Ελλάδα, αποθήκη ψυχών με το Δουβλίνο ΙΙ

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδικάζει τη Συνθήκη που εγκλωβίζει στη χώρα μας μετανάστες

Περίεργες συμπτώσεις κάνει η ιστορία. Το Δουβλίνο γύρω στο 1000 μ.Χ. αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα σκλαβοπάζαρα του τότε γνωστού κόσμου, υπό το άγρυπνο βλέμμα των Βίκινγκς. Μία χιλιετία αργότερα, έμελλε να γίνει η πόλη που θα σφραγίσει τη μοίρα των σύγχρονων «σκλάβων», των μεταναστών από τις σπαρασσόμενες χώρες του πλανήτη.

Η συμφωνία που υπογράφτηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2003 από τους ηγέτες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η κυβέρνηση Σημίτη, με υπουργό Εξωτερικών το σημερινό πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου και υπουργό Δημόσιας Τάξης τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, και έμεινε γνωστή ως «Δουβλίνο ΙΙ» προβλέπει την επαναπροώθηση των μεταναστών που αιτούνται άσυλο, στη χώρα από την οποία εισήλθαν στη Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρακτικά, αυτό υποδείκνυε την Ελλάδα ως την κατ’ εξοχήν χώρα επαναπροώθησης. Η σύγχρονη βαρβαρότητα ως προς τις συνθήκες μεταχείρισης των προσφύγων και των μεταναστών έχει λοιπόν πολιτική γενέτειρα το Δουβλίνο και φυσικό αυτουργό την Ελλάδα.

Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου υπέγραψαν την κατάπτυστη συνθήκη (φωτογραφία από το Φεβρουάριο 2003, Έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, υπό την προεδρία της Ελλάδας)

Συνέπεια της συμφωνίας αυτής είναι κρατούνται «όμηροι» στη χώρα μας χιλιάδες άνθρωποι, που δεν έχουν προορισμό την Ελλάδα όμως παραμένουν εδώ εγκλωβισμένοι. Η υπογραφή της ελληνικής κυβέρνησης στο «Δουβλίνο ΙΙ» αφαίρεσε τη δυνατότητα να επιτρέψει η χώρα μας τη μετάβαση των ανθρώπων αυτών στους πραγματικούς τους προορισμούς.
Ξεπέρασε όμως τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας η πολιτική απόφαση των ευρωπαίων ηγετών να απωθήσουν το πρόβλημα της μετανάστευσης στα «σύνορα» της ΕΕ, μακριά από τις πλούσιες χώρες του Βορρά. Μια αντιδραστική νομοθεσία ήρθε να εφαρμοστεί σ’ ένα βάρβαρο κράτος και το αποτέλεσμα πλέον δεν μπορεί να κρυφτεί, όπως η σκόνη κάτω από το χαλί. Στις 21 Ιανουαρίου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε τη χώρα μας και το Βέλγιο, ύστερα από προσφυγή που έκανε Αφγανός πολίτης. Η χώρα μας καταδικάστηκε για τις συνθήκες υποδοχής και κράτησης, που δεν πληρούσαν τις ελάχιστες προϋποθέσεις αξιοπρεπούς μεταχείρισης. Το δε Βέλγιο καταδικάστηκε επειδή οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα ήταν από καιρό γνωστές και παρόλ’ αυτά, οι αρχές της χώρας προχώρησαν στην επαναπροώθηση του Αφγανού, βάσει του κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ». Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο δικαστήριο έβγαλε «παράνομη» τη συμφωνία!

Και δεν ήταν μόνο αυτή η απόφαση. Τον Σεπτέμβριο του 2010 η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες χαρακτήρισε την κατάσταση όσων αιτούνται άσυλο στην Ελλάδα «ανθρωπιστική κρίση» και έκανε έκκληση στην ΕΕ να «παγώσει» το «Δουβλίο ΙΙ» μέχρι να συμμορφωθεί η χώρα μας με τις υποχρεώσεις της. Και η οργάνωση Human Rights Watch για το ίδιο θέμα αποφάνθηκε ότι «η Ελλάδα είναι σοβαρά υπερφορτωμένη κατά άδικο τρόπο». Άλλωστε, την απόφαση αυτή, να αναστείλει δηλαδή τις επιστροφές των προσφύγων στην Ελλάδα, πήρε τον ίδιο μήνα η Μεγάλη Βρετανία. Υπέρ της αναθεώρησης της συνθήκης αυτής έχει ταχθεί με το προεκλογικό του πρόγραμμα και ο σημερινός Δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης. «Κάνει την Ελλάδα ένα αποθετήριο της παράνομης μετανάστευσης», είπε τον Οκτώβριο του 2010. Κι όμως, η κυβέρνηση προτιμά να ορθώνει τείχη, παρά να αποσύρει αυτή την επαίσχυντη υπογραφή.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 13-2-2011)

