραγωγής μυθιστορημάτων, η λογοτεχνία που εστιάζει στην ιδιωτική ζωή των ηρώων και τις συναισθηματικές τους περιπέτειες σημείωνε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι οι προθήκες των βιβλιοπωλείων και οι κατάλογοι των μπεστ σέλερ γεμίζουν από μυθιστορήματα αυτής της θεματολογίας. Και πού είναι λοιπόν το πρόβλημα; Πρόβλημα υπάρχει επειδή ο κόσμος που αναπαριστάται λογοτεχνικά στα περισσότερα μυθιστορήματα του είδους είναι ένας κόσμος πλαστός. Η αφήγηση συνήθως κινείται έξω από κάθε ιστορικό πλαίσιο, ενώ η γοητεία και τα πρότυπα των ηρώων αντλούνται κατά κανόνα απ’ τη βιομηχανία του λάιφ στάιλ και την τηλεοπτική μόδα.

Ας δούμε όμως πρώτα την αδιάψευστη γλώσσα των αριθμών, απ’ τις στατιστικές που εκπόνησε το περιοδικό Ιχνευτής (μέχρι σήμερα, διαθέσιμα στοιχεία υπήρχαν ως το 2005): Τα βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που εκδίδονται κάθε χρόνο από το 1998, είναι σταθερά πάνω από 400. Το 2005 εκδόθηκαν 508 νέα βιβλία με ελληνικά μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα. Αυτό αντιπροσωπεύει χοντρικά ποσοστό 6%-7% της συνολικής ετήσιας βιβλιοπαραγωγής – με άλλα λόγια τα τελευταία χρόνια εκδίδονται 6.000 με 6.500 νέα βιβλία το χρόνο. Ως προς τη θεματολογία τώρα των νέων βιβλίων πεζογραφίας, σύμφωνα με τις ποιοτικές παραμέτρους του Ιχνευτή: Διαχρονικά, απ’ το 2000 ως το 2005, τα μισά βιβλία πεζογραφίας κάθε χρόνο εντάσσονται στο θεματικό κύκλο «οικογενειακή και ερωτική ζωή – άλλες όψεις της ιδιωτικής ζωής». Τα υπόλοιπα μισά κατανέμονται στις κατηγορίες των ιστορικών μυθιστορημάτων, στην κατηγορία «επιστήμη, κοινωνία, πολιτική», στα αστυνομικά μυθιστορήματα, στην επιστημονική φαντασία και στα πεζογραφήματα σχετικά με την τέχνη. Άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι το φύλο του συγγραφέα στα μυθιστορήματα με θέμα την οικογενειακή και την ερωτική ζωή: Στην εξαετία 2000-2005, το 58% σχεδόν των συγγραφέων ήταν γυναίκες, γεγονός που δείχνει μια τάση, ωστόσο δεν δικαιολογεί τον όρο «γυναικεία λογοτεχνία» που αποδίδεται σ’ αυτού του είδους την πεζογραφία.

