Οι υπερ-ευρυγώνιοι φακοί στη φωτογραφία έχουν δύο βασικά χαρακτηριστικά: Από τη μία καλύπτουν μια ιδιαίτερα μεγάλη γωνία, «συλλαμβάνοντας» πολύ περισσότερα στοιχεία απ’ όσα μπορεί το ανθρώπινο μάτι. Από την άλλη όμως, οι απεικονίσεις που προσφέρουν έχουν πολύ έντονη παραμόρφωση. Ο ίδιος κίνδυνος ελλοχεύει και στα πνευματικά έργα αναφοράς με πολύ πλατύ πεδίο. Το σκόπελο αυτό αποφεύγει με αξιοσημείωτη επιτυχία το βιβλίο Ζητήματα Ιστορίας του Πολιτισμού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος, στο οποίο οι συγγραφείς, Πέπη Ρηγοπούλου και Γιάγκος Ανδρεάδης, έδωσαν τον υπότιτλο Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η θεματολογία απλώνεται από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τα ομηρικά έπη, το Ισλάμ, την αχανή Ινδία της Μαχαμπαράτα και της Ραμαγιάνα, μέχρι την ευρωπαϊκή Αναγέννηση, τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες του 20ού αιώνα και το μεταμοντέρνο κίνημα. Η πραγμάτευση όλου αυτού του υλικού γίνεται με «βάθος πεδίου», κοφτερή εστίαση και με άποψη. Πρόκειται για μια κριτική ιστορία του πολιτισμού, όπου εξετάζονται κορυφαία θέματα και εκπρόσωποι με μια αναλυτική και πολλές φορές αιρετική μέθοδο και ματιά.
Τόπος
Τόπος του εγκλήματος, η «αγία οικογένεια»
Από την αστυνομική λογοτεχνία αναμένουμε συνήθως απάντηση στο whodunit (που σημαίνει «ποιος-το-έκανε») μιλώντας πάντα για το έγκλημα. Το υποείδος αυτό των ιστοριών με πρωταγωνιστές ντετέκτιβ που λύνουν γρίφους και αποκαλύπτουν το δολοφόνο, έχει βέβαια λαμπρές σελίδες στην παγκόσμια λογοτεχνία. Σπανίζουν όμως οι απαντήσεις στο γιατί το έκανε . Στην ερώτηση αυτή είναι στραμμένο το νέο βιβλίο του Νεοκλή Γαλανόπουλου Οικογενειακά εγκλήματα, από τις εκδόσεις Τόπος, στις τρεις ιστορίες του οποίου βρίσκουμε μεν δολοφονίες, μυστήριο και λογικές παγίδες, ωστόσο η ίδια η διαλεύκανση των εγκλημάτων περνά σε δεύτερο πλάνο. Το πραγματικά αποκαλυπτικό στο βιβλίο του Νεοκλή Γαλανόπουλου δεν είναι ο φόνος καθαυτός, αλλά η κοινωνιολογίά του εγκλήματος. Τα ορατά ή υπόγεια κίνητρα των δολοφόνων φανερώνεται πως δεν εντάσσονται στη σφαίρα του ατομικού, της άρρωστης ψυχολογίας, αλλά ανάγονται στις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και μάλιστα, στην πιο στενή τους μορφή, αυτή της συγγένειας.
Η θεωρία του Καρλ Μαρξ χωρίς στερεότυπα
«Ο μαρξισμός είναι το όπιο των διανοουμένων», είπε κάποτε ο διάσημος Αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας, Έντμουντ Γουίλσον. Όμως οι ιδέες που συγκρότησε σε επιστημονική θεωρία ο συγγραφέας του Κεφαλαίου δεν δέχτηκαν πάντα πνευματώδη κριτική. Από το 19ο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας, η πολεμική κατά του Καρλ Μαρξ βασίζεται περισσότερο σε στερεότυπα, παρά σε τεκμηριωμένα φιλοσοφικά και πολιτικά επιχειρήματα. Τα πιο διαδεδομένα και ριζωμένα από αυτά τα στερεότυπα ανέλαβε να αποκαλύψει ο Υβόν Κινιού, καθηγητής φιλοσοφίας, στο βιβλίο του με το λιτό τίτλο Καρλ Μαρξ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Με χαρακτηριστική οικονομία λόγου, που δεν θυμίζει σε τίποτα τις μακροσκελείς αναλύσεις περί μαρξισμού και με διαυγή επιχειρήματα, που υπηρετούν την εκλαΐκευση χωρίς παραχωρήσεις στην απλούστευση, οι 144 σελίδες του βιβλίου συγκροτούν μια σύντομη και περιεκτική εισαγωγή στη μαρξιστική σκέψη.

Ο Υβόν Κινιού (Yvon Quiniou) απαντά στα δημοφιλέστερα κλισέ των δεξιών και αριστερών επικριτών του μαρξισμού
Βασική θέση που διατρέχει το βιβλίο είναι πως η θεωρία που επεξεργάστηκε και διέδωσε ο Καρλ Μαρξ διαχωρίζεται από την πολιτική της εφαρμογή, όπως την γνωρίσαμε στα σοσιαλιστικά πειράματα του 20ού αιώνα. Ο συγγραφέας τάσσεται κριτικά απέναντι στην ιστορία του υπαρκτού σοσιαλισμού, καταδικάζει το «στείρο δογματισμό» του μαρξισμού που καλλιεργήθηκε κατά τη σταλινική περίοδο και υπερασπίζεται έναν «καθαρό» μαρξισμό, όπως αυτός προκύπτει από το έργο του δημιουργού του. Ανάμεσα στα στερεότυπα που εξετάζονται, περιλαμβάνονται και τα εξής: «Για τον Μαρξ, ο άνθρωπος είναι απολύτως εξαρτημένος από τη φύση», «ο κομμουνισμός είναι η πανταχού παρουσία του κράτους», «ο κομμουνισμός αδιαφορεί για το άτομο» και βέβαια το πλέον κλασικό στερεότυπο, «ο κομμουνισμός είναι ουτοπία, απέτυχε παντού».
Το βιβλίο δεν απαντά μόνο στους αντιπάλους του μαρξισμού, αλλά και σε νεομαρξιστικά ρεύματα, οι ιδέες των οποίων γνωρίζουν ευρύτερη διάδοση. Μια απ’ αυτές είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι «για τον Μαρξ η ιστορία είναι γραμμένη εκ των προτέρων». Όπως τονίζει ο συγγραφέας «η ντετερμινιστική κατανόηση της μακροϊστορίας δεν εμποδίζει στον Μαρξ την κατανόηση της μικροϊστορίας με όλη την ιδιαιτερότητα, την ατομική δράση και το απρόβλεπτο που αυτή συνεπάγεται». Επίσης, καταρρίπτεται η δημοφιλής στη Νέα Αριστερά θέση ότι «η εκμετάλλευση που περιέγραφε ο Μαρξ δεν υπάρχει πλέον». Όπως γράφει ο Υβόν Κινιού, η μαρξιστική ανάλυση «δεν μας μιλάει για μια ειδική κατάσταση της κοινωνίας, ιστορικά και γεωγραφικά οριοθετημένη, αλλά για έναν τρόπο παραγωγής, του οποίου οι μορφές ανανεώνονται αλλά οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία του παραμένουν αμετάβλητοι».
Το βιβλίο μετέφρασε ο Γιάννης Καυκιάς και προλογίζει ο Ευτύχης Μπιτσάκης.
(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 22-5-2011)
Οι κόκκινοι βαρκάρηδες των γηπέδων

Βαρκάρηδες ήταν η ερυθρόλευκη «πρόγκα», όπως έλεγαν το ’30 τις συντροφιές των οπαδών που πρόγκαραν τους αντιπάλους
Λέγεται συχνά ότι οι περασμένες εποχές αντιμετωπίζονται από τις μεταγενέστερες γενιές με νοσταλγία και με εξιδανίκευση. Ο Θανάσης Σκρουμπέλος δεν εξαιρείται από αυτό τον κανόνα, όμως έχει το δικό του τρόπο: Με τη διεισδυτική του έρευνα ξεθάβει σπάνιους χαρακτήρες από το παρελθόν που όμως δεν λάμπουν παρά μόνο για όσους τρέφουν αγάπη και εκτίμηση για το λαϊκό πολιτισμό. Αυτή είναι η περίπτωση του Κοκού, του θρυλικού αρχηγού των «Βαρκάρηδων» της ερυθρόλευκης πρόγκας, όπως έλεγαν τότε τις συντροφιές των οπαδών που μαζεύονταν και πρόγκαραν τους αντιπάλους. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Πελέτου, του εργάτη σε καρνάγιο και πιστού του Ολυμπιακού που ερωτεύεται μια αστή, μέλος της αντίπαλης πρόγκας του Παναθηναϊκού. Μια ιστορία άδολης αγάπης και γηπεδικού πάθους που αποκαλύπτει μια εποχή και δύο κόσμους: Τον κόσμο της εργατιάς του Πειραιά, τους πιστούς του Ολυμπιακού που το όνομα «βαρκάρηδες» τους τιμούσε και το αστικό κόσμο των Παναθηναϊκών, τις «φρουφρούδες».

