Η διπλή προεκλογική γλώσσα του Αλέξη Τσίπρα

Πολιτικός λόγος πασπαρτού, με χτυπητές αντιφάσεις και σκόπιμες ασάφειες χαρακτήρισαν την άκρως προεκλογικού χαρακτήρα παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στη φετινή ΔΕΘ. «Ίσως να μην ξέρω ποιος είμαι, αλλά μπορώ να γίνω αυτός που θες» σαν να είπε ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ στο ετερόκλιτο ακροατήριό του. Ο κόσμος της Αριστεράς που συγκεντρώθηκε στη λεωφόρο Νίκης την προηγούμενη Παρασκευή, οι εκπρόσωποι των «παραγωγικών φορέων» που κλήθηκαν στο «Βελλίδειο» την επομένη και βέβαια, το τηλεοπτικό κοινό της καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου, απομονώνοντας φράσεις, ο καθένας εντόπισε πιθανότατα σε κάποια από τις παρεμβάσεις του Αλέξη Τσίπρα τις προσδοκίες του. Το σύνολο όμως συνιστά ένα πλαίσιο με μεγάλες εσωτερικές αντινομίες.

«Εάν πρόκειται για την κυριαρχία της χώρας και την αξιοπρέπεια του λαού μας, εμείς δεν θα διστάσουμε», είπε αφήνοντας μετέωρη την απειλή ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ για τη στάση που θα κρατήσει έναντι των δανειστών κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης του Μνημονίου και των δανείων. Και στο «Βελλίδειο» επανέλαβε: «Θα εφαρμόσουμε το κυβερνητικό πρόγραμμά μας, ανεξάρτητα από την έκβαση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές». Την ίδια στιγμή όμως πρόσθεσε απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου: «Δεν είναι επιλογή μας μονομερείς ενέργειες σε σχέση με το χρέος και το ξέρετε πάρα πολύ καλά αυτό». Και παράλληλα, περιέγραψε την προτεινόμενη λύση διεξόδου ως λύση «win win, μια λύση που θα είναι επωφελής για όλους». Σε αυτή την κατάσταση όπου όλοι θα είναι ευχαριστημένοι, η χώρα θα εκπληρώνει «σε ένα βάθος χρόνου ένα μέρος των υποχρεώσεών μας». Άλλωστε, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ εγγράφεται «στο πλαίσιο μιας νέας, ολιστικής και ευρωπαϊκής προσέγγισης στο πρόβλημα χρέους της ευρωζώνης».

«Ίσως να μην ξέρω ποιος είμαι, αλλά μπορώ να γίνω αυτός που θες» σαν να είπε ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ

Αρκετοί είπαν πως οι παρεμβάσεις του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη είχαν έντονο αριστερό πρόσημο. Και πράγματι, στην ανοιχτή συγκέντρωση του Λευκού Πύργου έκανε αναφορές στη «Φεντερασιόν», ενώ στη συνέντευξη Τύπου διαβεβαίωσε πως «εμείς δεν πρόκειται ούτε την ψυχή μας να χάσουμε ούτε τις αξίες μας και τις αρχές μας να πουλήσουμε», συμπληρώνοντας παραστατικά ότι «νερό στο κρασί μας δεν πρόκειται να βάλουμε». Παράλληλα όμως, υπήρχε και ένα άλλο προφίλ. Η κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, υποστήριξε ο πρόεδρός του, ακόμη και αν έχει απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο θα είναι «κυβέρνηση όλων των Ελλήνων και θα στελεχωθεί από ικανούς, άξιους και έντιμους». Στόχος είναι να «στηριχθεί από ευρύτερες δυνάμεις», αφού το έργο της ανόρθωσης «παίρνει διαστάσεις εθνικής σημασίας». Την ίδια στιγμή και με αφορμή τις επιθέσεις της Χρυσής Αυγής, ο Αλέξης Τσίπρας για πρώτη φορά απευθύνθηκε τόσο άμεσα «στο δημοκρατικό κόσμο της Νέας Δημοκρατίας και στα δημοκρατικά της στελέχη».

Για το αριστερό ακροατήριο που ανησυχεί για τις τυχόν μετατοπίσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο αρχηγός της διαβεβαίωσε πως «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα με δυναμική όταν ο λαός μας βρίσκεται στους δρόμους και διεκδικεί», εξηγώντας ότι είναι «ένα κόμμα άμεσα συναρτημένο με τα κοινωνικά κινήματα, τη λαϊκή κινητοποίηση». Και στο ίδιο πνεύμα είπε απευθυνόμενος στην κυβέρνηση: «Δεν θα φύγετε από μόνοι σας, ο λαός θα σας ρίξει, με το όχι του, με την ανυπακοή, με τους αγώνες, με την αντίσταση». Για τους «νυκοκυραίους» όμως που ακούν για τα κινήματα και απομακρύνονται, ο Αλέξης Τσίπρας είχε καθησυχαστικά λόγια, ότι «ο ρόλος μας θα είναι ρόλος σταθεροποιητικός», γιατί «είμαστε δύναμη ομαλότητας». Η κυβέρνηση Σαμαρά, δήλωσε από το μικρόφωνο της ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας, «θα πέσει από τη λαϊκή κινητοποίηση». Όμως με αφορμή τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα τόνισε ότι «χρειάζεται ομαλότητα και σταθερότητα για να προχωρήσουμε μπροστά».

Άλλωστε, η αριστερή ταυτότητα για την Κουμουνδούρου είναι μάλλον μια ηθική κατηγορία χωρίς πολιτικές απολήξεις, αφού η ηγεσία κάνει λόγο επανειλημμένα για «λύσεις βιώσιμες, ρεαλιστικές και εφικτές», οι οποίες όπως παραδέχτηκε ο Αλέξης Τσίπρας, «δεν έχουν δυστυχώς ή ευτυχώς, ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό πρόσημο». Στην εποχή που κάποιοι υποστηρίζουν ψευδώς ότι οι ιδεολογίες καταρρέουν και ότι τα όρια μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς θολώνουν, ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει στους παραγωγικούς φορείς ότι «το πρωτογενές πλεόνασμα είναι για μας σταθερή πολιτική επιλογή». Την ίδια στιγμή, ένα προωθημένο αριστερό αίτημα, την «εθνικοποίηση των τραπεζών», που επανέλαβε σε όλους τους τόνους ο Αλέξης Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη, το χρησιμοποίησε ως επιχείρημα για να πείσει …εργοδότες: Ο δημόσιος έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα, ισχυρίστηκε, θα επιβληθεί «ώστε οι τράπεζες να λειτουργήσουν ως χρηματοδοτικά εργαλεία, με ιδιαίτερο βάρος στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 22-9-2013)

Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εμπνέει εμπιστοσύνη στον ΣΕΒ;

sebd1-tsipras-2Ασφαλώς και δεν οφείλει το γραφείο του Αλέξη Τσίπρα εξηγήσεις για κάθε επιστολή που έχει παραλήπτη τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, όμως κάποια γράμματα έχουν τη σημασία τους. Όταν μάλιστα αποστολέας είναι ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, τότε η ίδια η επικοινωνία λέει πολλά, χωρίς απαραιτήτως να εμπεριέχονται αυτά στο ίδιο το κείμενο. Η επιστολή του Δημήτρη Δασκαλόπουλου πάντως, με την οποία ο πρόεδρος του ΣΕΒ εξέφρασε τα συγχαρητήριά του για την «επιτυχή έκβαση του συνεδρίου σας και προσωπικά για την εκλογή» του Αλέξη Τσίπρα, είχε και σαφή μηνύματα. «Θεωρώ ότι πράγματι ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαία παράταξη ανταποκρίνεται στη λαϊκή εντολή της 5ης Μαΐου 2012, προσδίδει αυξημένη βαρύτητα –και ευθύνη– στον πολιτικό λόγο και ρόλο του και αντικειμενικά διευρύνει το πεδίο των κοινωνικών συμμαχιών του», αναλύει ο εκπρόσωπος των βιομηχάνων για να υπογραμμίσει αμέσως μετά: «Και τούτο συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός σαφέστερου και σταθερότερου πολιτικού σκηνικού». Και παρακάτω, προσθέτει με ίδια διάθεση: «Οι καιροί επιτάσσουν να γίνουμε όλοι μας πιο ριζοσπαστικοί, αλλά ταυτόχρονα και πιο ρεαλιστικοί καθώς κρινόμαστε από μια κοινωνία που αναζητεί απελπισμένα διέξοδο, έχοντας φτάσει στα όρια της αντοχής της».

Το πώς αντιλαμβάνεται τη ριζοσπαστικότητα ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς, αν για παράδειγμα ανατρέξει στην ομιλία του κατά την τελευταία Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, τον Μάιο, όπου περιέγραψε «δύο βρόγχους» στο λαιμό της χώρας: «Τα αντιαναπτυξιακά μνημόνια και το αναχρονιστικό κράτος». Το πώς βλέπει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το ρόλο των επιχειρήσεων στο σχέδιό του για την «παραγωγική ανασυγκρότηση» το ανέπτυξε πιο πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξή του στον Επενδυτή του προηγούμενου Σαββάτου, όπου ανέλυσε ότι στην επιδιωκόμενη από το κόμμα του ανάπτυξη «μπορούν να παίξουν ρόλο και ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας». Εξήγησε μάλιστα ότι αυτό μπορεί να γίνει αν ο ιδιωτικός τομέας «αξιοποιήσει πραγματικά παραγωγικά πλεονεκτήματα … αντί να κυνηγάει υψηλές κερδοφορίες μέσα από το αφορολόγητο, τους μισθούς Κίνας και τις αποικιοκρατικής έμπνευσης Ειδικές Οικονομικές Ζώνες».

Το πεδίο συνεννόησης λοιπόν μεταξύ μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και της «παραγωγικής τάξης» των βιομηχάνων έχει προδιαγραφεί: Πρώτον, το «σαφές και σταθερό πολιτικό σκηνικό» που μπορεί να εγγυηθεί ένα κόμμα που μένει σταθερά προσηλωμένο στην ευρωπαϊκή προοπτική και συγκεκριμένα, στη ζώνη του ευρώ. Δεύτερον, η «ενιαία παράταξη» που έχει τακτοποιήσει την εξ αριστερών διαφωνία και έχει διαλύσει αποφασιστικά το νεφέλωμα των κινηματικών συνιστωσών. Τρίτον, η ριζοσπαστικότητα μετά ρεαλισμού, το μεταρρυθμιστικό δηλαδή κοκτέιλ που προχωρά μεν σε τομές, αλλά δεν αμφισβητεί το γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο.

Σε αυτό το κλίμα άλλωστε κινούνται οι ηγετικοί κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ μετά το Συνέδριο, το οποίο σημάδεψε από τη μια πλευρά η απόρριψη των αριστερών θέσεων περί διαγραφής χρέους και στάσης πληρωμών και από την άλλη, η υιοθέτηση στην πολιτική απόφαση γενικών θέσεων που μένουν να συμπληρωθούν στην πράξη. Το μετασυνεδριακό πνεύμα, όπως φάνηκε στην πρώτη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής το περασμένο Σάββατο, μπορεί να συμπυκνωθεί στα λόγια του νέου γραμματέα, Δημήτρη Βίτσα, ότι τώρα είναι η ώρα για «εξειδίκευση και βάθεμα του προγράμματος». Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η περίοδος που ξεκινά αμέσως μετά το καλοκαίρι θα γίνει αφορμή για κωδικοποίηση θέσεων εκ μέρους της ηγεσίας, που αισθάνεται ότι έχει λάβει «λευκή επιταγή» από το Συνέδριο, προκειμένου να εξειδικεύσει την κυβερνητική της πρόταση, με βάση τις γενικές αφετηρίες του συνεδρίου.

Η Αριστερή Πλατφόρμα πάντως, αν και παρούσα στην πορεία, κρατά αποστάσεις από την ηγεσία. Αυτό συμβολικά εκφράστηκε στην Κεντρική Επιτροπή, με τα «λευκά» των στελεχών της στην εκλογή του γραμματέα, αλλά και με τη συνειδητή υποεκπροσώπησή της στη νέα Πολιτική Γραμματεία του κόμματος, από την οποία απουσιάζουν τα κορυφαία στελέχη της αριστερής διαφωνίας, πλην του Αντώνη Νταβανέλλου (υπεύθυνος για τα κινήματα και τη συνδικαλιστική δράση). Με μια επιτυχημένη εκδήλωση την Πέμπτη, η Αριστερή Πλατφόρμα φαίνεται ότι διεκδικεί ενεργό ρόλο σαν αριστερό αντίβαρο, χωρίς πάντως διάθεση παραχωρήσεων ή ρήξεων.

«Αυτά που λέμε, πολύ σύντομα, θα κληθούμε να τα εφαρμόσουμε», είναι μια φράση που λέει συχνά πια ο Αλέξης Τσίπρας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ρεαλιστικών προσαρμογών στη «γραμμή». Φράση που χαρακτήρισε τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής είναι επίσης και η «αμφίπλευρη διεύρυνση», που συνοδεύτηκε με νέο άνοιγμα του Αλέξη Τσίπρα στους ΠΑΣΟΚογενείς, η συμπόρευση με τους οποίους χαρακτηρίστηκε (κατόπιν «εορτής» και …μαυρίσματός τους στο συνέδριο) «αδιαπραγμάτευτη στρατηγική επιλογή». Το ΔΗΚΚΙ πάντως ήδη ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το ΣΥΡΙΖΑ, με τον Παναγιώτη Μαντά να υποστηρίζει το Σάββατο «θα είμαστε και πάλι μαζί στους κοινούς αγώνες».

