Γιατί δεν κερδίζονται οι σύγχρονοι πόλεμοι;

Η πολεμική ιστορία δεν είθισται να περιλαμβάνεται στα αγαπημένα αναγνώσματα των φιλειρηνιστών. Πώς όμως θα «πολεμήσει» κανείς τον πόλεμο, αν δεν τον γνωρίζει; Το βιβλίο Πόλεμος, Από τη μάχη του Μάρνη έως το Ιράκ, του στρατιωτικού εμπειρογνώμονα Μάρτιν Βαν Κρέφελντ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη, κατατοπίζει στα θέματα στρατηγικής και διπλωματίας του πολέμου στη μετά Κλαούζεβιτς εποχή, αυτή της λεγόμενης «τρομοκρατίας». Τα διαπιστευτήρια του συγγραφέα έρχονται κατ’ ευθείαν από το στρατηγείο του «εχθρού»: Σύμβουλος στα υπουργεία Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ, του Καναδά και της Σουηδίας, σήμερα διδάσκει σε εβραϊκό πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Μέσα στα τεχνοκρατικά δομημένα επιχειρήματα του βιβλίου, βρίσκει κανείς το αντιπολεμικό μήνυμα του συγγραφέα του που με τα ίδια του τα λόγια θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: «Ο πόλεμος είναι απλώς μια οργανωμένη σύγκρουση που εξυπηρετεί πολιτικούς σκοπούς».

Το βιβλίο κατατοπίζει στα θέματα στρατηγικής στη μετά Κλαούζεβιτς εποχή, της λεγόμενης τρομοκρατίας


Η ιστορία του Βαν Κρέφελντ διατρέχει τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα στον αιώνα που πέρασε, για να φτάσει στις πιο επίμαχες διακρατικές διενέξεις, όπως αυτή της Παλαιστίνης. Παρόλο που έχει σαν έδρα του το Ισραήλ, ο συγγραφέας με παρρησία διαπιστώνει ότι η χώρα αυτή έχει στην κατοχή της ατομική βόμβα πριν από τον πόλεμο του 1967 και κάνει έκτοτε ανεπιτυχείς προσπάθειες να το διαψεύσει. Μεγάλης πολιτικής αξίας είναι η θεωρητική αποτύπωση του σύγχρονου προβλήματος που ταλανίζει την υπερδύναμη και τους συμμάχους της, από την αποτυχία στο Βιετνάμ, μέχρι τις οδυνηρές αποτυχίες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν αλλά και το φιάσκο της Λιβύης: Πώς δηλαδή γίνεται ο ισχυρότερος στρατός να καταβάλλεται από τις ασύγκριτα ασθενέστερες δυνάμεις, πώς ο Γολιάθ γίνεται να ηττάται από τον Δαυίδ ή πώς διαψεύδεται η περίφημη ρήση του Ναπολέοντα, που έλεγε ότι «ο Θεός υποστηρίζει την πλευρά που διαθέτει τα περισσότερα στρατεύματα».

Όπως σημειώνει γλαφυρά ο συγγραφέας, «μια ισχυρή αντεπαναστατική δύναμη που χρησιμοποιεί την ισχύ της για σκοτώσει μέλη μιας μικρής αδύναμης οργάνωσης ανταρτών -πόσω μάλλον τους αμάχους που περιβάλλουν και ενδεχομένως υποστηρίζουν τους αντάρτες- εξ ορισμού διαπράττει εγκλήματα στο πλαίσιο ενός αγώνα χωρίς αρχές. Ως εκ τούτου, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο πόλεμος θα χαθεί». Περιγράφοντας διεισδυτικότερα το ηθικό πλεονέκτημα όσων αντιστέκονται, ο Βαν Κρέφελντ υπογραμμίζει: «Για τους ισχυρούς, κάθε στρατιώτης, αστυνομικός ή πολίτης που σκοτώνεται αποτελεί έναν ακόμη λόγο για να δώσουν τέλος στη σύγκρουση. Για τους αδύνατους, αποτελεί έναν ακόμη λόγο για να συνεχίσουν να αγωνίζονται μέχρι την τελική νίκη».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 15-5-2011)

Στρατηγέ μου, οι λιποτάκτες σου

Μια ιστορία για τα αδιέξοδα της εξουσίας και την τελική νίκη των αμφισβητιών της, γράφει ο Μένης Κουμανταρέας με το καινούριο του βιβλίο Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Κέδρος.