Αναφερόμενος στη λογοτεχνία και παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραφε το 1843: «Μια ολόκληρη επανάσταση έχει σημειωθεί εδώ και δέκα χρόνια στο ύφος της μυθιστοριογραφίας. Η θέση των βασιλιάδων και των πριγκίπων, οι οποίοι προηγουμένως ήταν οι ήρωες των αφηγήσεων αυτού του είδους, καταλαμβάνεται τώρα από τους φτωχούς, από την περιφρονημένη τάξη που η καλή ή κακή της μοίρα, οι χαρές και οι λύπες της αποτελούν τώρα θέματα της μυθιστορηματικής δράσης». Ενάμιση αιώνα αργότερα, κανείς δεν συναντά πια στα μυθιστορήματα φτωχούς. Στην πραγματικότητα, η πλειοψηφία των μυθιστορηματικών ηρώων δεν χρειάζεται καν να εργάζεται, στο λογοτεχνικό σύμπαν που έχουν δημιουργήσει αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς. Με βάση τέσσερα μυθιστορήματα του 2007 που ξεχώρισαν για τις πωλήσεις τους, θα επιχειρήσουμε μια ανατομία αυτής της τάσης στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Πρόκειται για τα βιβλία: Μύκονος μπλουζ της Παυλίνας Νάσιουτζικ από τις εκδόσεις Λιβάνη, Το ταξίδι που λέγαμε της Αλκυόνης Παπαδάκη από τις εκδόσεις Καλέντης, Αριζόνα της Μπέσσης Λιβανού από τις εκδόσεις Καστανιώτη και Δεσμοί σώματος της Μπελίκας Κουμπαρέλη απ’ τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Μια αστή, ανεπάγγελτη και απεγνωσμένη ερωτικά γυναίκα έχει επιλέξει η Παυλίνα Νάσιουτζικ ως αφηγήτρια της ιστορίας της. Παρουσιάζει κατ’ αρχήν ενδιαφέρον η γεωγραφία της αφήγησης: Το Μύκονος μπλουζ εκτυλίσσεται κατά βάση στη Μύκονο, όπου η ηρωίδα φτάνει φυσικά με Χάι σπιντ (και όχι βέβαια με το …Ρομίλντα). Φιλοξενείται σε μονοκατοικία της Μυκόνου, όπου περισσεύει το υπηρετικό προσωπικό και η χλιδή. Για να ξεφύγει η ηρωίδα από τη συμβατικότητα των διακοπών της δραπετεύει στη Βενετία, όπου συναντά τυχαία τον ερωτικό της σύντροφο από το νησί ο οποίος της προσφέρει διαμονή στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης. Η δράση έπειτα μεταφέρεται στο αριστοκρατικό θέρετρο της Βιέννης Ζέμερινγκ, όπου η ηρωίδα ζει στιγμές σεξουαλικής ανάτασης: «Ο Μπρετ μου έκανε έρωτα σχεδόν παντού και ακατάπαυστα (στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στο πάτωμα, στο ασανσέρ, στα λιβάδια, στις βάρκες, στη λίμνη)», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου βρίσκουμε τους ήρωες να έχουν ταξιδέψει στη Ριβιέρα, σε μια βίλα 700 τετραγωνικών. Θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Τηλεοπτικά είναι τα πρότυπα του μυθιστορηματικού σκηνικού, σαν τα σκηνικά και το σενάριο του Τόλμη και γοητεία. Σίγουρα πάντως η επαφή του κόσμου αυτού με την πραγματική κοινωνία και τις αντιθέσεις της έχει χαθεί εξ αρχής.

Η αφηγήτρια του μυθιστορήματος δεν κρύβει το ταξικό της μίσος απέναντι στους εργαζόμενους. Δύο φορές χρησιμοποιείται στην αφήγηση πλήρως απαξιωτικά η παρομοίωση μιας «ταμία στον Σκλαβενίτη» για να δηλωθεί η πιο ξεπεσμένη και αξιολύπητη κατάσταση ανθρώπου. Προσθέτοντας και αρκετές δόσεις ρατσισμού, η αφηγήτρια σε μια αποστροφή της θα αποφανθεί για τις υπηρέτριες: «Οι Φιλιππινέζες το έχουν αυτό, είναι γεννημένες υπηρεσίες, δε σου βγάζουν ποτέ γλώσσα, σαν τις παλιές Ελληνίδες που είχαν οι μητέρες μας, όχι σαν αυτές από τις ανατολικές χώρες, που μη σώσει και τις πάρετε, γιατί είναι τόσο τσαούσες που θα σας προκαλέσουν πολλαπλά εγκεφαλικά». Ένα απ’ τα προβλήματα της ηρωίδας είναι η υπερβολική δουλικότητα της Φιλιππινέζας «της», γι’ αυτό άλλωστε και την απολύει. Φιλοσοφία ζωής της είναι το «χωσέ-χωσέ» η ικανότητά της να βρίσκει άντρες – ερωμένους που να της «χώνουν» λεφτά και να την εξασφαλίζουν. Έχουν αλλάξει μάλλον πολλά από τότε που ο Ένγκελς εντόπιζε ενθουσιώδης φτωχούς σαν ήρωες μυθιστορημάτων.

Έναν κόσμο εύθραυστων συναισθημάτων και δύσκολων σχέσεων πλάθει μυθιστορηματικά η Αλκυόνη Παπαδάκη με το νέο βιβλίο της Το ταξίδι που λέγαμε. Τρία γυναικεία πρόσωπα πρωταγωνιστούν στην αφήγηση, το συναισθηματικό κόσμο των οποίων απασχολούν αποκλειστικά οι δυσκολίες των σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα από τα τρία πρόσωπα δεν εργάζεται. Η ηλικιωμένη Ντοντώ έχει κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία. Οι δύο αδελφές, Ρορώ και Απολλωνία, επιβιώνουν απ’ αυτούς τους πόρους, όπως συνάγεται. Το μόνο πρόσωπο που εμπλέκεται στην αφήγηση και δηλώνεται πως έχει και επαγγελματική δραστηριότητα είναι ο άστατος σύζυγος και μεγάλος έρωτας της ηρωίδας αφηγήτριας, ο οποίος είναι γνωστός τραγουδιστής. Ως εκ τούτου, οι αγωνίες και τα ενδιαφέροντα των ηρώων κινούνται αυστηρά στο ατομικό πλαίσιο. Αξιοπρόσεχτα είναι ούτως ή άλλως τα ονόματα της αφήγησης: Εκτός από τα προαναφερθέντα, εμφανίζεται ο Ιωάννης, η Αρσινόη, ο Στεφάν, η Εσπέ και η Αργυρένια. Το μόνο λαϊκό πρόσωπο της αφήγησης έχει και το ανάλογο όνομα: Γιώτα.

Όλη η φιλοσοφία ζωής των πρωταγωνιστών συμπυκνώνεται σε μια αποστροφή της αφηγήτριας: «Και ποιος είπε ότι έπρεπε να χρηστούμε εμείς σωτήρες της ανθρωπότητας; Μια ζωή παλεύαμε να σώσουμε τον εαυτό μας. Η ανθρωπότητα από μας περίμενε; Και στο κάτω – κάτω, ό,τι μπορούσαμε, το κάναμε. Και περιθάλψαμε και ταΐσαμε και στηρίξαμε και χαρά προσφέραμε και αγκαλιά ανοίξαμε… τι άλλο δηλαδή;». Οι περισσότερες σελίδες του βιβλίου καταλαμβάνονται από ανάλογους στοχασμούς σε διαλογική μορφή, παραγκωνίζοντας την εντελώς στοιχειώδη πλοκή: «Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων Αργυρένια. Εκείνοι που συναντούν την ομορφιά, κάνοντας απλώς τον περίπατό τους. Έτσι εύκολα. Έτσι τυχαία. Έτσι σκόρπια. Και οι άλλοι που τη γεννούν από μέσα τους, με ωδίνες. Οι αλχημιστές, που λέω εγώ. Οι μάγοι». Σε έναν κόσμο άνευρο, αποκομμένο από τις πραγματικές αντιθέσεις και προβλήματα, υπάρχει μόνο χώρος για κοινότοπες «φιλοσοφικές» φλυαρίες. Οι μυθιστορηματικές αυτές προσωπικότητες όμως είναι στην ουσία καρικατούρες της πραγματικής ζωής.

Κατεξοχήν τηλεοπτικά είναι τα πρότυπα για την πλοκή που συνέθεσε η Μπέσση Λιβανού στο μυθιστόρημά της Αριζόνα. Πρόκειται για την πιο τυποποιημένη αστυνομική ιστορία, σύμφωνα με το χολιγουντιανό αρχέτυπο: Μόνο κορίτσι από την επαρχία φτάνει στη μεγάλη πόλη, όπου ακούσια μπλέκεται στα δίχτυα της διακίνησης ναρκωτικών. Γνωρίζει έναν καλό μπάτσο που δρα υπό κάλυψη – και ερωτεύεται. Ο μπάτσος θα αποκαλύψει το έγκλημα και θα αρχίσουν κοινή ζωή. Η συγγραφέας θέλησε να τηρήσει κατά γράμμα το σενάριο των ταινιών αυτής της κοπής, έτσι στην τελευταία σκηνή έχει τοποθετήσει τους ήρωές της σε ερημικό τοπίο: «“Είσαι περικυκλωμένος Σάρπα. Πέταξε το όπλο και σήκωσε ψηλά τα χέρια”, ακούστηκε η φωνή του Μελετίου από τον τηλεβόα». Η σκηνή και το βιβλίο τελειώνει με ασθενοφόρα και το ζευγάρι αγκαλιά.

Δεν χάνουν την ευκαιρία πάντως οι ήρωες να στοχαστούν φιλοσοφικά πάνω στη ζωή. Κοινοτοπίες και ατομισμός είναι όμως το «κοκτέιλ» της συγγραφέα: «Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να καταλάβει πως ένας άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε άλλο από τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι ο μόνος τρόπος για να αλλάξει οτιδήποτε στον κόσμο», σκέφτεται ένα πρόσωπο της ιστορίας. Δεν θα μπορούσε να λείπει και η χλιδή από το μυθιστόρημα: «Η πολυτελής μαύρη Μερσεντές έκοψε ταχύτητα καθώς έστριβε και σταματούσε για μια στιγμή μπροστά στην τεράστια μαντεμένια καγκελόπορτα της εντυπωσιακής βίλας στο ακριβό προάστιο της πόλης». Μιλά για το Παρίσι και η βίλα ανήκει στο βαθύπλουτο και ανοιχτοχέρη στις γυναίκες φίλο μιας ηρωίδας. Η αφήγηση λοιπόν επιτρέπει μία μονοδιάστατη και ρηχή ανάγνωση μιας ανιστορικής και έξω από κάθε πλαίσιο πλοκής.

Τηλεοπτικό ήταν και το πρότυπο της Μπελίκας Κουμπαρέλη, όταν συνέλαβε το πρόσωπο της αφηγήτριας και κεντρικής ηρωίδας στο βιβλίο Δεσμοί σώματος. Συγκεκριμένα, η Άντα βγήκε απ’ το καλούπι της Κάρι Μπράντσο, της ξανθιάς αφηγήτριας του Sex and the city. Η Άντα διδάσκει προσωρινά σε κολέγιο, ενώ κερδίζει τα προς το ζην στέλνοντας βιβλιοκριτικές σε μια εφημερίδα, από το λαπ τοπ του σπιτιού της. «Είμαι τυχερή. Σαράντα ένα χρόνια τύχης. Έκανα αυτά που ήθελα στη ζωή μου και θα συνεχίσω. Εντάξει, υπάρχει μια μαύρη τρύπα, ο έρωτας, όμως ποιος τα έχει όλα;», μονολογεί στην αρχή του βιβλίου.

Το μυθιστόρημα αγγίζει πάντως ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, αυτό των μεταναστών, καθώς δεύτερο κεντρικό πρόσωπο είναι ο βούλγαρος εργάτης Μπλάμι. Κάθε κοινωνική αναφορά όμως μπαίνει σε δεύτερο πλάνο, καθώς βασικό στοιχείο στη δομή του χαρακτήρα είναι οι ασυναγώνιστες σεξουαλικές επιδόσεις του Μπλάμι, με τον οποίο και συνάπτονται οι δεσμοί σώματος του τίτλου. Η ιστορία αφορά τη αποδοχή του μετανάστη ως ερωτικού συντρόφου ακόμα και με παραμορφωμένο πρόσωπο – η αντίζηλος της ηρωίδας του ρίχνει βιτριόλι. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η εκτενής παρέκβαση στην αφήγηση που μεταφέρει την ηρωίδα και την αφήγηση στην Ινδονησία και σε μεταφυσικές αναζητήσεις και εμπειρίες. Μια εσωτερική υποτίθεται αναγέννηση, μέσω ενδοσκόπησης, αλλάζει τελικά άρδην τη ζωή της ηρωίδας. Θρίαμβος κι εδώ της ατομικής στάσης ζωής.

Τι είναι και τι δεν είναι λογοτεχνία
ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗΣ

Η ποιοτική στάθμη μεγάλου αριθμού νέων μυθιστορημάτων εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη «λογοτεχνικότητά» τους, κατά πόσο δηλαδή αξίζει να τα προσμετρήσει κανείς στη λογοτεχνία ή στα παραλογοτεχνικά αναγνώσματα. Η συζήτηση για τον ορισμό του λογοτεχνικού βέβαια, μπορεί να εκταθεί σε πολλούς τόμους, ωστόσο δεν αποτελεί αυτό λόγο για να αποφύγει κανείς το θέμα. «Λογοτεχνία είναι οτιδήποτε θεωρείται λογοτεχνία από μια δεδομένη κοινωνία – ένα σύνολο κειμένων που οι πολιτισμικοί μεσάζοντες αναγνωρίζουν ότι ανήκει στη λογοτεχνία», σημειώνει εισαγωγικά ο Τζόναθαν Κάλλερ στο Λογοτεχνική θεωρία, μια συνοπτική εισαγωγή (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), για να αναλύσει στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου του πλήθος περιορισμών με ακαδημαϊκά κριτήρια.

Πιο επικεντρωμένο στο θέμα της παραλογοτεχνίας είναι το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Μουλλά Ο χώρος του εφήμερου από τις εκδόσεις Σοκόλη, που πραγματεύεται την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα: «Η παραλογοτεχνική γραφή δεν αντιμετωπίζει τη γλωσσική ύλη ως πρόβλημα. Διεκπεραιώνει τις αφηγηματικές υποχρεώσεις της με τον πιο συμβατικό τρόπο», υπογραμμίζει ο Π. Μουλλάς, ενώ επισημαίνει περαιτέρω για τους κανόνες του παραλογοτεχνικού παιχνιδιού: «Γραφή διαφανής, τυποποιημένη, ουδέτερη. Προσωπικό ύφος αδιάφορο, με προκατασκευασμένα μέσα, στερεότυπη γλώσσα, κοινά επίθετα, χιλιομεταχειρισμένες εικόνες, κοινότοπες εκφράσεις. Ό,τι για τη λογοτεχνία αποτελεί ουσία, βασική επιδίωξη και όρο ζωής, εδώ παρακάμπτεται ως δευτερεύον και επουσιώδες». Ο Π. Μουλλάς χαρακτηρίζει τη μαζική παραγωγή ανάλογων βιβλίων μέχρι τις μέρες ως απέραντο και παμφάγο χώρο του εφήμερου.

Όχι σπάνια, τόσο στα περασμένα χρόνια όσο και σήμερα, βιβλία χαμηλής ποιοτικής στάθμης χαρακτηρίζονται ως λαϊκή λογοτεχνία. Ο Ζορζ Σιμενόν για παράδειγμα δίνει έναν ορισμό που περιλαμβάνει και τον ακραία κερδοσκοπικό χαρακτήρα που έχει αυτή η βιβλιοπαραγωγή: «Ονομάζω λαϊκό μυθιστόρημα ένα βιβλίο που δεν ανταποκρίνεται στο συγγραφέα του, στην ανάγκη του για καλλιτεχνική έκφραση, αλλά σε μια ζήτηση εμπορική». Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι τα βιβλία αυτά είναι για το λαό, όχι από το λαό. Από αυτή την άποψη, δεν εντάσσονται ούτε στην υψηλή λεγόμενη λογοτεχνία των αστών διανοουμένων και καλλιτεχνών, ούτε όμως και στη λαϊκή πολιτιστική παραγωγή. Στην πραγματικότητα, υποτιμούν και αφήνουν ακαλλιέργητο το λαϊκό αισθητικό κριτήριο, αναπαράγοντας –με εστέτ όρους– την ημιμάθεια και την αγραμματοσύνη, διανοητική και συναισθηματική.

ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ
Η απομυστικοποίηση παραμένει ζητούμενο
ΘΑΒΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