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 28/7/2013)

Η προγραμματική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ

17596_624577080893911_780678716_nΜια μείζων διαφορά υπήρχε μεταξύ των συνεδρίων της Αριστεράς καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο και του 1ου ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, που ολοκληρώθηκε την Κυριακή 14 Ιουλίου. Η εγγύτητα του κόμματος στην κυβερνητική εξουσία έθεσε αυτομάτως σε δεύτερο πλάνο το ίδιο το πρόγραμμα, τις ψηφισμένες θέσεις, την πολιτική αντιπαράθεση που προηγήθηκε και αντίθετα έφερε στο επίκεντρο τον επικεφαλής και την εδραίωσή του στο εσωκομματικό πεδίο, κατά τα πρότυπα των αστικών κυβερνητικών κομμάτων που πραγματοποιούν συνέδρια για το θεαθήναι.

Είναι αλήθεια ότι παρόλη τη σύντομη και αγχωμένη προσυνεδριακή διαδικασία, για την οποία ακούστηκαν πολλά αρνητικά σχόλια, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε ένα οργανωτικό τόλμημα, αποφασίζοντας μια σχεδόν πενθήμερη διαδικασία μαμούθ, στην οποία είχαν λόγο και ψήφο περίπου 3.500 αντιπρόσωποι. Από αυτούς μίλησαν οι 258, καθένας επί περίπου ένα πεντάλεπτο. Για την Κεντρική Επιτροπή των 200 μελών έθεσαν υποψηφιότητα 676. Όσο πραγματικό είναι όμως ότι η μαζική συμμετοχή έχει στοιχεία δημοκρατικότητας, άλλο τόσο ισχύει ότι σε ένα τόσο μεγάλο σώμα και σε μια τόσο χρονοβόρα διαδικασία δεν ακούγονται πραγματικά παρά τα πιο γνωστά στελέχη και φυσικά, η ηγεσία. Έτσι, αν γινόταν απομαγνητοφώνηση των ομιλιών του συνεδρίου, θα απαιτείτο οπωσδήποτε ένας πολύ ογκώδης τόμος. Ωστόσο, την ουσία της διαδικασίας την συμπύκνωσε σε δυο γραμμές ο Αλέξης Τσίπρας, στην αρχή της ομιλίας του το βράδυ του Σαββάτου: «Ξέρετε ποιο είναι το μήνυμα που έρχεται απ’ έξω, από όσα διαδραματίζονται αυτή τη στιγμή στην κοινωνία, που αγωνία και μάχεται; Το μήνυμα είναι τελειώνετε γιατί χανόμαστε». Όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει «καλές οι διαφωνίες, καλές οι πλατφόρμες, αλλά τώρα προέχει να γίνουμε ενιαίο κόμμα, με ψηφισμένο πρόεδρο για να διεκδικήσουμε με αξιώσεις την εξουσία».

Η πλευρά αυτή δεν ξέφυγε από την κριτική των ίδιων των αριστερών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ: Ο Δημήτρης Μπελαντής μίλησε για «ένα είδος μεταπαπανδρεϊσμού» για να χαρακτηρίσει την κυρίαρχη αντίληψη στο κόμμα που δαιμονοποιεί τη διαφωνία. Ο Αντώνης Νταβανέλλος της ΔΕΑ, υπογράμμισε σε δικό του άρθρο την «υποβάθμιση της πολιτικής συζήτησης πάνω στα κεντρικά στρατηγικά διλήμματα που θέτει η νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα του κεφαλαίου».

Το στοίχημα για τον Αλέξη Τσίπρα ήταν όμως να εκπέμψει ένα μήνυμα εσωκομματικής κατίσχυσης και εδραίωσης της ηγετικής του θέσης με αποδέκτες όχι τους αριστερούς πολίτες που θα μελετήσουν τις θέσεις, αλλά το ακροατήριο του παλιού δικομματισμού. Η εκλογή του στη θέση του προέδρου με ποσοστό 74% και ο έλεγχος της νέας Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ από στελέχη της επιρροής του με ποσοστό 70,46% δείχνουν ότι το στοίχημα κερδήθηκε, παρόλο που η επικράτησή του δεν ήταν καθόλου ανέφελη, όπως περίμενε.

Oι απόψεις που καταδικάστηκαν διά ψηφοφορίας έχουν να πουν πολλά περισσότερα από τις ίδιες τις ψηφισμένες θέσεις

Την ιστορία την γράφουν συνήθως οι νικητές και το ίδιο ισχύει και για τα κομματικά ντοκουμέντα. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ πάντως και του ιδρυτικού του συνεδρίου, οι απόψεις που καταδικάστηκαν διά ψηφοφορίας έχουν να πουν πολλά περισσότερα από τις ίδιες τις ψηφισμένες θέσεις. Κι αυτό γιατί η Πολιτική Απόφαση δεν έχει αιχμές, αντιθέτως τα σημεία της είναι χαρακτηριστικά για την ασάφεια και τη γενικολογία τους, ενώ σε κάποια κρίσιμα θέματα σημειώνεται …σιωπή.

Χαρακτηριστικότερη παράλειψη της Πολιτικής Απόφασης του συνεδρίου είναι η τακτική συμμαχιών που προτίθεται να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά και ειδικά στην περίπτωση που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναδειχθεί κατά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στην πρώτη θέση χωρίς αυτοδυναμία. Υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες η προοπτική αυτή δεν είναι θεωρητικής μόνο φύσης, παρά συζητείται ευρύτατα εδώ και μήνες και αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής και όχι μόνο αντιπαράθεσης, λόγω του σημερινού πολιτικού σκηνικού που υποδεικνύει ως μόνους υποψήφιους συμμάχους του ΣΥΡΙΖΑ το κόμμα του Πάνου Καμμένου και τη μνημονιακή ΔΗΜΑΡ. Πόσω μάλλον, που η Αριστερή Πλατφόρμα έθεσε με τροπολογία της στο συνέδριο προς ψήφιση τις εξής αιχμές: «Συνεργασία και συμπόρευση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μαζί με δυνάμεις της ριζοσπαστικής οικολογίας». Στην πρόταση αυτή ξεκαθαριζόταν επίσης η άρνηση συνεργασίας με τους Ανεξάρτητους Έλληνες: «Τέτοιου είδους ευρύτερες συνεργασίες δεν αφορούν δυνάμεις κεντροδεξιού προσανατολισμού … ανεξάρτητα από την αντιμνημονιακή ρητορική τους». Επίσης, η τροπολογία είχε και …ρήτρα ΔΗΜΑΡ: «Με την πολιτική που εκπέμπει η ηγεσία της δεν υπάρχουν περιθώρια πολιτικής συνεργασίας», ανέφερε η αριστερή αντιπολίτευση. Το γεγονός ότι απορρίφθηκαν από το σώμα οι θέσεις αυτές και στη θέση τους δεν υπάρχει διατυπωμένη κάποια σαφής μετωπική πολιτική, δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά ως εξουσιοδότηση στην ηγεσία να χειριστεί εν λευκώ και κατά το δοκούν το ζήτημα, όταν προκύψει. Η μόνη «δέσμευση» του συνεδρίου είναι να επιμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ «στην πρότασή του για συνεργασία με τις δυνάμεις της Αριστεράς», με τη σαφή όμως διευκρίνιση ότι «δεν μπορούμε να περιμένουμε έως ότου οι ηγεσίες της Αριστεράς κατανοήσουν την ανάγκη ενότητας και κοινής δράσης», ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι η επιδιωκόμενη ενότητα έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη «στήριξη της κυβέρνησης της Αριστεράς».

Για το δημόσιο χρέος και το ευρώ

Αρκετά από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και σχολιαστές υποστήριζαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει εξετάσεις στο συνέδριό του, ειδικά ως προς τα θέματα του χρέους και της ευρωπαϊκής προοπτικής, όπου καταγράφηκε και η συστηματικότερη αριστερή διαφωνία. Και πράγματι, ο σκόπελος αποφεύχθηκε. Στη σχετική τροπολογία που απορρίφθηκε, η Αριστερή Πλατφόρμα υπογράμμιζε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνωρίζει αυτό το χρέος σαν χρέος του ελληνικού λαού». Και παρακάτω: «Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα προχωρήσει άμεσα στη διακοπή αποπληρωμής του χρέους (τόκων και χρεολυσίων) και στη διαγραφή του». Αντιθέτως, η θέσεις που υιοθετήθηκαν έχουν ως εξής: «Επαναδιαπραγματευόμαστε τις δανειακές συμβάσεις και ακυρώνουμε τους επαχθείς όρους τους, θέτοντας ως πρώτο θέμα τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, πραγματοποιώντας λογιστικό έλεγχο». Με άλλα λόγια το συνέδριο υποβίβασε ένα κεντρικό αίτημα σε διαπραγματευτικό επιχείρημα. Αντί της καθαρής απειλής μονομερών ενεργειών στο μόνο πεδίο που έχει ο δανειζόμενος ισχύ, αυτό της εξυπηρέτησης του χρέους, οι τελικές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ επιλέγουν διατυπώσεις με χαρακτηριστική αοριστία: «Απόλυτη προτεραιότητα για εμάς είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής … και όχι η υποταγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν», χωρίς να διευκρινίζεται ποιες είναι αυτές. Και παρακάτω, η επιλογή του κειμένου να μιλήσει συγκαλυμμένα είναι χτυπητή: «Θα αντιμετωπίσουμε τις ενδεχόμενες απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών με όλα τα διαθέσιμα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε», χωρίς να τα απαριθμεί. Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι η ψηφοφορία αυτή ήταν και η πλέον αμφίρροπη, με εκτιμήσεις της Αριστερής Πλατφόρμας να ανεβάζουν το ποσοστό αποδοχής των τροπολογιών της στο 40%.

«Όχι» όμως είπε και το πολυπληθές σώμα των συνέδρων του ΣΥΡΙΖΑ και σε σχετική προσθήκη με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Για ένα όχι μέχρι το τέλος στους εκβιασμούς». Σε αυτήν διατυπωνόταν ρητά ότι «ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη … σε καμία περίπτωση δεν συνιστά καταστροφή ή εθνική απομόνωση», αντιθέτως χαρακτηριζόταν «βιώσιμη και θετική πρόταση διεξόδου με ελπιδοφόρο ορίζοντα», στο βαθμό βέβαια που εντασσόταν «σε ένα προοδευτικό σχέδιο ρήξης με τα μνημόνια και την τρόικα». Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει τι απορρίπτει, δεν είναι απολύτως σαφές τι υιοθετεί, αφού και σε αυτό το πεδίο, οι προγραμματικές θέσεις είναι αρκετά ασαφείς. Ενώ υπάρχει η διαπίστωση ότι «το ευρώ αντιμετωπίζεται κυρίως ως όχημα της γερμανικής πολιτικής» και αναγνωρίζεται ότι «το μέλλον της ευρωζώνης αλλά και της ίδιας της ενωμένης Ευρώπης καθίσταται διαρκώς περισσότερο επισφαλές», δεν διατυπώνεται με σαφήνεια μια κατεύθυνση για τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και κυρίως, της νομισματικής πολιτικής. Αφήνεται να εννοηθεί ότι διατηρώντας το διεθνές και ειδικά το ευρωπαϊκό πλαίσιο ανέπαφο, μπορεί μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί αυτοτελώς στο εσωτερικό της χώρας τις επιπτώσεις της κρίσης. Παράλληλα, εγκαταλείφθηκε στην Πολιτική Απόφαση η πολύ πρόσφατη θέση της ηγεσίας του κόμματος για «μέτωπο των χωρών του Νότου» σε επίπεδο κινημάτων ή κυβερνήσεων.

Για τις ιδιωτικοποιήσεις

Διαπάλη για τις διατυπώσεις σημειώθηκε και για τις τροπολογίες που αφορούσαν τις ιδιωτικοποιήσεις. Η Αριστερή Πλατφόρμα πρότεινε, αλλά το συνέδριο δεν υιοθέτησε, τις παρακάτω προσθήκες: «Εθνικοποίηση υπό εργατικό έλεγχο των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας», θέση που εξειδικευόταν σε «πλήρη δημόσια ιδιοκτησία, δημόσια διαχείριση, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο», μιλώντας για το χρηματοπιστωτικό τομέα, τον τομέα της ενέργειας, τα μέσα μαζικής μεταφοράς,τα λιμάνια, τα αεροδρόμια και τους αυτοκινητοδρόμους, τα ΕΛΤΑ και την αμυντική βιομηχανία, αλλά και τα ναυπηγεία και τις επιχειρήσεις ορυκτού πλούτου. Οι θέσεις που προτίμησε να υιοθετήσει το σώμα κινούνται σε διαφορετικό πλαίσιο, αφού αποφεύγεται ο όρος «εθνικοποίηση» και «εργατικός έλεγχος». Για το τραπεζικό σύστημα αναφέρεται πως θα τεθεί «υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του Δημοσίου» ενώ για τις υπόλοιπες δημόσιες επιχειρήσεις γίνεται λόγος για ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων, την ίδια στιγμή που εξαγγέλλεται η επαναφορά του καθεστώτος όπως ίσχυε μέχρι σήμερα: «Επαναφέρουμε υπό δημόσιο έλεγχο και ταυτόχρονα ανασυγκροτούμε πλήρως τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας που έχουν ιδιωτικοποιηθεί», αναφέρει η Πολιτική Απόφαση, κάνοντας απλώς λόγο για «Δημόσιο νέου τύπου».

Για το β’ κύμα ριζοσπαστικοποίησης

Εύγλωττη όμως είναι και η τελευταία προσθήκη που έθεσε στο συνέδριο η Αριστερή Πλατφόρμα για να απορριφθεί, όπως και οι προηγούμενες. Σε αυτήν ζητείτο η «εμβάθυνση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα του κόμματος, αναβάθμιση των κινηματικών και μαχητικών του χαρακτηριστικών», ενώ διατυπωνόταν η κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ «να επιδείξει αξιοπιστία στο ριζοσπαστισμό του και την ανατρεπτική του κατεύθυνση». Φαίνεται όμως ότι εκείνο που κυριάρχησε ήταν μια διαφορετική φυσιογνωμία για το ΣΥΡΙΖΑ, κλειστή πλέον για το ριζοσπαστισμό της πρώτης του περιόδου. «Αυτό το αγωνιστικό κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται προς όλους, προς όλους, προς όλους», τόνισε μετ’ επιτάσεως ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα του συνεδρίου για να κάνει ένα διπλό κάλεσμα: «Στο δημοκρατικό κόσμο που στήριξε της ελπίδες και τις προσδοκίες στο ΠΑΣΟΚ και έδωσε μάχες για την αλλαγή» αλλά και «προς τους συντηρητικούς πολίτες».

Ο Στάθης Κουβελάκης με άρθρο αποτίμησης που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα iskra.gr μίλησε για «ενίσχυση των δεξιόστροφων, διαχειριστικών απόψεων που καλλιεργούνται στον ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα ενός κοντόθωρου και στην ουσία επιπόλαιου ρεαλισμού». Ο Αντώνης Νταβανέλλος επίσης, με δικό του κείμενο στο rproject.gr στηλίτευσε τη λογική που υποστηρίζει ότι «προηγείται η σωτηρία της χώρας και κατά συνέπεια η αριστερή πολιτική, οι προγραμματικοί στόχοι και τα μέτρα σοσιαλιστικής κατεύθυνσης θα πρέπει να απωθηθούν στο μέλλον». Πιο αιχμηρός, ο Δημήτρης Μπελαντής έκανε λόγο για «συνέδριο στρατηγικής παλινδρόμησης». Είναι βέβαια θέμα πολιτικής εκτίμησης το πόσο και αν κλείνει ο δρόμος για μια νέα ριζοσπαστική στροφή του κόμματος. Με ανακοίνωσή της στο τέλος του συνεδρίου, η Αριστερή Πλατφόρμα εντόπισε «μεγάλη και ανοδική απήχηση» για τις εναλλακτικές της θέσεις, ενώ ο Δημήτρης Στρατούλης, όπως λέει σήμερα στο Πριν (βλ. σελ. 15) «αισιοδοξώ και αγωνίζομαι με άλλους συντρόφους μου αυτή η άποψη να γίνει γρήγορα πλειοψηφική στο ΣΥΡΙΖΑ». Η πραγματικότητα είναι ότι παρά την ισχυρή καταγραφή της αριστερής διαφωνίας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «κλείδωσε» με τον πιο επίσημο τρόπο πολιτικές θέσεις προς τον αντίθετο του ριζοσπαστισμού προσανατολισμό, την πιο κρίσιμη περίοδο για τη δοκιμασία των απόψεων αυτών στην πράξη.

 Οργανωτικός φιλελευθερισμός με αποκλεισμούς

1069393_623754074309545_597614572_nΤο μεγαλύτερο μέρος του συνεδρίου, των συζητήσεων και των διαξιφισμών αφορούσε τα οργανωτικά ζητήματα του νέου, ενιαίου φορέα, που συμβολικά τροποποίησε εκ νέου το όνομά του σε σκέτο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αλήθεια ότι τα αποτελέσματα υπήρξαν θετικά και για τις δύο κύριες πλευρές που είδαν τις δυνάμεις τους να αυξάνονται. Ο Αλέξης Τσίπρας εδραίωσε την κυριαρχία του μέσω της μεγάλης πλειοψηφίας που πήρε ως πρόεδρος από το σώμα των συνέδρων. Το 74,08% και οι 2.477 ψήφοι είναι ασφαλώς μια μεγάλη νίκη, ωστόσο υπολείπεται από το στόχο που είχε θέσει εκ των προτέρων η ηγετική ομάδα, ο οποίος σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ανέβαζε τον πήχη σε ποσοστά άνω του 80%. Στο αποτέλεσμα αυτό έπαιξε ρόλο η επιλογή των συνέδρων της Αριστερής Πλατφόρμας να ρίξουν στην κάλπη λευκά ψηφοδέλτια, τα οποία ανήλθαν σε 688, ποσοστό δηλαδή 20,57%.

Η αντιπαράθεση που προηγήθηκε αφορούσε τον τρόπο εκλογής του προέδρου του κόμματος, αν δηλαδή θα ψηφιζόταν από το ίδιο το συνέδριο, όπως και έγινε, ή αν θα ψηφιζόταν από την Κεντρική Επιτροπή. Η πλευρά Τσίπρα υποστήριξε ότι βάσει των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών, απαιτείτο ισχυρή εντολή και νομιμοποίηση για το νέο πρόεδρο, την ίδια στιγμή που η Αριστερή Πλατφόρμα είδε στην επιλογή αυτή μια επιχείρηση υποβιβασμού του ρόλου της Κεντρικής Επιτροπής με παράλληλη αυτονόμηση του προέδρου. Τελικώς, εγκρίθηκε η απόφαση εκλογής του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από το συνέδριο καθώς επίσης και η καταστατική ρύθμιση ο τρόπος εκλογής του προέδρου σε κάθε συνέδριο να αποφασίζεται από το σώμα. Στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας υποστήριξαν κατόπιν ότι αυτή ήταν μια λάθος επιλογή του Αλέξη Τσίπρα, καθώς ενδεχόμενη εκλογή του από την Κεντρική Επιτροπή θα εξασφαλιζόταν μάλλον ομόφωνα και χωρίς αντιπαραθετικές υποψηφιότητες, όπως αυτές της Σίσσυς Βωβού που έλαβε 157 ψήφους και ποσοστό 4,69% και του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, που έλαβε 22 ψήφους και ποσοστό 0,66%.

Στη μάχη της Κεντρικής Επιτροπής θέση της ηγεσίας ήταν να καταργηθεί το σύστημα της λίστας και συνακόλουθα η αναλογική εκπροσώπηση των τάσεων στο κεντρικό όργανο. Η άποψη αυτή δεν συνάντησε τη συναίνεση των υπόλοιπων πλευρών, με αποτέλεσμα να κατέλθουν 6 ψηφοδέλτια. Την πρώτη θέση κατέλαβε το Ενιαίο Ψηφοδέλτιο που συνένωσε τις τάσεις (Αριστερή Ενότητα, Πλατφόρμα 2010 και τις συνιστώσες ΚΟΕ, ΑΚΟΑ κ.λπ.) που στηρίζουν τον Αλέξη Τσίπρα, με 67,61%, δεύτερη ήρθε η Αριστερή Πλατφόρμα (από το πρώην Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού και τις συνιστώσες ΔΕΑ, Κόκκινο, ΑΠΟ) με 30,15% και ακολούθησαν με πολύ μικρότερα ποσοστά (1% και κάτω) τα ψηφοδέλτια Ανένταχτοι εντός ΣΥΡΙΖΑ, Κομμουνιστική Τάση, Παρέμβαση των μελών και Παρέμβαση για την ενότητα.

Από τα μελανά σημεία της διαδικασίας, που δείχνει και τη σφοδρή διαπάλη των μηχανισμών που διεξήχθη στο κλειστό γήπεδο του Φαλήρου, το γεγονός ότι στη νέα Κεντρική Επιτροπή δεν υπάρχει κανένα μέλος που να εκπροσωπεί τα στελέχη που προέρχονται από τη σοσιαλιστική Αριστερά. Οι μεν Σοφία Σακοράφα και Παναγιώτης Κουρουμπλής επέλεξαν για δικούς τους λόγους να μη θέσουν καν υποψηφιότητα για το όργανο, υπήρξαν όμως και στελέχη που δεν «επιβίωσαν» πολιτικά από το διχασμό των δύο βασικών τάσεων. Έτσι απέκτησε ένα πιο ρεαλιστικό πέρα από συμβολικό χρώμα, η αποπομπή της προσθήκης «Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο» από τον τίτλο του κόμματος, που στις προηγούμενες εκλογές επιλέχθηκε για να σηματοδοτήσει ακριβώς αυτή τη συμμαχία με δυνάμεις που αποδεσμεύτηκαν από το ΠΑΣΟΚ, μετά την ψήφιση του Μνημονίου. Την τακτική τους να συγκρουστούν με την κορυφή «πλήρωσαν» όμως και οι Ενεργοί Πολίτες του Μανώλη Γλέζου, τα μέλη των οποίων δεν είδαν τα ονόματά τους στη λίστα των εκλεγμένων μελών της Κεντρικής Επιτροπής.

Η αναμενόμενη ως «μάχη των μαχών» για την επιβίωση ή μη των συνιστωσών έληξε, μετά και από την καθοριστική παρέμβαση του Μανώλη Γλέζου, με συμβιβασμό της πλευράς Τσίπρα. Σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε το συνέδριο, όσες συνιστώσες δεν έλαβαν απόφαση αυτοδιάλυσης, «δεσμεύονται να παύσουν την ξεχωριστή δημόσια δράση ώστε να δοθεί έμφαση στην ενιαία δράση, στις κοινές εμφανίσεις χωρίς ξεχωριστή παρουσία, στη βάση των καταστατικών αρχών και των συλλογικών αποφάσεων του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ», όπως υπογραμμίζεται στην προσθήκη του καταστατικού που ψηφίστηκε. Παράλληλα, μετά από σοβαρή διαπάλη, αφαιρέθηκε και ο χρονικός προσδιορισμός της αυτοδιάλυσης: «Είναι λογικό να δοθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να υπάρξουν οι αναγκαίες αποφάσεις από τις συνιστώσες», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση. Ήδη όμως, τα όποια ευεργετήματα απολάμβαναν με το καθεστώς της συνιστώσας, τα απώλεσαν οι οργανώσεις της Αριστεράς, αφού καταργήθηκε η δυνατότητα βέτο σε αποφάσεις, όπως ίσχυε στην παλιά «γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ», ενώ δύσκολα πια θα αποφασιστεί πολιτικά πριμοδότηση στελεχών σε εκλογές για την αναλογική εκπροσώπηση των απόψεων στο Κοινοβούλιο, όπως γινόταν μέχρι σήμερα, πρακτική που είχε εκτός των άλλων και οικονομικό αντίκτυπο.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 21/7/2013)

Συνέδριο συμβιβασμών γέννησε το νέο ΣΥΡΙΖΑ

1010347_623745104310442_1707462983_nΤο κυβερνητικό κόμμα δεν αρκεί να είναι ενιαίο και αρχηγικό, πρέπει να φαίνεται κιόλας: Αυτή η παραλλαγή της περίφημης ρήσης για τις αρετές της γυναίκας του Καίσαρα κυριαρχεί από το απόγευμα της Τετάρτης στο γήπεδο του Τάε Κβον Ντο, στο «ιδρυτικό» συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, όπου σήμερα Κυριακή διεξάγονται οι τελικές ψηφοφορίες για την εκλογή της νέας Κεντρικής Επιτροπής, ενώ χθες, Σάββατο, ψηφίστηκε η Διακήρυξη και η Πολιτική Απόφαση. Ήταν όμως το οργανωτικό ζήτημα που κυριάρχησε στο συνέδριο, όπως συμπύκνωσε η πληθωρική παρουσία του Μανώλη Γλέζου το βράδυ της Πέμπτης.

Ο βουλευτής Επικρατείας του κόμματος και σύμβολο τόσο της Αριστεράς, όσο και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε να απουσιάσει με τον πιο ηχηρό τρόπο κατά την έναρξη του συνεδρίου, όπου του είχε παραχωρηθεί θέση στο τιμητικό προεδρείο. Την επομένη, κατά την τοποθέτησή του κατακεραύνωσε την ηγεσία: «Δεν είναι κόμμα αρχηγικό, αλλά κόμμα συλλογικό», υπογράμμισε για τον ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας «να σταματήσουν οι εισηγήσεις και τα κλεισίματα, δεν είμαστε χειροκροτητές». «Εμείς δεν αυτοδιαλυόμαστε, εσείς κάντε ό,τι θέλετε», πέταξε ακόμη το γάντι στον Αλέξη Τσίπρα, ενώ πρότεινε ένα σχήμα συλλογικής ηγεσίας.

Η αλήθεια είναι ότι το σκηνικό του συνεδρίου στο Φάληρο τίποτε δεν θύμιζε παλιότερες διαδικασίες του χώρου. Τα χωριστά τραπεζάκια των συνιστωσών που κάποτε δέσποζαν με τα χωριστά υλικά και την παρουσία τους, είχαν περιοριστεί πρακτικά σε ένα, όπου οι συνασπισμένες συνιστώσες που επιμένουν στην αυτονομία τους υπό την ονομασία «Κόκκινο Δίκτυο» (ΑΠΟ, ΔΕΑ, Κόκκινο) μοίραζαν τις θέσεις τους. Πιο διακριτική, η ΚΟΕ που αποφάσισε την «αναστολή της δημόσιας παρουσίας» της, μοίραζε ένα τετρασέλιδο κείμενο με τις θέσεις της, υπογεγραμμένο απλώς με τα ονόματα των στελεχών της.

Η λύση που πρόκρινε μέχρι το Σάββατο η πλειοψηφία του κόμματος ήταν ένας συμβιβασμός: Αναβολή της αυτοδιάλυσης για όποιον θέλει να κρατήσει το ιστορικό του φορτίο και «μοντέλο ΚΟΕ», δηλαδή πάγωμα της χωριστής δημόσιας παρέμβασης. Πιο παραστατικά όμως το έθεσε ο Δημήτρης Παπαδημούλης, που είπε σε συνέντευξή του πως «όσοι θέλουν να διατηρήσουν την αυτονομία τους, μπορούν να το κάνουν», αλλά υποβίβασε τους συμμάχους σε καθεστώς «στενής συντροφικής και συναγωνιστικής συνεργασίας».

«Παρών» σε μια πολιτική συμμαχία δήλωσαν Οικολόγοι Πράσινοι και Κοινωνική Συμφωνία

Η έναρξη του Συνεδρίου από τον Αλέξη Τσίπρα έγινε περισσότερο με τηλεοπτικούς όρους. Οι αιχμές από την εισήγησή του ήταν πρώτον, το δίλημμα «Μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ», το οποίο παρουσίασε ως «μεγάλη πολιτική δέσμευση απέναντι στον ελληνικό λαό», δεύτερον, την τραβηγμένη εκτίμηση ότι η ενιαιοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι «μια μείζονα ανάγκη για τα λαϊκά στρώματα» και τρίτον, το «παλλαϊκό προσκλητήριο» που απηύθυνε τόσο «στον απλό δημοκρατικό κόσμο που στήριξε στη μεταπολίτευση το αίτημα της Αλλαγής» όσο όμως και στους «πολίτες που δεν ανήκαν ποτέ στην Αριστερά, αλλά εμφορούνται από τις ιδέες του πολιτικού φιλελευθερισμού». Στο επίπεδο των πολιτικών συμμαχιών, αξίζει να σημειωθεί η παρουσία των Οικολόγων Πρασίνων: Ο Μιχάλης Τρεμόπουλος στο χαιρετισμό του μίλησε για «ευρύτερες πλειοψηφίες» και για «κυβερνητικές συνεργασίες» που «προϋποθέτουν προγραμματική συμφωνία και ένα συγκεκριμένο σχέδιο εναλλακτικής διακυβέρνησης». Επίσης, η Λούκα Κατσέλη από το βήμα του Συνεδρίου περιέγραψε ένα «μεγάλο πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα αντίστασης και διεκδίκησης μιας ευρύτατης συμπαράταξης» και δήλωσε γλαφυρά ότι «η Κοινωνική Συμφωνία δηλώνει παρούσα».

Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι, που μιλούσαν σε ένα μισο-άδειο γήπεδο, εστίασαν στο οργανωτικό. Με την πλειοψηφία των τοποθετήσεων να μοιάζει με επανάληψη των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς, κάποιοι σύνεδροι έθιξαν διαφορετικά θέματα, την «ΠΑΣΟΚοποίηση» του κόμματος, το αγροτικό ζήτημα, τις κοινωνικές συμμαχίες. Κοινή συνισταμένη που έβγαζε το «κλίμα» ήταν ο ενθουσιασμός για το «νέο κόμμα». Από τα προβεβλημένα στελέχη, ξεχώρισε η ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη, ο οποίος τόνισε χαρακτηριστικά ότι «εκείνο που καθιστά ένα πρόγραμμα αριστερό σήμερα δεν είναι ο μαξιμαλισμός των στόχων του αλλά το ήθος, η αξιοπιστία, η συνέπεια», για να συμπεράνει ότι «μέτωπο ανοιχτό πρέπει να έχουμε σε διάφορες παλαιές και νέες μορφές οικονομισμού και κινηματισμού που υποτιμούν το πεδίο της πολιτικής». Από την Αριστερή Πλατφόρμα, ο Δημήτρης Στρατούλης ζήτησε ο ΣΥΡΙΖΑ «να επιμένει στη συνεργασία των αριστερών δυνάμεων» και να ξεκαθαρίσει την πρότασή του για το δημόσιο χρέος, δηλώνοντας ότι θα προχωρήσει σε κινήσεις όπως «η διακοπή αποπληρωμής του, η στάση πληρωμών και η μονομερής διαγραφή του». Η Σοφία Σακοράφα, τάχθηκε υπέρ του σχεδίου για ενιαίο κόμμα και κατάργηση των συνιστωσών, όμως έθεσε βασανιστικά ερωτήματα προς την ηγεσία: «Θα είμαστε ο άλλος πόλος, ο αντισυστημικός πόλος, ο πόλος που συγκρούεται ή η λογική του ώριμου φρούτου θα μας επιβάλλει ένα ρόλο κι ένα λόγο στρογγυλεμένο, θεωρητικά υπεύθυνο, πρακτικά όμως εντός του δοσμένου πολιτικού συστήματος;», ρώτησε ρητορικά, ενώ δήλωσε την άρνησή της να συμμετέχει στη νέα Κεντρική Επιτροπή.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 14/7/2013)

Ενοποίηση με ρήξεις φέρνει το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ

Πολιτικοί ελιγμοί και οργανωτικά εμπόδια χαρακτηρίζουν την τελική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς το ιδρυτικό του Συνέδριο, το οποίο ξεκινά τις εργασίες του το βράδυ της Τετάρτης 10 Ιουλίου στις εγκαταστάσεις του Τάε Κβον Ντο στο Φάληρο. Την ίδια στιγμή που τέσσερις ιστορικές συνιστώσες δηλώνουν την άρνησή τους να αυτοδιαλυθούν, όπως δηλαδή προστάζει ο Συνασπισμός και η ηγετική ομάδα του κόμματος στην προοπτική της ενιαιοποίησης, ο Αλέξης Τσίπρας άφησε για πρώτη φορά σε δημόσια ομιλία του να διαφανεί ότι σκέφτεται τη λύση της στάσης πληρωμών του δημοσίου χρέους.

