Οι κόκκινοι βαρκάρηδες των γηπέδων

Βαρκάρηδες ήταν η ερυθρόλευκη «πρόγκα», όπως έλεγαν το ’30 τις συντροφιές των οπαδών που πρόγκαραν τους αντιπάλους

Το πάθος για τη «στρογγυλή θεά», για το ποδόσφαιρο δεν είναι καινούριο. Μπορεί η επικαιρότητα να φέρνει στην επιφάνεια όλα τα «άπλυτα» του επαγγελματικού αθλητισμού, όμως η ιστορία του αθλήματος στη χώρα μας, κρύβει αρκετούς θησαυρούς. Όπως για παράδειγμα η εποχή που το ποδόσφαιρο όπως το ξέρουμε σήμερα έκανε τα πρώτα του βήματα στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1930. Στην εποχή αυτή μας μεταφέρει ο Θανάσης Σκρουμπέλος με το νέο του βιβλίο Οι κόκκινοι βαρκάρηδες, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.

Λέγεται συχνά ότι οι περασμένες εποχές αντιμετωπίζονται από τις μεταγενέστερες γενιές με νοσταλγία και με εξιδανίκευση. Ο Θανάσης Σκρουμπέλος δεν εξαιρείται από αυτό τον κανόνα, όμως έχει το δικό του τρόπο: Με τη διεισδυτική του έρευνα ξεθάβει σπάνιους χαρακτήρες από το παρελθόν που όμως δεν λάμπουν παρά μόνο για όσους τρέφουν αγάπη και εκτίμηση για το λαϊκό πολιτισμό. Αυτή είναι η περίπτωση του Κοκού, του θρυλικού αρχηγού των «Βαρκάρηδων» της ερυθρόλευκης πρόγκας, όπως έλεγαν τότε τις συντροφιές των οπαδών που μαζεύονταν και πρόγκαραν τους αντιπάλους. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Πελέτου, του εργάτη σε καρνάγιο και πιστού του Ολυμπιακού που ερωτεύεται μια αστή, μέλος της αντίπαλης πρόγκας του Παναθηναϊκού. Μια ιστορία άδολης αγάπης και γηπεδικού πάθους που αποκαλύπτει μια εποχή και δύο κόσμους: Τον κόσμο της εργατιάς του Πειραιά, τους πιστούς του Ολυμπιακού που το όνομα «βαρκάρηδες» τους τιμούσε και το αστικό κόσμο των Παναθηναϊκών, τις «φρουφρούδες».

Ο Θανάσης Σκρουμπέλος μας μεταφέρει στην εποχή που τους αστυνομικούς τους αποκαλούσαν «σμπίρους» και «καρακώλια»

Είναι η εποχή όπου οι αναμεταδόσεις των αγώνων γίνονταν με τηλεγραφήματα των δημοσιογράφων, τα οποία έπειτα διαβάζονταν από μεγάφωνα και οι οπαδοί άκουγαν από το δρόμο. Η εποχή που τους αστυνομικούς τους αποκαλούσαν «σμπίρους» και «καρακώλια». Τα χρόνια που οι ομάδες ταξίδευαν με ατμόπλοιο για να πάνε στη Θεσσαλονίκη. Τα «πέτρινα χρόνια» όπου ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε κηρύξει την «προς στιγμήν αναγκαία κοίμηση των νόμων». Και τα κατοπινά της δικτατορίας του Μεταξά, που γέμισε τα ξερονήσια με αντιφρονούντες. Σ’ αυτές τις ταραγμένες εποχές, το ποδόσφαιρο και το γήπεδο της Κυριακής ήταν το αποκούμπι του λαού. Κι αν μεταξύ τους τα μέλη της κόκκινης πρόγκας αποκαλούνταν «σύντροφοι», ήταν γιατί η ταξική ενότητα των μελών της, αν και λανθάνουσα, καθόριζε τις επιλογές τους τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδου. Αυτό το κομμάτι της ιστορίας του Ολυμπιακού ξεφεύγει από το στενό πεδίο των γηπέδων και γίνεται η ιστορία μιας κοινωνικής τάξης.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 13-3-2011)

Αριστερά, περιθώριο και ροκ εν ρολ

Ένα πέπλο καχυποψίας και απόρριψης υπήρχε -και υπάρχει ως σήμερα- στις σχέσεις των κομμουνιστών με τους περιθωριακούς. Οι λούμπεν (λέξη που στα γερμανικά σημαίνει κουρέλια) αντιμετωπίζονται διαχρονικά από την Αριστερά ως ξεπεσμένα στοιχεία της καπιταλιστικής κοινωνίας που έχουν χάσει τελεσίδικα την ταξική τους συνείδηση, άρα τοποθετούνται στο στρατόπεδο των εχθρών.

Τα ταραγμένα χρόνια 1963-64 εκτυλίσσεται η μυθιστορηματική δράση

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, όπου το παρακράτος της Δεξιάς βρισκόταν στην κορύφωση της δράσης του και τα πολιτικά γεγονότα εξελίσσονταν ραγδαία και ανώμαλα, δυτικά της Ομόνοιας, στις συνοικίες του Κολωνού, της Βάθης και του Μεταξουργείου εντόπιζε κανείς μια συμπαγή μάζα περιθωριακών: Τραβεστί, νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες, ταπεινωμένοι αντάρτες, πρώην χίτες. Βρισκόμαστε στο λογοτεχνικό σύμπαν του Θανάση Σκρουμπέλου, ο οποίος με το νέο του μυθιστόρημα Μπλε καστόρινα παπούτσια (εκδόσεις Τόπος) επιχειρεί μια κατάδυση σ’ ένα κόσμο που εκ πρώτης όψης φαίνεται βορβορώδης, όμως στην ουσία διαπνέεται από μια λαϊκή και ανθρώπινη ηθική.

Τα λογοτεχνικά υλικά του Σκρουμπέλου είναι γνωστά στους εξοικειωμένους με το έργο του. Απ’ την παλιότερη νουβέλα του Φίδια στον Κολωνό θα εντοπίσουμε σκηνικά και χαρακτήρες, όπως ο Τάκης η οχιά. Η «Χαβάη», το κέντρο της αφήγησης του μυθιστορήματος, που στην πραγματικότητα υπήρξε γνωστό πορνείο για τραβεστί στο Μεταξουργείο, έχει μεταφερθεί και κινηματογραφικά στην ομώνυμη ταινία του συγγραφέα.

Η μυθιστορηματική δράση ξετυλίγεται στα χρόνια 1963-64 που σημαδεύτηκαν από την ανάδειξη στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, τη δολοφονία του Κένεντι και τα αιματηρά γεγονότα κατά τη διάρκεια του γιορτασμού της επετείου από την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Η ιστορική τοποθέτηση των γεγονότων δεν αποτελεί απλά ένα γενικό «χαλί» κάτω από τη δράση των ηρώων. Ο συγγραφέας με δεξιοτεχνία συγκροτεί τους πολυάριθμους χαρακτήρες του βιβλίου εντάσσοντάς τους διαλεκτικά στον ιστορικό καμβά.

Πρόκειται για μια λαογραφική εργασία μεγάλης αξίας, αφού ο Σκρουμπέλος φανερώνει στα Μπλε καστόρινα παπούτσια μια εις βάθος γνώση του λεξιλογίου αλλά και της ηθικής συγκρότησης των ανθρώπων του περιθωρίου και των λαϊκών τάξεων της εποχής και της περιοχής. Μιλάμε για ένα κόσμο παραμελημένο από την ιστορία, την επιστήμη και τη λογοτεχνία και από αυτή την άποψη, δεν είναι λίγες οι αναλογίες του βιβλίου του Θ. Σκρουμπέλου με το έργο του Ηλία Πετρόπουλου.

Εμβληματική φυσιογνωμία του βιβλίου είναι ο Γαζούρης, επονομαζόμενος και άλογο, λόγω του υπερμεγέθους πέους του, γύρω από το οποίο το βιβλίο αφηγείται πολλές ιστορίες. Η μητέρα Αριστέα είναι η ηρωίδα που ενσαρκώνει το διαρκή και υπέρ πάντων αγώνα για επιβίωση και αξιοπρέπεια. Ο κυρ Χρήστος, μαυραγορίτης στην Κατοχή, αντικομμουνιστής και νονός της νύχτας, είναι ο χαρακτήρας έκπληξη του βιβλίου για τη μαστοριά και τη γενναιοδωρία με την οποία ο συγγραφέας φιλοτεχνεί τον ηθικό του κόσμο. Ο Μπόης είναι ο τίμιος αγωνιστής, μέλος του ΚΚΕ, που ψάχνει και παλεύει για την αλήθεια αλλά προδίδεται από την ηγεσία.

Ο συγγραφέας όχι μόνο δεν έχει ουδεμία σχέση με το μεταμοντέρνο ρεύμα ιστορίας, που ερμηνεύει αποστασιοποιημένα και επί ίσοις όροις την ιστορία νικητών και νικημένων του εμφυλίου. Προχωρά βήματα παραπέρα, ασκώντας κριτική στη νομιμοφροσύνη της ηγεσίας του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, την προσύλωσή της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τη γραμμή της για λαϊκά μέτωπα.

Τι είναι όμως τα μπλε καστόρινα παπούτσια; Είναι η μετάφραση του θρυλικού για την ιστορία της αμερικανικής μουσικής τραγουδιού blue suede shoes, το οποίο βασικά καθιέρωσε τον Έλβις Πρίσλεϊ στη θέση του «βασιλιά». Στους στίχους του, ο τραγουδιστής λέει ότι μπορεί να δεχτεί τα πάντα, να του κάψουν το σπίτι, να του κλέψουν το αυτοκίνητο, να του πιουν το ποτό – όμως ένα πράγμα δεν ανέχεται: Να του πατήσουν τα μπλε καστόρινα παπούτσια του. Αυτή η λεβεντιά, το συμβολικό καμιά φορά όριο της αξιοπρέπειας που κανείς δεν επιτρέπεται να παραβιάσει, ενώνει και τους δύο ασυμβίβαστους κατά τ’ άλλα χαρακτήρες του βιβλίου. Αυτό το «λαϊκό μέτωπο» η Αριστερά ποτέ δεν το κατανόησε. Όπως και το ροκ εν ρολ άλλωστε.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 31-8-2008)