Μεγαλύτερο απ’ το αισθητικό πρόβλημα ή το έλλειμμα λογοτεχνικότητας που παρουσιάζει μεγάλο κομμάτι απ’ τα σύγχρονα μαζικά παραγόμενα μυθιστορήματα, είναι το πρόβλημα περιεχομένου. Όπως επισημαίνει εύστοχα στο σημαντικό έργο του Ο μαρξισμός και η λογοτεχνική κριτική ο Τέρι Ίγκλετον (κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Ύψιλον), «τα λογοτεχνικά έργα δεν αποτελούν αποκυήματα μυστηριακής έμπνευσης, ούτε μπορούν να ερμηνευτούν απλά σε σχέση με την ψυχολογία του συγγραφέα τους. Είναι μορφές αντίληψης, ιδιαίτεροι τρόποι του βλέπειν τον κόσμο. Και σαν τέτοια σχετίζονται με τον κυρίαρχο τρόπο του βλέπειν ή την ιδεολογία μιας εποχής». Με μαρξιστικούς όρους, η τέχνη είναι μέρος του εποικοδομήματος μιας κοινωνίας, είναι κομμάτι της ιδεολογίας. «Η κατανόηση της λογοτεχνίας προϋποθέτει την κατανόηση της συνολικής κοινωνικής διαδικασίας», γράφει ο Τ. Ίγκλετον, εννοώντας ότι για να ερμηνεύσει κανείς τη λογοτεχνία αλλά και κάθε καλλιτεχνικό προϊόν, πρέπει να το αναγάγει και να το συσχετίσει με την οικονομική βάση, τις πραγματικές σχέσεις παραγωγής.

Τι κόσμο αναπαριστά όμως αυτή η λογοτεχνία; Στις σελίδες των βιβλίων αυτών καθρεφτίζεται κατ’ αρχήν μια κοινωνία χωρίς αντιθέσεις. Αποκλειστικοί σχεδόν πρωταγωνιστές της δράσης και της πλοκής είναι ήρωες που προέρχονται από τις ανώτερες οικονομικά και κοινωνικά τάξεις. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες αυτοί είναι προσωπικής, εσωτερικής φύσης: Ερωτικές περιπέτειες, εύθραυστη ψυχολογική ισορροπία, διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις και μοναξιά, έλλειψη προσανατολισμού στη ζωή. Βάση των μυθιστορημάτων φαίνεται να είναι ο ατομισμός, η ατομική στάση ζωής. Σε προσωπικό επίπεδο λοιπόν αναζητούνται και οι λύσεις των προβλημάτων, στον «εσωτερικό κόσμο» και στον «εαυτό μας», χωρίς να λείπουν και οι αναφορές στα ανάλογα μεταφυσικά φιλοσοφικά συστήματα. Αποκρύβονται συστηματικά οι κοινωνικές αιτίες που γεννούν τα ατομικά προβλήματα, καθώς απουσιάζουν παντελώς οι κοινωνικές σχέσεις που διέπουν τον κόσμο που μας περιβάλλει. Δεν απαντάται στη λογοτεχνία αυτή αυτοτελώς εργαζόμενος, άνεργος, φτωχός, άνθρωπος σε ανάγκη ή και εργοδότης. Δεν θίγονται οι σχέσεις εκμετάλλευσης που καθορίζουν την προσωπικότητα του καθενός. Απουσιάζει η ιστορία (πλαστή ή πραγματική), τα εξωτερικά δηλαδή σε σχέση με το άτομο γεγονότα που το καθορίζουν, δίνοντας την αίσθηση ότι υπάρχει μια αδιατάρακτη και αδιάφορη ροή γεγονότων στον έξω κόσμο. Μυθιστορηματικά πρόσωπα αποκομμένα από την πραγματικότητα κατακλύζουν τις σελίδες αυτής της λογοτεχνίας, χαρακτήρες ανύπαρκτοι και ιδεατοί, που συνήθως εκφράζουν τις προσδοκίες και τα «πιστεύω» των ανώτερων τάξεων. Από την άποψη αυτή, τέτοια μυθοπλασία αποκρύβει την πραγματικότητα και βέβαια, δεν συμβάλλει στην αλλαγή της. Το αντίθετο.