Για όλα φταιν’ οι άλλοι…

Για τα πρότυπα των εγχειριδίων πολιτικής υποκρισίας είναι γραμμένο το άρθρο του Κώστα Σημίτη στο Έθνος της προηγούμενης Κυριακής, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Ο πρώην πρωθυπουργός που συνέδεσε το όνομά του με το τρισκατάρατο ευρώ της φτώχειας και της ακρίβειας, αντιλήφθηκε τη συμπλήρωση της δεκαετίας ως ευκαιρία για να επαινέσει το σπίτι του, το σύγχρονο οικοδόμημα της λιτότητας και της ύφεσης, που το ΔΝΤ και η ΕΚΤ εργάστηκαν ώστε να πέσει να μας πλακώσει.

Με άρθρο του στο Έθνος, ο Κώστας Σημίτης ξεπλένει τους εκσυγχρονιστές από όλα τα σκάνδαλα

«Η ΟΝΕ θα διασφάλιζε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης σε σχέση με ένα παρελθόν συνεχών κρίσεων», γράφει για να εξηγήσει την αναγκαιότητα της εισαγωγής του ευρώ πριν από οκτώμισι χρόνια. Αδικαιολόγητη λοιπόν η σημερινή δομική κρίση που απειλεί να βυθίσει σε παρατεταμένη ύφεση ολόκληρες οικονομίες, μεταξύ των οποίων και της χώρας μας. Η ΟΝΕ θα μπορούσε να έχει σώσει την κατάσταση αλλά μυστηριωδώς δεν το έκανε. Επίσης, η ΟΝΕ θα μας διασφάλιζε «μια θέση στο σκληρό πυρήνα, όπου θα παίρνονταν όλες οι κρίσιμες αποφάσεις». Τελικά, το εισιτήριο ήταν για θέση στην εξέδρα και μάλιστα στις φτηνές θύρες, χωρίς καλή ορατότητα στο γήπεδο όπου συζητούνται και επιβάλλονται ερήμην του λαού οι πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις.

Η ΟΝΕ όμως έφερε σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό και πολλά άλλα ορατά οφέλη: «Σταθερότητα των τιμών». Εδώ ο Κώστας Σημίτης εννοεί τη σταθερή άνοδο των τιμών, που ξεκίνησαν με τις προς τα πάνω στρογγυλοποιήσεις των ισοτιμιών της δραχμής, για να φτάσουν σε πρωτοφανή κερδοσκοπικά όργια στα σούπερ μάρκετ, τα καύσιμα και σχεδόν σε κάθε είδος πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Ακόμα, «τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων έπεσαν […] κάνοντας το όνειρο απόκτησης στέγης προσιτό στο μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων». Στην πορεία βέβαια, το όνειρο έγινε εφιάλτης και το καθεστώς ασυδοσίας των τραπεζών μετατράπηκε στο μεγαλύτερο βραχνά για χιλιάδες νοικοκυριά που υπερχρεώθηκαν κάτω από επαχθείς και αδιαφανείς πολλές φορές όρους.

Τι έφταιξε λοιπόν και πήγαν όλα στραβά; «Οι μακρόσυρτες και πολύπλοκες συνεννοήσεις της διακυβερνητικής συνεργασίας», απαντά ο Κ. Σημίτης. Αυτές οι βαρετές γραφειοκρατικές διαδικασίες των κοινοβουλίων και των διακρατικών συζητήσεων επί ίσοις όροις, που ο καθένας μπορεί να διαφωνήσει, αργοπορώντας τις αποφάσεις. Αυτό λοιπόν που χρειαζόμαστε είναι «οικονομική και πολιτική ενοποίηση». Μα, αυτό δεν έχουμε και τώρα; Πολιτική και οικονομική ενοποίηση υπό τις εντολές και υποδείξεις της τρόικας, στην οποία έχουν παραχωρηθεί όλες οι εξουσίες άσκησης οικονομικής πολιτικής χωρίς χρονοτριβές και περιττές γκρίνιες. Αυτά βλέπει ο πρώην πρωθυπουργός και αισθάνεται αισιόδοξος. Διαπιστώνει εμβριθώς «την αποδοχή της ανάγκης για τη σταθεροποίηση από την ελληνική κοινωνία». Βλέπει δηλαδή πόσο ικανοποιημένοι είναι οι έλληνες εργαζόμενοι από τα μέτρα της κυβέρνησης! Και σαν τη βελόνα του πικάπ που ξεχασμένη κολλάει στην ίδια μουσική φράση, καταλήγει ότι «η μόνη ενδεδειγμένη τακτική σήμερα είναι η συνεχής περικοπή κρατικών δαπανών, η εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος».