ΣΥΡΙΖΑ: «Να δώσουν οι πλούσιοι αλλά δεν ξέρουμε πόσο»

No 618690Άτολμο, ελλιπές και με αντιφάσεις είναι το κείμενο θέσεων για τη φορολογική πολιτική που παρουσίασε σε ειδική εκδήλωση στο ΕΒΕΑ ο ΣΥΡΙΖΑ. Γενικές -ορθές- διαπιστώσεις περί του ταξικού χαρακτήρα που έχει το σημερινό φορολογικό σύστημα, δεν συνοδεύονται από τα ανάλογα μέτρα. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του 20σέλιδου κειμένου που δόθηκε για «διαβούλευση», με αποτέλεσμα για μια ακόμη φορά οι θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης να φαίνονται διφορούμενες, υπό αίρεση και αόριστες. Το κυριότερο, η φορολογική μεταρρύθμιση φαίνεται αποσυνδεδεμένη από τις δανειακές συμβάσεις του Μνημονίου, σαν να είναι το χρέος δεδομένο και απαραβίαστο.

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το περισσότερο επεξεργασμένο και πλήρες κομμάτι της πρότασης είναι αυτό που αφορά τον τρόπο αποπληρωμής των συσσωρευμένων οφειλών που έχουν πολίτες και επιχειρήσεις στην εφορία. «Τα χρέη δεν διαγράφονται αλλά παγώνουν μέχρι οι υπόχρεοι να βρεθούν σε οικονομική κατάσταση η οποία θα τους επιτρέπει τη σταδιακή έστω εξόφλησή τους» τονίζεται, στο πλαίσιο μιας πρότασης φορολογικών διακανονισμών με δόσεις. Χαρακτηριστική των ερωτημάτων που αφήνονται αναπάντητα είναι και η θέση ότι «το περιουσιολόγιο γίνεται βασικό εργαλείο για την εξακρίβωση της διαρκούς συμμόρφωσης των φορολογουμένων με τη φορολογική νομοθεσία», αφού δεν προβλέπονται δραστικά μέτρα για την αδήλωτη περιουσία στο εξωτερικό ή τον περιορισμό της ελεύθερης διακίνησης τα κεφαλαίων που καλύπτονται από το τραπεζικό απόρρητο. Επίσης, η μεγάλη «πληγή» των οφσόρ δεν αντιμετωπίζεται πειστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Θετική είναι ασφαλώς η σαφής αναφορά για ατομικό αφορολόγητο όριο ως ποσοστό του εκάστοτε ορίου φτώχειας, με το σημερινό όριο να τίθεται στα 12.000 ευρώ με αύξηση για κάθε παιδί. Παρόλ’ αυτά, η ευεργετική επίδραση της πρότασης αυτής μετριάζεται από την ατολμία που χαρακτηρίζει τις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ως προς τη διαβόητα ταξική έμμεση φορολογία, που όπως και τα στελέχη της Κουμουνδούρου επισημαίνουν, σήμερα αντιπροσωπεύει το 56% των φόρων. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μείωση του ανώτατου συντελεστή ΦΠΑ μένει χωρίς αριθμητικό προσδιορισμό, όπως επίσης απροσδιόριστη είναι και η θέση για «χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ για βασικά είδη διατροφής».

Αφήνεται να εννοηθεί ότι η αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων δεν είναι προτεραιότητα

Ανάλογες ελλείψεις παρουσιάζει το άλλο σημαντικό σκέλος μιας φορολογικής πρότασης, που δεν είναι άλλο από τη φορολογία των νομικών προσώπων, δηλαδή των επιχειρήσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ κι εδώ επιλέγει να μιλήσει αόριστα και χωρίς ποσοστό, αναφέροντας απλώς ότι «άμεσος στόχος στο πεδίο φορολογίας των επιχειρήσεων αποτελεί η αύξηση των φορολογικών εσόδων στο ύψος του μέσου όρου της ευρωζώνης». Αφήνεται μάλιστα να εννοηθεί ότι η αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων δεν είναι προτεραιότητα, αφού όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, «οι αλλαγές στη φορολογία των επιχειρήσεων θα πρέπει να εστιαστούν στην απόκρυψη εισοδημάτων και κερδών, στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου (που επιτρέπει σήμερα τη νόμιμη φοροαποφυγή) και εν τέλει στην αύξηση των φορολογητέων κερδών». Όσο για τους μεγάλους μπαταχτσήδες, το εφοπλιστικό κεφάλαιο και την Εκκλησία, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να μη χαλάσει καρδιές. Προτείνει απλώς «επανεξέταση του φορολογικού καθεστώτος» χωρίς καμιά συγκεκριμένη θέση και μάλιστα, «στο πλαίσιο συγκροτημένου θεσμικού διαλόγου».