Η μαρξιστική κριτική (πέραν της αποτίμησης της αισθητικής που αφορά φυσικά τη μορφή και τίποτε περισσότερο) συνήθως απευθύνει στα καλλιτεχνικά έργα το ερώτημα αν βοηθούν στην απομυστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, αν προωθούν την υπόθεση του προλεταριάτου. Όπως επισημαίνει όμως ο Τέρι Ίγκλετον, το ερώτημα του πόσο προοδευτική πρέπει να είναι η τέχνη, είναι ένα ιστορικό ερώτημα. Γράφει: «Υπάρχουν λιγότερο ακραίες φάσεις της αστικής κοινωνίας (σ.σ. σε σχέση με το φασισμό) όπου η τέχνη υποβιβάζεται ποιοτικά, γίνεται ασήμαντη και ευνουχισμένη, επειδή οι στείρες ιδεολογίες απ’ όπου εκπηγάζει αδυνατούν να της παράξουν τροφή με τη συζήτηση και την εμβάθυνση. Σε μια τέτοια εποχή, η ανάγκη για μια ανοικτά επαναστατική τέχνη γίνεται πάλι πιεστική. Το αν δεν ζούμε κι εμείς οι ίδιοι σε μια τέτοια εποχή είναι ένα ζήτημα που πρέπει να μελετηθεί σοβαρά».

Η εποχή μας εισέρχεται στις σελίδες της εν λόγω λογοτεχνίας και με ένα επιπλέον τρόπο, καθώς η διαιώνισή της είναι άλλη όψη του νομίσματος της σύνθλιψης που βιώνουν καθημερινά εκατομμύρια εργαζόμενοι, οι οποίοι δουλεύουν για 700 και 800 ευρώ, δέκα και δώδεκα ώρες και της αποξένωσής τους από τους όρους δημιουργίας του σύγχρονου πολιτισμού. Διαφορετικά: Όσο η υπόθεση της λογοτεχνίας παραμένει υπόθεση αλλοπαρμένων, ευφάνταστων και ξιπασμένων ψώνιων, μην περιμένουμε να βελτιωθούν οι κατάλογοι των εκδοτικών οίκων…

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 5-1-2008)

«Η ουδετερότητα είναι προδοσία»

Η ποιητική συλλογή Τριανταοκτώ τριαντάφυλλα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωδώνη, μιλά για την επανάσταση, τον Δεκέμβρη του 2008, την αντίσταση και την εξέγερση στην εποχή μας. Η ποιήτρια Νάντια Γαβαλά ξεκαθαρίζει ότι βρίσκεται από την πλευρά των «θυμωμένων ανθρώπων, που κατεβαίνουν στο δρόμο» και καλεί: «Ορμήστε με καυτό σίδερο στην ουτοπία».

Αν υπάρχει μία εποχή που να χρειάζεται εξέγερση περισσότερο από ποτέ, είναι η τωρινή, τονίζει η Νάντια Γαβαλά

Ένα 38άρι γεμάτο με πολιτικά ποιήματα όπλισε η Νάντια Γαβαλά και σημάδεψε με δεξιοτεχνία τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και την Αριστερά. Η νέα ποιητική συλλογή Τριανταοκτώ τριαντάφυλλα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωδώνη, μιλά για την επανάσταση, τον Δεκέμβρη του 2008, ό,τι κάνει «εμάς τους θυμωμένους ανθρώπους να κατεβαίνουμε στο δρόμο», όπως μας λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας. Δεν επέλεξε τυχαία το περίστροφο για να κοσμήσει το εξώφυλλο του βιβλίου. «Με ένα τέτοιο 38άρι έγιναν όλες οι τελευταίες τρομοκρατικές επιθέσεις», εξηγεί. Ευτυχώς, η ανατρεπτική ποίηση δεν διώκεται ακόμη από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη.
«Η ουδετερότητα είναι προδοσία»
γράφει η Νάντια Γαβαλά σ’ ένα απ’ τα ποιήματα της συλλογής και εξηγεί: «Η πολιτική ποίηση είναι μια ιστορία διαχρονική. Τώρα μάλιστα πρέπει να μας καίει πολύ περισσότερο, γιατί υπάρχει ένας σιωπηλός φασισμός, μια σιωπηλή χούντα, μια υποδόρια κατάσταση. Κάτι που είναι πολύ πιο επικίνδυνο, σε σχέση με τους παλιότερες καταστάσεις ανελευθερίας». Η αιρετική της πένα δεν χαρίζεται σε κανένα καθώς αποτυπώνει το σύγχρονο δόγμα της εποχής: Με το στίχο
«στο όνομα του βεβιασμένου, του εικονικού και του Αγίου Χρήματος»
κλείνει το ποίημα με τίτλο Filioque.
«Ορμήστε με καυτό σίδερο στην Ουτοπία»
γράφει στο ποίημα Alles ist weg, δίνοντας το στίγμα της γραφής της, που θυμίζει την επιθετικότητα των στίχων του Μαγιακόφσκι.
Η Νάντια Γαβαλά δεν ανήκει σε όσους υποστηρίζουν ότι η εποχή μας είναι εποχή της απογοήτευσης και της ήττας. Γι’ αυτό και το οπισθόφυλλο του βιβλίου της γεμίζει με το ποίημα Επανάσταση, για την οποία γράφει ότι
«όταν βουτάει στο δρόμο
ξέστηθη χορεύει πάνω στα οδοφράγματα
και δεν ξεχνά ότι
αρχίζει από το ίδιο γράμμα με τον Έρωτα»

Είναι μια στάση που κρατά και προσωπικά παρότι ανήκει στο «κόμμα των ανένταχτων», γιατί όπως μας λέει, «η εξουσία διαρκώς οχυρώνεται κι εμείς είμαστε όλο και πιο ανοχύρωτοι απέναντί της. Τις περισσότερες φορές συμμετέχω σε πορείες και στα λεγόμενα »επεισόδια». Δεν μπορείς να μη συμμετέχεις και να βγάλεις αυτό το βιβλίο».
Πηγή έμπνευσης για την ολιγοσέλιδη συλλογή ήταν η γαλλική επανάσταση του 1789 και η βιαιότητά της. Παρά όμως τις σχετικές αναφορές, η θεματολογία των ποιημάτων δεν στέκεται στο παρελθόν – άλλωστε όπως μας τονίζει η ίδια η συγγραφέας, «αν υπάρχει μία εποχή που να χρειάζεται εξέγερση, περισσότερο από ποτέ είναι η τωρινή. Τώρα που έχουν διαλυθεί όλα». Γι΄ αυτό και ζωντανεύει στους στίχους της την κορυφαία στιγμή του Δεκέμβρη 2008 που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά νεολαίας. Γράφει στο ποίημα Deus absconditus για τον «κρυμμένο θεό της εξέγερσης»:
«Υπέροχοι αλήτες
σπάνε τις βιτρίνες τής ψευδαίσθησης
και κολλάνε τα τσόφλια της στα βρόμικα παράθυρα
Τώρα»

Όπως σχολιάζει η ποιήτρια, «νομίζω ότι αυτό ακριβώς είναι υλικό για ποίηση. Για τους έρωτες έχουμε διαβάσει πολλά και το έχουμε δει το έργο. Γιατί όταν η πραγματικότητα είναι έτσι, ούτε ο έρωτας μπορεί να λειτουργήσει. Άλλωστε, έρωτας και επανάσταση είναι ένα και το αυτό. Αν δεν μπορείς να ερωτευτείς, δεν μπορείς να επαναστατήσεις και αν δεν μπορείς να επαναστατήσεις, δεν μπορείς να ερωτευτείς».
Μ’ ένα στίχο που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει όλη την Αριστερά λέει:
«Πόσο γρήγορα πάμε με το νου
και πόσο αργά με τα πόδια»

Μιλώντας για την αναντιστοιχία σκοπών και έργων, τονίζει ότι «δεν πάνε όλοι το ίδιο γρήγορα, δεν συμπλέουν κι αυτό είναι το πρόβλημα. Το θέμα είναι ότι μας έχουν διασπάσει έτσι, που να τους βολεύουμε μια χαρά. Είναι πολλοί οι άνθρωποι που θα ήθελαν να πάει η υπόθεση παρακάτω, να αλλάξουν τα πράγματα, όμως τελικά είναι σαν να μας έχουν αφαιρέσει ένα τσιπ απ’ τον εγκέφαλο και να αρνούμαστε να δράσουμε συλλογικά».
Τέτοια τριαντάφυλλα, με κριτική, κοινωνική ματιά αλλά και πολιτική ταυτότητα, σπάνια δυστυχώς ανθίζουν στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 17-1-2010)