Γ. Κατρούγκαλος: Η πολιτική εξουσία περιφρονεί το Σύνταγμα

IMG_2713Η υπεράσπιση του υφιστάμενου Συντάγματος συνιστά μια προοδευτική θέση, στο βαθμό που αυτό αντανακλά έναν παλιότερο και πιο ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων για τους καταπιεζόμενους από τον σημερινό, υποστηρίζει στο Πριν ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Παράλληλα, τάσσεται υπέρ της σύγκλησης μιας Συντακτικής Συνέλευσης, ώστε «το αμεσοδημοκρατικό πρόταγμα να ενσωματωθεί σε ένα Σύνταγμα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών». 

Επιμένετε τα τελευταία χρόνια στην ορολογία «παρασύνταγμα» του Μνημονίου. Το πρώτο παρασύνταγμα, τη δεκαετία του ’50, το ακολούθησε η στρατιωτική δικτατορία. Φοβάστε ότι επίκειται κάτι ανάλογο;

Δικτατορία με την έννοια να έχουμε πραξικόπημα ανάλογο με αυτό της απριλιανής δικτατορίας, το θεωρώ εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο. Η κύρια διαφορά με τότε είναι ότι σήμερα τα παρακρατικά «στεγανά» που υπήρχαν προδικτατορικά στον στρατό, χωρίς να έχουν παντελώς εκλείψει, οπωσδήποτε έχουν δραματικά αποδυναμωθεί. Αυτό που είναι πιθανό –προς θεού, όχι νομοτελειακό– είναι να έχουμε μια εξέλιξη προς μια φασίζουσα ρύθμιση της κοινωνίας, με μια ενίσχυση της Χρυσής Αυγής και κυρίως, με μια ένταση της κρατικής καταστολής. Έχουμε πρόσφατα τέτοια δείγματα. Μιλώ για την πολιτική πυγμής που ακολουθεί το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση.

Eίναι πιθανό να έχουμε μια εξέλιξη προς μια φασίζουσα ρύθμιση της κοινωνίας, με μια ενίσχυση της Χρυσής Αυγής και κυρίως, με μια ένταση της κρατικής καταστολής

Στα πρόσωπα των συλληφθέντων στο Βελβεντό είδαμε μια απροθυμία των διωκτικών αρχών να καλύψουν προφανείς αυθαιρεσίες τους. Σας ανησυχεί αυτό;

Είναι πράγματι ανησυχητικό. Κακά τα ψέματα, βασανιστήρια πάντα γίνονταν. Και όχι μόνο σε δικτατορίες. Και οι Γάλλοι στην Αλγερία βασάνιζαν και οι Αμερικανοί στο Αμπού Γκράιμπ. Όλα αυτά όμως γίνονταν συγκαλυμμένα. Κανείς δεν επαιρόταν. Η πρόσφατη τακτική δείχνει πραγματικά μια μεταλλαγή. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο έχω τον φόβο ότι μπορεί να βρισκόμαστε μπροστά στις παραμονές μιας αυταρχικής στροφής. Από μια άποψη η ιστορία μας προϊδεάζει: Κάθε φορά που έχουμε επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα, αν δεν υπάρξει ανατροπή των πολιτικών αυτών, ακολουθεί μια πολιτική αυταρχισμού, γιατί πώς αλλιώς θα πειθαρχήσει η κοινωνία και θα δεχτεί την πλήρη ανατροπή της πραγματικότητας της;

Καμία από τις δανειακές συμβάσεις δεν έφτασε να ψηφιστεί στη Βουλή όπως προβλέπει το Σύνταγμα

Μεγάλο μέρος της αντιμνημονιακής κριτικής, εστιάστηκε στο γεγονός ότι η πρώτη δανειακή σύμβαση δεν πήγε στη Βουλή για κύρωση. Το γεγονός ότι οι επόμενες δανειακές συμβάσεις ψηφίστηκαν κανονικά από τη Βουλή, τις νομιμοποιεί;