Για τους μεγάλους μπαταχτσήδες, το εφοπλιστικό κεφάλαιο και την Εκκλησία, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να μη χαλάσει καρδιές

Για το «χαράτσι» των ακινήτων στην εισαγωγή του στην εκδήλωση ο Γιάννης Μηλιός επισήμανε ότι «είναι παράνομο και αντισυνταγματικό» και τόνισε ότι «επιμένουμε στην οριστική κατάργησή του». Πιο προσεκτικός, ο Γιάννης Δραγασάκης έθεσε προϋποθέσεις: «Η πλήρης κατάργηση του χαρατσιού και των άλλων άδικων φόρων θα γίνει στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης», όπως είπε, χωρίς να προσδιορίσει χρονικά την κατάργηση του ειδικού τέλους και συνδέοντας το μέτρο με την κατάρτιση του «περιουσιολογίου» για το οποίο όμως δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις, πώς δηλαδή θα φορολογείται η ακίνητη περιουσία.

Γίνεται να κρατήσουμε το μνημονιακό καθεστώς της πληρωμής ληστρικών επιτοκίων στους δανειστές κατά προτεραιότητα και να μοιράσουμε πιο δίκαια τη φορολογία; Σε αυτό το ερώτημα φαίνεται να πασχίζει να απαντήσει το τμήμα Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, προτείνοντας διαχειριστικά μέτρα. Η αδυναμία να προσδιοριστούν οι συντελεστές και τα κλιμάκια της φορολογίας στην πρόταση που παρουσιάστηκε δεν είναι αποτέλεσμα δημοκρατικότητας, επειδή δήθεν αναμένονται οι προτάσεις από τη διαβούλευση. Αντανακλούν τη χτυπητή αδυναμία να συμβαδίσει η αποδοχή του δημοσιονομικού πλαισίου που θέτει η τρόικα με μια προοδευτική οικονομική πολιτική, να συνδυαστεί ο ρεαλισμός του χρέους και της αδιάκοπης αποπληρωμής του με μια διέξοδο από την κρίση που θα είναι υπέρ των εργαζομένων και σε βάρος του κεφαλαίου. Στα ποσοστά που λείπουν από το φορολογικό μανιφέστο του ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτεται επίσης και η διαπάλη για το ταξικό πρόσημο της κυβερνητικής πρότασης του κόμματος: Η συμμαχία των εργαζομένων με τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά – οικονομικά στρώματα θα γίνει με όρους ηγεμονίας τους ή συμβιβασμού τους;

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 10-3-2013)

Τι χρείαν έχομεν κινήματος;

Πώς καταργείται το Μνημόνιο; Με «μια μαχαιριά στην καρδιά», για να χρησιμοποιήσουμε τις φράσεις του Τζον Χόλογουεϊ στον περίφημο αφορισμό του για τον καπιταλισμό, ή «με ένα εκατομμύριο τσιμπήματα μέλισσας»; Παρόλο που το ιδεολογικό ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ επικοινωνεί προνομιακά με τη νεομαρξιστική σκέψη του Χόλογουεϊ και θα περίμενε κανείς να απαντήσει το δεύτερο, η ηγεσία του κόμματος τάσσεται όλο και περισσότερο με την τακτική της «μαχαιριάς». Και αυτή κατά την Κουμουνδούρου δεν είναι άλλη από την «κυβέρνηση της Αριστεράς» ή την «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ», όπως το έθεσε την Τετάρτη στη Βουλή ο Αλέξης Τσίπρας, μια κυβέρνηση στην οποία θα ανατεθεί εργολαβικά το καθήκον της κατεδάφισης του Μνημονίου. Αν είναι όμως αυτή η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, τότε σε τι χρησιμεύει η λαϊκή κινητοποίηση και οι διαδηλώσεις;