Το νέο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, Σ' ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά

Η πλοκή εκτυλίσσεται σ’ ένα απομονωμένο στρατόπεδο, με πρωταγωνιστές το διοικητή, τη γυναίκα του και ένα φαντάρο που αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του στρατηγού. Η δημιουργία του πίνακα φέρνει σε επαφή τα δύο άκρα της ιεραρχίας, αποκαλύπτοντας με θετικό και αρνητικό τρόπο την ποιότητα και το ηθικό ανάστημα που κρύβεται πίσω από τις στρατιωτικές στολές και τα παράσημα. Μεταφυσικές δυνάμεις επεμβαίνουν για την ολοκλήρωση του έργου, που η αποκάλυψή του φέρνει την τιμωρία αντί για την επιβράβευση του ζωγράφου. Έτσι ο νέος καταλήγει μαζί με συστρατιώτες του στο δεσμωτήριο. Οι στρατευμένοι όμως πραγματοποιούν με μαγικό τρόπο απόδραση και έρχονται σε επαφή με τους εξεγερμένους κατοίκους της κοντινής πόλης. Ο στρατηγός δολοφονείται και το στρατόπεδο κλείνει. Ο πίνακας θα μείνει ξεχασμένος σ’ ένα βενζινάδικο, ωσότου ανακαλυφθεί από κάποιον έμπορο τέχνης και έτσι εκτίθεται σε μουσείο, ενώ η ιστορία της δημιουργίας του γίνεται διάσημη.

Απ’ τις πρώτες γραμμές της νουβέλας γίνεται φανερός ο παραβολικός της χαρακτήρας. Οι ήρωες δεν κατονομάζονται, αλλά παίρνουν αόριστα ονόματα, Στρατηγός, Στρατηγίνα, Ρώσος. Ο χρόνος κι ο τόπος της πλοκής μένει επίσης ακαθόριστος, κάποτε στο παρελθόν, κάπου στην ελληνική επαρχία. Η ίδια η ιστορία του στρατοπέδου εγκιβωτίζεται σε μια άλλη, σαν θρύλος που συνοδεύει το πορτρέτο. Τα υλικά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για την παραβολή του είναι εύκολα αναγνωρίσιμα: Το στρατόπεδο αποτελεί ένα σύμβολο μιας ιεραρχικά δομημένης κοινωνίας με καταπιεστική και άκαμπτη δομή. Ο στρατηγός ενσαρκώνει τον εκπρόσωπο της εξουσίας που πίσω από την υποβλητική στολή κρύβει τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της θέσης του, μια αδύναμη προσωπικότητα με επιβλητικό προσωπείο. Ο καλλιτέχνης εκπροσωπεί το πιο ανήσυχο πνεύμα της μικροκοινωνίας αλλά και το πρωτοπόρο στοιχείο που οδηγεί όσους τον ακολουθούν προς το δρόμο της ελευθερίας. Η τέχνη συνιστά το απελευθερωτικό όραμα που εμπνέει, που λειτουργεί αυτόνομα και που σπάει τα δεσμά, ανεξάρτητα από τους δυσμενείς συσχετισμούς.

Η περιπέτεια του καλλιτέχνη φαντάρου φέρνει στο νου τις αστείρευτες δυνάμεις που επιστρατεύει ο άνθρωπος όταν καταπιέζεται και ονειρεύεται την ελευθερία του.
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι κατά δήλωση του συγγραφέα, η νουβέλα γράφτηκε με σκοπό τα έσοδα να αποδοθούν στο μη κερδοσκοπικό φιλανθρωπικό οργανισμό «Κάνε-Μια-Ευχή».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, στις 29-11-2010)