H πίεση της βάσης για σαφείς απαντήσεις στο μείζον ζήτημα του δημόσιου χρέους και για άρση της διαλλακτικότητας έναντι της Ευρώπης, φτάνει στην ηγεσία

Συγκεκριμένα, μιλώντας στην Πάτρα την Πέμπτη, ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έθεσε πιο συγκεκριμένα το θέμα προτεραιοτήτων της δημοσιονομικής πολιτικής που θα ασκήσει μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι η αρχή της θα είναι «πρώτα οι φτωχοί, οι αδύναμοι και οι άνεργοι και μετά η κα Μέρκελ και οι τραπεζίτες». Ο Αλέξης Τσίπρας εξειδίκευσε μάλιστα τη θέση του, τονίζοντας ότι «οι τόκοι που έχουμε να πληρώνουμε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια υπερβαίνουν τα 25 δισ. ευρώ» και κατέληξε: «Να, λοιπόν, τα λεφτά για την ανόρθωση. Να τα λεφτά για την ανασυγκρότηση. Να τα λεφτά για την ανάπτυξη. 25 δισ. που σε τέσσερα χρόνια θα ξαναβάλουν την Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά με τη κοινωνία όρθια, με το λαό κυρίαρχο».

Βέβαια, στην ομιλία του δεν ξεκαθάρισε αν η κίνηση αυτή θα αποτελεί μονομερή απόφαση ή προϊόν διαπραγμάτευσης. Αν παράλληλα θα πληρώνονται το χρεολύσια ή αν επιθυμεί έναν διακανονισμό επιμήκυνσης. Από την Κουμουνδούρου πάντως ξεκαθάρισαν ότι το χωρίο αυτό της ομιλίας Τσίπρα δεν αποτελεί κάποιο νέο δεδομένο παρά «έναν άλλο τρόπο παρουσίασης όσων έχουμε ήδη πει». Φαίνεται όμως ότι η πίεση της βάσης για σαφείς απαντήσεις στο μείζον ζήτημα του δημόσιου χρέους και για άρση της διαλλακτικότητας έναντι της Ευρώπης, φτάνει στην ηγεσία που προσπαθεί ρητορικά τουλάχιστον να ανταποκριθεί στη ζήτηση για ριζοσπαστική και όχι συστημική στροφή.

Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η ανακοίνωση που εξέδωσε την Πέμπτη το ΔΗΚΚΙ ενόψει Συνεδρίου, όπου τονίζεται με σαφήνεια πως το κόμμα «χρειάζεται να μην υποκύψει στις σειρήνες μιας δήθεν ομαλής εναλλαγής στην εξουσία, να μην εγκλωβιστεί στα συστημικά νερά συμπλέοντας με δυνάμεις που τάχα αποσπάσθηκαν από την τρικομματική, αλλά να κηρύξει και να πάρει στην πλάτη του τη νέα ριζοσπαστικοποίηση που αποτελεί πολιτικό ζητούμενο και αναγκαιότητα για τη χώρα». Στην ίδια ανακοίνωση, το ΔΗΚΚΙ δηλώνει πως «δεν χρειάζεται ένα μοναδικό κόμμα, αλλά ένα μεγάλο μέτωπο οργανώσεων, κομμάτων και ανένταχτων, ένα νέο ΕΑΜ», ενώ υπενθυμίζει ότι «το ΔΗΚΚΙ με απόφαση του 5ου έκτακτου Συνεδρίου του που συνήλθε τον Ιούνιο στην Αθήνα αρνήθηκε την αυτοδιάλυσή του».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι οργανώσεις Ενεργοί Πολίτες, ΚΕΔΑ και ΔΕΑ, που με ανακοίνωση που συνυπέγραψαν οι Μανώλης Γλέζος, Γιάννης Θεωνάς και Αντώνης Νταβανέλλος κάνουν έκκληση «να αποσύρουμε από την προσυνεδριακή συζήτηση του ΣΥΡΙΖΑ ένα αγκάθι που –ενώ δεν λύνει κανένα υπαρκτό πρόβλημα– μπορεί να δημιουργήσει μια σοβαρή κρίση». Όπως επισημαίνουν τα ιδρυτικά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ στη δήλωσή τους «οι συνιστώσες αποδείχθηκαν πολύτιμο συστατικό του συμμαχικού σχήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς», την ίδια στιγμή που «στις εκλογές του Μάη-Ιούνη του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών τέθηκε στη δοκιμασία του κόσμου –παρά τις σχετικές κραυγές των αντιπάλων μας– έφτασε στη μεγάλη πολιτική νίκη του 27%». Την ίδια στιγμή πάντως, χωρίς αναστολές προχώρησε στην αυτοδιάλυσή της η οργάνωση που χαρακτηριζόταν συχνά ως η πιο σκληρή συνιστώσα: «Η ΚΟΕ αποφάσισε να προχωρήσει στην αναστολή της αυτοτελούς δημόσιας παρουσίας της σαν απαραίτητο βήμα ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ και της ενιαίας έκφρασής του», ανακοίνωσε σε ένα ιστορικό ντοκουμέντο το πολιτικό ρεύμα που ξεκίνησε από το ΚΚΕ (μ-λ), για να γίνει Α/συνέχεια και στο τέλος να ονομαστεί ΚΟΕ.

Το πολιτικό μπρα ντε φερ Τσίπρα – συνιστωσών θα ολοκληρωθεί εντός Συνεδρίου, όπου αναμένεται να επιλεγεί μια καταρχάς συμβιβαστική μεταβατική λύση. Ωστόσο, ζήτημα αντιπαράθεσης που αναδεικνύεται με θέρμη στις τοπικές επιτροπές του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο τρόπος ανάδειξης του νέου προέδρου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, στο περιοδικό Επίκαιρα, είναι το μόνο εσωκομματικό θέμα στο οποίο απαντάει με σαφήνεια, υποστηρίζοντας ότι «η εκλογή του εκάστοτε επικεφαλής της από την Κεντρική Επιτροπή» είναι «μία από τις καλές παραδόσεις της Αριστεράς, που νομίζω ότι πρέπει να σεβαστούμε». Ο Αλέξης Τσίπρας πάντως, στο όνομα της άμεσης δημοκρατίας, αναμένεται να ζητήσει απευθείας εκλογή από το σώμα των συνέδρων, όπως άλλωστε έχουν πράξει και οι προκάτοχοί του στον Συνασπισμό, Νίκος Κωνσταντόπουλος και Αλέκος Αλαβάνος. Πρόκειται για μια επιλογή που αυτονομεί τον πρόεδρο και υποβαθμίζει το ρόλο της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 7/7/2013)