Προσέξτε. Καμία από τις συμβάσεις δεν έφτασε να ψηφιστεί στη Βουλή όπως προβλέπει το Σύνταγμα, δηλαδή μετά την υπογραφή τους και με πλειοψηφία τριών πέμπτων. Έχετε δίκιο να λέτε ότι οι συμβάσεις του δεύτερου και του τρίτου Μνημονίου πρόσφατα ήρθαν ως σχέδιο στη Βουλή και μάλιστα ως κύρωση προηγούμενων Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου. Αυτή όμως δεν είναι η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία. Η παραβίαση του συνταγματικού τύπου δείχνει τη διάθεση περιφρόνησης της πολιτικής εξουσίας απέναντι στο Σύνταγμα ως τον ανώτατο καταστατικό χάρτη της Πολιτείας. Στο πρώτο Μνημόνιο ήταν προφανές ότι φοβούνταν πως θα είχαν μαζικές διαρροές. Ο λόγος για τον οποίο τα δύο επόμενα δεν ήλθαν να κυρωθούν όπως προβλέπει το Σύνταγμα νομίζω ότι δείχνει τη διάθεσή τους να επιβεβαιώσουν την αρχική τους αντισυνταγματική επιλογή. Διότι αν έφερναν προς κύρωση, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, τη δεύτερη και την τρίτη σύμβαση, αυτό θα ήταν μια καθαρή ομολογία ότι το πρώτο Μνημόνιο ήταν εντελώς στον αέρα από συνταγματική άποψη.

Αν ο νόμος και το Σύνταγμα παραβιάζονται από τις ίδιες τις κυβερνήσεις γιατί συνεχίζουμε να τα επικαλούμαστε και με τι εργαλεία θα προστατευτούμε;

Όποιος θέλει να εγκύψει θεωρητικά σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να διαβάσει καλά το κλασικό βιβλίο του Μαρξ για τους Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία, που περιγράφει το Σύνταγμα σαν ένα φρούριο που προστατεύει και τους πολιορκητές και τους πολιορκημένους. Το Σύνταγμα, κατ’ αρχήν, αντανακλά τις κυρίαρχες ιδέες και συνεπώς, σε τελική ανάλυση, εξασφαλίζει τα συμφέροντα των κυρίαρχων, αυτών που έχουν την ιδιωτική και πολιτική εξουσία σε μια κοινωνία. Από την άλλη μεριά, επειδή ακριβώς επηρεάζεται και τις διεκδικήσεις των εξουσιαζόμενων, κατοχυρώνει και τα δικαιώματα που αυτοί έχουν πετύχει με τους αγώνες τους. Έτσι δεν έχουμε μόνο την προστασία του δικαιώματος στην ιδιοκτησία στα συντάγματα, έχουμε και την προστασία του δικαιώματος στην απεργία. Συνεπώς, οι καταπιεσμένοι έχουν συμφέρον να υπερασπίζονται το Σύνταγμα ως δεσμευτικό νομικό κείμενο, ακριβώς επειδή δεν αφήνει την κρατική ισχύ ανεξέλεγκτη αλλά ως ένα βαθμό την οριοθετεί. Είναι σαφώς προτιμότερο η εξουσία να ασκείται με όρους νομικής αρμοδιότητας και δικαστικά ελεγχόμενης διαδικασίας από το να επιβάλλεται ως γυμνή ισχύς, όπως συμβαίνει σε ένα φασιστικό καθεστώς.

Η επίκληση όμως των υφιστάμενων συνταγματικών συνθηκών, δεν είναι μια συντηρητική προσέγγιση των ελευθεριών;

Είναι οπωσδήποτε μια μάχη οπισθοφυλακής, όχι όμως συντηρητική. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντεπανάσταση, που εξ ορισμού έχει αντιδραστικό χαρακτήρα, θέλει να φέρει τον ιστορικό χρόνο πίσω από τον τωρινό. Επομένως, όποιος υπερασπίζεται σήμερα τα κοινωνικά δικαιώματα όπως είχαν κατοχυρωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, τα υπερασπίζεται από προοδευτική θέση, δεδομένου ότι ο σημερινός συσχετισμός δύναμης δεν είναι ο ίδιος με αυτόν της δεκαετίας του ’60 όταν αυτά κατοχυρώθηκαν, είναι πολύ δυσμενέστερος. Οι θεσμοί έχουν πάντοτε μια αδράνεια, δεν αλλάζουν με την ίδια ταχύτητα με την οποία αλλάζουν οι σχέσεις παραγωγής και οι κοινωνικές σχέσεις. Αυτή τη στιγμή επομένως, είναι προς το συμφέρον μας να υπερασπιζόμαστε τις θεσμικές κατακτήσεις του παρελθόντος μέχρις ότου γίνουμε αρκετά ισχυροί ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε νέες επιθετικές μάχες. Η άμυνα είναι λοιπόν μια προοδευτική θέση.

Στο τελευταίο σας βιβλίο, Η κρίση και η διέξοδος, προτείνετε τη σύγκληση μιας συντακτικής συνέλευσης για νέο Σύνταγμα. Δεν φοβάστε μήπως αυτή η συνέλευση ακριβώς λόγω του υφιστάμενου συσχετισμού, πάρει αντιδραστικές αποφάσεις;

Έχω εμπιστοσύνη στον λαό και τη δύναμή του να ορίζει το μέλλον του. Αντίστροφα, αν το συνταγματικό εγχείρημα περιοριστεί εντός της σημερινής Βουλής, είναι προδιαγεγραμμένη η συντηρητική αν όχι αντιδραστική του κατάληξη. Το σύνθημα για τη συντακτική συνέλευση με ευρεία λαϊκή συμμετοχή υπηρετεί μια διπλή σκοπιμότητα. Η πρώτη είναι η προφανής, το αμεσοδημοκρατικό πρόταγμα να ενσωματωθεί σε ένα Σύνταγμα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Η δεύτερη είναι εργαλειακή: Να βοηθήσει στη συγκρότηση μιας ισχυρότερης κοινωνίας των πολιτών, μέσω μιας διαδικασίας που θα εμπλέξει στη σχετική συζήτηση ευρύτερα στρώματα, που θα προβληματιστούν και θα συζητήσουν πώς θέλουν την οργάνωση της πολιτείας. Γι’ αυτό προβάλλω ως παράδειγμα την περίπτωση της Ισλανδίας, όπου κάτι τέτοιο πραγματικά συνέβη, για πρώτη φορά και με τη βοήθεια και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Με ένα νόμο και ένα άρθρο μπορεί και πρέπει να γίνει η κατάργηση όλων των θεσμικών αλλαγών που έχει επιφέρει η αντεπανάσταση του Μνημονίου

Τον Ιούνιο από κοινού με άλλους συνταγματολόγους υποστηρίξατε ότι είναι δυνατή η κατάργηση των μνημονιακών ρυθμίσεων μέσα σε μια μέρα, με ένα νόμο. Ισχύει αυτή η πρόταση σήμερα, αν λάβουμε υπόψη ότι έχει ήδη συντελεστεί μία καταστροφή;

Με ένα νόμο και ένα άρθρο μπορεί και πρέπει να γίνει η κατάργηση όλων των θεσμικών αλλαγών που έχει επιφέρει η αντεπανάσταση του Μνημονίου, όπως η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η οπισθοδρόμηση στο ζήτημα της προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Προφανώς θα ήταν ουτοπικό να ισχυριστεί κανείς ότι με τον ίδιο τρόπο μπορεί να επανέλθουν οι μισθοί και οι συντάξεις στα παλιά επίπεδα. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει όμως από μια προοδευτική κυβέρνηση αύριο είναι να υπάρχει μια καλύτερη ισορροπία στην προσπάθεια ανόρθωσης που αναγκαστικά θα επωμιστεί μια κυβέρνηση με διαφορετικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, εγώ θα έβλεπα να εγγυηθούμε ένα ελάχιστο αξιοπρεπές εισόδημα σε όλους, συντάξεις δηλαδή και μισθούς που στο κατώτατο επίπεδό τους θα είναι επαρκείς για μια αξιοπρεπή ζωή και αυτό δεν είναι προφανώς το επίπεδο των 500 ευρώ.

Ποιο είναι το πολιτικό πρόβλημα σήμερα και δεν υπερισχύει μια αντιμνημονιακή πολιτική;

Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ακόμη μια απολύτως πειστική και συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση διεξόδου. Γι’ αυτό τον λόγο η αντίθεση ακόμη στο Μνημόνιο παραμένει ενστικτώδης και δεν μπορεί να βρει την καθολική έκφραση που θα περίμενε κανείς. Επομένως χρειάζεται όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς, και κυρίως οι κοινωνικές δυνάμεις, να μπορέσουν να διαμορφώσουν μια συνολική εναλλακτική λύση. Η κυβέρνηση πετυχαίνει αυτή τη στιγμή και κατορθώνει να έχει τουλάχιστον ανοχή στην πολιτική της γιατί έχει κατακερματίσει την αντίδραση της κοινωνίας. Δημαγωγεί ότι ο αγώνας των εργαζομένων στο Μετρό είναι αγώνας μόνο για την υπεράσπιση των κεκτημένων τους και αντιπαραβάλει στο μισθό των εργαζομένων εκεί τον μισθό της δασκάλας των 580 ευρώ. Είναι ευθύνη δική μας, όσων είμαστε αντίθετοι σε αυτές τις πολιτικές, που δεν έχουμε μπορέσει να καταστήσουμε σαφές στον κόσμο ότι και τον μισθό της δασκάλας οι ίδιες πολιτικές τον έχουν διαμορφώσει σε αυτά τα επίπεδα ντροπής. Επομένως η μόνη δυνατή πολιτική αντίδραση σ’ αυτές είναι η συνολική τους απόρριψη και όχι επί μέρους ανά κλάδο και σημειακά, αλλά στο σύνολό τους, ως σύστημα αντικοινωνικών και ταξικών πολιτικών.

 Δεν θα τερμάτιζε το Μνημόνιο μια δικαστική απόφαση

Στο βιβλίο σας αφήνετε ένα «παράθυρο» για μια πιθανή αντιμνημονιακή παρέμβαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μπορούμε να ελπίζουμε σε αυτό;

Τα δικαστήρια είναι τμήμα των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, επομένως δεν πρέπει να έχουμε την ελπίδα ότι θα φέρουν την επανάσταση. Από την άλλη μεριά, λόγω της θεσμικής αδράνειας για την οποία σας μίλησα, ακόμη και η συνεπής ανάγνωση του Συντάγματος θα έπρεπε να οδηγήσει κατά τη γνώμη μου στο να θεωρηθούν αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις αυτές των μνημονίων, για τον απλό λόγο ότι τα μνημόνια εισάγουν μια νέα συνταγματική τάξη σε ρήξη με την προηγούμενη. Αποτελούν απεσταγμένο νεοφιλελευθερισμό, ενώ το υφιστάμενο συνταγματικό κείμενο αποτελεί μια σύνθεση της αγοράς με τις πολιτικές προσπάθειες ελέγχου της, μέσω των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτό το μοντέλο που αποτυπώνει αυτή τη στιγμή το λεγόμενο οικονομικό Σύνταγμα είναι το περίφημο κοινωνικό κράτος, ενώ το μοντέλο που εισάγει το Μνημόνιο είναι το μοντέλο της αρρύθμιστης αγοράς. Επομένως, μόνο και μόνο εμμένοντας στο παλιό συνταγματικό πρότυπο, το Συμβούλιο της Επικρατείας θα μπορούσε να κηρύξει αντισυνταγματικές τις διατάξεις αυτές, ακριβώς επειδή συνιστούν ένα «παρασύνταγμα».

Κάτι τέτοιο θα είχε άμεσες πολιτικές επιπτώσεις;

Θα βοηθούσε στο ουσιώδες, να οργανωθεί ένα αποτελεσματικό κοινωνικό κίνημα απόρριψης των πολιτικών αυτών. Προφανώς και δεν θα τερμάτιζε το Μνημόνιο μια δικαστική απόφαση. Οι νομικές κινήσεις απορροφώνται εύκολα από το σύστημα, εάν δεν έχουν ανταπόκριση στην κοινωνία. Στις περισσότερες εφαρμογές ανάλογων πολιτικών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τα συνταγματικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι είχαν αντισυνταγματικές πλευρές. Τι συνέβη; Τα αντισυνταγματικά μέτρα αντικαταστάθηκαν με άλλα, «ισοδύναμα». Ακριβώς γι’ αυτό λέω ότι ακόμη και εάν καταφέρουμε σε ορισμένα σημεία να πετύχουμε μια μικρή νομική νίκη, αυτή θα είναι ένα απλώς επεισόδιο στο πλαίσιο ενός μεγάλου πολέμου. Το βασικό ζητούμενο που είναι η συνολική απόρριψη της νεοφιλελεύθερης επίθεσης.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 17-2-2013)

Παλινόρθωση της μνημονιακής πολιτικής

Συνέχιση του Μνημονίου με …άλλα μέσα για να παραφράσουμε τον περίφημο ορισμό που έδωσε στον πόλεμο ο Καρλ Φον Κλαούζεβιτς, συνιστά η προγραμματική συμφωνία που επεξεργάζονται ακόμα η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ  Η παλινόρθωση της μνημονιακής πολιτικής, μετά από ένα σύντομο διάστημα που η λαϊκή βούληση την έθεσε «εκτός νόμου», τίθεται με κάθε επισημότητα στην ημερήσια ατζέντα της εκτελεστικής εξουσίας.

Θυμίζουμε βέβαια ότι στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση της ΝΔ στο Σύνταγμα, ο Αντώνης Σαμαράς ανέφερε εννέα φορές τη λέξη «επαναδιαπραγμάτευση»: «Με την επαναδιαπραγμάτευση που προωθούμε, μπορούμε να σώσουμε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας φέτος και να δημιουργήσουμε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας τα επόμενα χρόνια», ήταν μια από τις χαρακτηριστικές του φράσεις λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες. Από τη στιγμή όμως που έγινε γνωστό το εκλογικό αποτέλεσμα το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής, η λέξη «επαναδιαπραγμάτευση» αποσύρθηκε από τις επίσημες ομιλίες και τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του, σαν να μην είχε ποτέ ειπωθεί.
Η «διακήρυξη κυβέρνησης εθνικής ευθύνης» που υπογράφηκε την Πέμπτη από τους τρεις της συγκυβέρνησης, Σαμαρά, Βενιζέλο και Κουβέλη, αφού πρώτα ξεκαθαρίζει ότι σκοπεύει να εξαντλήσει την τετραετία, τον «χρονικό ορίζοντα όπως ορίζει το Σύνταγμα», αναφέρει ως στόχο της «να αναθεωρήσει όρους της Δανειακής Σύμβασης (Μνημονίου)», θέτοντας όμως τέσσερις όρους: Πρώτον, να μη διακινδυνεύσει «την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας ούτε την παραμονή της στο ευρώ». Δεύτερον, να μην αμφισβητήσει «τους αυτονόητους στόχους μηδενισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος». Τρίτον, να διατηρηθεί «ο έλεγχος του χρέους». Και τέταρτον, να μην τεθεί εν αμφιβόλω η εφαρμογή «των διαρθρωτικών αλλαγών που έχει ανάγκη η χώρα». Αφού όμως οι προϋποθέσεις για την «αναθεώρηση όρων» συνιστούν ατόφια τη στρατηγική του Μνημονίου, τότε αυτή η κυβέρνηση διυλίζει μεν τον κώνωπα, καταπίνει δε την κάμηλον!
Η αιφνίδια ιατρική περιπέτεια του Αντώνη Σαμαρά, που χτες Σάββατο χρειάστηκε μια οφθαλμολογική επέμβαση, επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την κατάληξη των προγραμματικών αξόνων της νέας κυβέρνησης, ωστόσο ένα βασικό σχέδιο της συμφωνίας των πολιτικών αρχηγών της συγκυβέρνησης δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα Έθνος την Παρασκευή. Το πρώτο της σημείο σχετικά με την «αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης» είναι η «παράταση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής κατά δύο τουλάχιστον χρόνια». Πρόκειται ασφαλώς για τη συντομότερη εκδοχή της περίφημης πρότασης για επιμήκυνση, καθώς το μεν ΠΑΣΟΚ είχε προτείνει τριετή περίοδο, ενώ ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, Φώτης Κουβέλης, προεκλογικά είχε μιλήσει για παράταση μέχρι το «τέλος του 2017, αρχές του 2018». Στην πραγματικότητα, η χρονική μετάθεση των στόχων του Μνημονίου είναι και η μόνη «αναθεώρηση όρων» που προτείνεται, με την ατεκμηρίωτη μάλιστα θέση ότι η κατανομή των ίδιων μνημονιακών στόχων σε περισσότερα οικονομικά έτη θα φέρει τη «στήριξη της ζήτησης, της ανάπτυξης, της απασχόλησης». Στο ντοκουμέντο των τριών γίνεται ακόμη η ευχή ότι υπό αυτό τον όρο, ο στόχος του Μνημονίου «μπορεί να επιτευχθεί χωρίς επιπλέον περικοπή μισθών και συντάξεων ή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων», αλλά με «περιστολή της σπατάλης και τη στοχευμένη καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας». Με άλλα λόγια, καλώς καμωμένα όσα έγιναν μέχρι σήμερα, η προσπάθεια θα επικεντρωθεί, χωρίς καμία απολύτως ρητή ποσοτική δέσμευση, να μη γίνουν άλλες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η μόνη «αποκατάσταση αδικιών» που προβλέπεται αφορά τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους δικαιούχους πολυτεκνικών επιδομάτων, χωρίς βέβαια να αναφέρεται κανένα συγκεκριμένο μέτρο. Δέσμευση της κυβέρνησης είναι να επανέλθει ο ορισμός του κατώτερου μισθού στη δικαιοδοσία των κοινωνικών εταίρων και στο ασαφές «επίπεδο που προσδιορίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο». Ακόμα, εξαγγέλλεται η επέκταση του επιδόματος ανεργίας κατά ένα χρόνο και η απονομή του σε μη μισθωτούς, την ίδια στιγμή όμως που το στερούνται εκατοντάδες χιλιάδες λόγω των εισοδηματικών κριτηρίων που παραμένουν εν ισχύ. Η τρικομματική κυβέρνηση εξαγγέλλει «νέο φορολογικό σύστημα» με θέσπιση περιουσιολογίου και «πόθεν έσχες» για όλους, κάνοντας μάλιστα λόγο για «σταδιακή μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών», κλείνοντας έτσι το μάτι στις επιχειρήσεις και τους εργοδότες για χαμηλότερους συντελεστές και μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους, την ίδια στιγμή που το αφορολόγητο όριο για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους ελεύθερους επαγγελματίες παραμένει στα σημερινά επίπεδα (με τη δειλή και θολή εξαγγελία για «σταδιακή αύξησή του στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους»). Παράλληλα, τα χαράτσια παραμένουν αλλά με άλλο όνομα, καθώς το Ειδικό Τέλος Ακινήτων και οι υπόλοιποι φόροι στα ακίνητα αντικαθίστανται από έναν ακαθόριστου ύψους «ενιαίο προοδευτικό φόρο». Αρκετή δημοσιότητα πήρε η θέση στο σχέδιο προγραμματικής συμφωνίας «όχι απολύσεις στο Δημόσιο», ωστόσο η λιτή αυτή διατύπωση δεν αποκλείει λύσεις τύπου «εφεδρείας» για να απομακρυνθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Δέσμευση με σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις αποτελεί ακόμα η θέση για «συνέχιση μείωσης της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής δαπάνης», που μεταφράζεται σε συνέχεια της πολιτικής Λοβέρδου.
Η μόνη πραγματική ανακοίνωση στην οποία προέβη ο Αντώνης Σαμαράς ήταν οι επουσιώδεις εξαγγελίες για τους μισθούς των υπουργών και τα αυτοκίνητά τους.
Σημαντικό κομμάτι και αυτής της κυβερνητικής στρατηγικής είναι οι ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας και η περαιτέρω κατάργηση (με συγχωνεύσεις ή χωρίς) δημόσιων οργανισμών και φορέων στο πλαίσιο της πολιτικής για «λιγότερο κράτος». Το σημείο αυτό, το οποίο άλλωστε συνιστά και ρητή δέσμευση των Σαμαρά και Βενιζέλου απέναντι στην τρόικα για το δεύτερο Μνημόνιο, είναι και το μόνο «αγκάθι» στην υπογραφή της τελικής συμφωνίας, αφού καταγράφεται η διαφωνία της Δημοκρατικής Αριστεράς. Στο σχέδιο συμφωνίας αναφέρεται χαρακτηριστικά η θέση για «διατήρηση της κυριότητας του κράτους στα δίκτυα και αξιοποίηση του θεσμού των συμβάσεων παραχώρησης για βασικές υποδομές». Χαρακτηριστική του περιεχομένου που θα λάβει τελικά η πολιτική στον τομέα αυτό, είναι η επιλογή του αρμόδιου υπερ-υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, του Κωστή Χατζηδάκη. Όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ του Ελεύθερου Τύπου, το πρώην στέλεχος των κυβερνήσεων Καραμανλή που έχει στο βιογραφικό του την πώληση της Ολυμπιακής, «εγγυάται με την παρουσία του τον φιλελεύθερο προσανατολισμό προς την κατεύθυνση των αποκρατικοποιήσεων». Μένει ν’ αποδειχτεί ποιες θα είναι οι υποχωρήσεις της ΔΗΜΑΡ στον τομέα αυτό.
Η μόνη πραγματική ανακοίνωση στην οποία προέβη ο Αντώνης Σαμαράς ήταν οι επουσιώδεις εξαγγελίες για τους μισθούς των υπουργών και τα αυτοκίνητά τους. Μιλώντας στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο, δήλωσε ότι ο μισθός των μελών του θα μειωθεί κατά 30% και ότι θα περιοριστεί η χρήση των κρατικών αυτοκινήτων από την κυβέρνηση και τα μέλη της δημόσιας διοίκησης. Πρόκειται βέβαια για μια ανέξοδη και εντυπωσιοθηρική επιλογή, που επιχειρεί να πείσει έναν δοκιμαζόμενο λαό ότι «κάτι αλλάζει». Συναφείς είναι και οι σχετικές εξαγγελίες του προγραμματικού σχεδίου που προαναγγέλλουν μεταξύ άλλων αναδρομικό έλεγχο περιουσιακών στοιχείων για κυβερνητικά και κρατικά στελέχη από το 1974, αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών, αλλαγές στη βουλευτική ασυλία και μείωση της κρατικής επιχορήγησης για τα κόμματα.
Έντονο άρωμα Καραμανλή και καθόλου άρωμα …γυναίκας έχει το νέο υπουργικό συμβούλιο
Δηλωτική των πολιτικών της προθέσεων είναι και η σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Τη στιγμή που τα 29 από τα συνολικά 39 μέλη της είναι στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, τα βιογραφικά και μόνο που έχουν οι κάτοχοι των κρίσιμων χαρτοφυλακίων, αναδεικνύουν τον χαρακτήρα της νέας μνημονιακής συγκυβέρνησης. Πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας και πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών έχει διατελέσει ο νέος υπουργός Οικονομικών, Βασίλης Ράπανος. Για «πολυετή εμπειρία σε θέσεις υψηλής ευθύνης μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών» κάνει λόγο το σύντομο βιογραφικό του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα. Κομματικά στελέχη με μεγάλη θητεία σε όλες τις «ένοχες» γαλάζιες κυβερνήσεις κατέλαβαν επίσης καίρια υπουργεία: Ο Ευριπίδης Στυλιανίδης (Εσωτερικών), ο Δημήτρης Αβραμόπουλος (Εξωτερικών) ο Πάνος Παναγιωτόπουλος (Εθνικής Άμυνας), ο Νίκος Δένδιας (Δημόσιας Τάξης), ο Ανδρέας Λυκουρέντζος (Υγείας). Συνολικά, έντονο άρωμα Καραμανλή και καθόλου άρωμα …γυναίκας έχει το νέο υπουργικό, καθώς 13 μέλη του είχαν και προηγούμενη κυβερνητική θητεία, την ίδια στιγμή που ανδροκρατείται (πλην δύο γυναικών). Το βαθύ γαλάζιο φόντο της σπάει μόνο από τα πέντε μέλη που συνιστούν προσωπικές επιλογές του Ευ. Βενιζέλου (υπουργός Περιβάλλοντος, υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και υφυπουργοί Εμπορικής Ναυτιλίας, Εξωτερικών και Παιδείας) και τέσσερα μέλη που υπέδειξε η Δημοκρατική Αριστερά (υπουργός Δικαιοσύνης και υφυπουργοί Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Υγείας και Παιδείας).
Ο ΣΥΡΙΖΑ σχολίασε ότι πρόκειται για «κυβέρνηση με σαφές δεξιό περιεχόμενο και προσανατολισμό, στηριζόμενη κατά κύριο λόγο από τις δυνάμεις που ευθύνονται για την υπεράσπιση και την υλοποίηση των πιο ακραίων και αντιλαϊκών πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών». Το ΚΚΕ σημείωσε ότι η συγκυβέρνηση είναι «δεσμευμένη απέναντι στην ΕΕ και την ελληνική πλουτοκρατία να φορτώσει στο λαό την καπιταλιστική κρίση». Ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χαρακτήρισε τη συγκυβέρνηση «τρόικα εσωτερικού», με προσανατολισμό που «έχει καθοριστεί ήδη από τις ντιρεκτίβες της ΕΕ και των βιομηχάνων».
(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 24-6-2012)