Όταν ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ρωτήθηκε από τη γερμανική εφημερίδα Ντι Τσάιτ γιατί οι βουλευτές του κατέβηκαν με πανό στη διαδήλωση της Τετάρτης έξω από τη Βουλή, απάντησε πως η κίνηση αυτή «είχε μια συμβολική σημασία», εξηγώντας ότι πρόθεση των βουλευτών ήταν «να σχηματίσουμε μια γέφυρα ανάμεσα στο κοινοβούλιο και στο λαό». Ο υπεύθυνος Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Μηλιός εξήγησε περαιτέρω τον ρόλο του λαϊκού παράγοντα σε σχέση με την εντός Βουλής δραστηριότητα, διευκρινίζοντας με ανακοίνωσή του ότι «το κίνημα των εργαζόμενων μαζών» έχει στόχο «να επιβάλλει τη μόνη λύση, την κυβέρνηση της Αριστεράς που θα σταματήσει τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και θα πάρει επιτέλους μέτρα υπέρ του κόσμου της εργασίας». Αν όμως οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων έχουν μόνο συμβολικό χαρακτήρα ώστε να φανεί η αγανάκτησή τους και αντικειμενικό στόχο να αναθέσουν έπειτα σε μια κυβέρνηση το πολιτικό έργο, τότε τι χρείαν έχομεν κινήματος; Δεν αρκεί να έρθουν γρήγορα οι εκλογές;

Απαντώντας καταφατικά στο παραπάνω ερώτημα, μετά το θόρυβο που προκάλεσε μια αποκομμένη φράση του Παναγιώτη Λαφαζάνη περί ετοιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει, πληθώρα ηγετικών στελεχών υπογραμμίζουν σε έντονο ύφος ότι «ήρθε η ώρα του Αλέξη». Το πολιτικό κλίμα όπως αποτυπώνεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις και συγκεκριμένα στο ερώτημα της παράστασης νίκης, δίνει άλλωστε σαφές προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ, με 59% (Public Issue για τον Σκάι). Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στη συνέντευξή του στην Ντι Τσάιτ γύρισε το χρόνο πίσω για να τονίσει πως ήταν από καιρό έτοιμος: «Αν δεν είχαν κινήσει θεούς και δαίμονες για να μας αποτρέψουν από την εξουσία, η Ελλάδα δεν θα είχε τώρα ένα νέο Μνημόνιο», είπε στον Γερμανό δημοσιογράφο για τις πρόσφατες εκλογές και συμπέρανε: «Θα ήμασταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτή που είμαστε σήμερα. Η χώρα έχασε μια ευκαιρία. Αλλά σύντομα ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κυβέρνηση στην Ελλάδα» κατέληξε. Η ψήφος λοιπόν σώζει από το Μνημόνιο; Φτάνει ο λαός να «διορθώσει την ψήφο του», όπως ακούστηκε και παλιότερα;

Η εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ στο θεσμικό και από θέσεις κορυφής χαρακτήρα της πολιτικής αλλαγής που προτείνει δημιουργεί ένα σημαντικό ερώτημα που ήδη αντιμετωπίζουν με μεγάλο σκεπτικισμό στην Κουμουνδούρου: Το πρόβλημα της μη αυτοδυναμίας σε μια πιθανή εκλογική νίκη. «Εμείς θα διεκδικήσουμε στις επόμενες εκλογές, που εκτιμώ ότι δεν θα αργήσουν, τη μέγιστη δυνατή δύναμη αλλά θα επιδιώξουμε και συμμαχίες, με βάση την εντολή του ελληνικού λαού», δήλωσε στον ραδιοφωνικό Σκάι ο Δημήτρης Παπαδημούλης. Ο βουλευτής Β’ Αθήνας είχε βεβαίως τα αντανακλαστικά να απορρίψει τις «μεταγραφές με υλικά κατεδαφίσεως από τα συντρίμμια του πάλαι ποτέ δικομματικού συστήματος» και να ρίξει «πόρτα» στον Μίμη Ανδρουλάκη («ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε») που έκανε μια σχετική νύξη μετά την ανεξαρτητοποίησή του, όμως κανείς δεν διευκρινίζει τον ορίζοντα των πιθανών συμμάχων, που για να είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι και μεγάλος αν εξαιρέσει κανείς τον παλιό δικομματισμό. «Μπορεί να υπάρξουν και άλλα σχήματα, εδώ καταρρέει το σύμπαν εντός του μνημονιακού χώρου», είπε με χαρακτηριστική αοριστία ο Πάνος Σκουρλέτης μιλώντας στο Μέγκα, όταν ρωτήθηκε για το ενδεχόμενο πλειοψηφίας αλλά όχι αυτοδυναμίας του κόμματος. Πάντως, τα μοναδικά σημερινά σχήματα που αποτελούν πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους σε μια κυβέρνηση «με κορμό» τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η μνημονιακή ΔΗΜΑΡ και οι δεξιοί αλλά αντιμνημονιακοί Ανεξάρτητοι Έλληνες του Πάνου Καμμένου. Αυτή είναι η «γενιά της ανατροπής»;

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 11-11-2012)