Η σκιώδης μεταμνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ

Μεταξύ του ευρω-πραγματισμού και των αντιμνημονιακών διαθέσεων βρίσκεται η μέση οδός του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Αν με λίγες φράσεις περιέγραφε κανείς τις εξαγγελίες Τσίπρα από την Αθηναΐδα την Παρασκευή αυτές θα ήταν: Κατάργηση μνημονιακών νόμων, επιστροφή μισθών και συντάξεων στο 2010, αποδοχή των δανείων της τρόικας για χρηματοδότηση κοινωνικής πολιτικής και επαναδιαπραγμάτευση των όρων αποπληρωμής τους. Συνέχεια

Νόμος είναι ό,τι πει ο εργοδότης


Ο δρόμος της εργασιακής ζούγκλας έχει τη δική του ιστορία. Κάποιοι την έγραψαν σε νομοσχέδια με αίμα. Η θεσμική πορεία της απορρύθμισης από τις συλλογικές στις επιχειρησιακές συμβάσεις, από τη νομική κάλυψη του εργαζόμενου στην ασυδοσία της επιχείρησης και τις σχεδιαζόμενες Ειδικές Οικονομικές Ζώνες, αποκαλύπτει ένα ενιαίο σχέδιο μεταξύ κεφαλαίου και κυβερνήσεων.

Το χρονικό της αποδόμησης

Οι τελευταίοι νόμοι που ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις δεν είναι απλώς μια αλλαγή. Ούτε στόχος της αντιμεταρρύθμισης, που έχει τις ρίζες της τη δεκαετία του 1990 και κορυφώνεται με τα σημερινά μνημόνια, είναι οι μισθοί και το ύψος τους ή κάποια επιμέρους δικαιώματα. Οι εργατολόγοι συμφωνούν ότι αλλάζει όλο το πλαίσιο του εργατικού δικαίου, σε βαθμό που να μετατρέπεται σε δίκαιο των επιχειρήσεων. Το χρονικό της μεταστροφής αυτής, που εδώ έχει ως σημείο εκκίνησης το 1990 και την τότε συγκυβέρνηση, απλώς καταδεικνύει ότι οι αλλαγές αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο. Αν η οριστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι ένα από τα κεντρικότερα σημεία της αντεργατικής νομοθεσίας των τελευταίων δύο χρόνων, η ρύθμιση αυτή έχει τη ρίζα της στα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης των κυβερνήσεων Σημίτη το 1998 και την προοπτική της στις σχεδιαζόμενες Ειδικές Οικονομικές Ζώνες που μετ’ επιτάσεως ζητά για τις παραμεθόριες περιοχές το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και όπου δεν θα ισχύει καμία απολύτως δέσμευση για τις επιχειρήσεις.
Συνέχεια

Μ. Γκίβαλος: Το ΠΑΣΟΚ τελείωσε!

Η εκλογή Βενιζέλου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν «αρχίζει» κάτι αλλά επικυρώνει αυτό που τέλειωσε, τονίζει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Μενέλαος Γκίβαλος. Σχολιάζοντας το «τυραννικό» μοντέλο διακυβέρνησης που έχει επιβληθεί παγκοσμίως, υπογραμμίζει ότι στα ερείπια του πολιτικού συστήματος, ο λαός χρειάζεται να παρέμβει μέσω μιας εξέγερσης για την ανοικοδόμηση της σχέσης του με την πολιτική.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος επέλεξε το σύνθημα «αρχίζουμε». Σας έπεισε;

Ο Ευ. Βενιζέλος είναι προϊόν μιας κρίσης. Η ηγεμονία του επεβλήθη μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Δεν αρχίζουμε αλλά μάλλον τελειώσαμε. Η διαδικασία που θα οδηγήσει στο τέλος του ΠΑΣΟΚ όπως το γνωρίζαμε εκφράζεται από το πρόσωπο του Βενιζέλου. Ο πολιτικός αμοραλισμός,ο κυνισμός, η απεμπόληση βασικών χαρακτηριστικών στοιχείων της ιδεολογίας και της πολιτικής στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ, εκφράστηκαν από τον κ. Βενιζέλο.
Συνέχεια