Ο Θανάσης Σκρουμπέλος μας μεταφέρει στην εποχή που τους αστυνομικούς τους αποκαλούσαν «σμπίρους» και «καρακώλια»
Είναι η εποχή όπου οι αναμεταδόσεις των αγώνων γίνονταν με τηλεγραφήματα των δημοσιογράφων, τα οποία έπειτα διαβάζονταν από μεγάφωνα και οι οπαδοί άκουγαν από το δρόμο. Η εποχή που τους αστυνομικούς τους αποκαλούσαν «σμπίρους» και «καρακώλια». Τα χρόνια που οι ομάδες ταξίδευαν με ατμόπλοιο για να πάνε στη Θεσσαλονίκη. Τα «πέτρινα χρόνια» όπου ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε κηρύξει την «προς στιγμήν αναγκαία κοίμηση των νόμων». Και τα κατοπινά της δικτατορίας του Μεταξά, που γέμισε τα ξερονήσια με αντιφρονούντες. Σ’ αυτές τις ταραγμένες εποχές, το ποδόσφαιρο και το γήπεδο της Κυριακής ήταν το αποκούμπι του λαού. Κι αν μεταξύ τους τα μέλη της κόκκινης πρόγκας αποκαλούνταν «σύντροφοι», ήταν γιατί η ταξική ενότητα των μελών της, αν και λανθάνουσα, καθόριζε τις επιλογές τους τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδου. Αυτό το κομμάτι της ιστορίας του Ολυμπιακού ξεφεύγει από το στενό πεδίο των γηπέδων και γίνεται η ιστορία μιας κοινωνικής τάξης.
(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 13-3-2011)
Το τέλος του υπερήρωα στα αστυνομικά
Στο ενεργητικό του επίσης έχει και μια …δολοφονία: Κάνοντας μια σοβαρή τομή στην τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπως αυτό έχει καθιερωθεί από τις ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε μέχρι σήμερα, ο Γαλανόπουλος «σκοτώνει» τον ντεντέκτιβ υπερήρωα και του παραχωρεί δεύτερο ρόλο.
Ο 29χρονος Υπαστυνόμος Α’ Ορέστης Κοκόσης, ο «ήρωας» του Γαλανόπουλου, όπως υπήρξε ο Σέρλοκ Χολμς για τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ ή ο Κώστας Χαρίτος για τον Πέτρο Μάρκαρη, δεν έχει τη λαμπρή σταδιοδρομία των λογοτεχνικών συναδέλφων του. «Είναι ένας απλός υπάλληλος», λέει στο Πριν ο συγγραφέας. Και ξεκαθαρίζει: «Διαφωνώ ιδεολογικά με τον πανέξυπνο ντεντέκτιβ που λύνει όλα τα μυστήρια. Αυτό θέλω να το σπάσω. Θέλω να υπάρχει αίνιγμα, αλλά να μην υπάρχει αυτός ο τύπος. Μου φαίνεται πολύ ατομικιστικό και έχει και αυτή την αλαζονεία που δεν μ’ αρέσει καθόλου. Προσπαθώ να βρω τρόπους να μη βρίσκει ο αστυνομικός τη λύση και αυτός που κάνει τον έξυπνο να αποτυχαίνει». Και πράγματι, στην Παραλλαγή, ο αστυνόμος υποδεικνύει λάθος πρόσωπο για δολοφόνο, ενώ στο Θάνατος από το πουθενά δεν βρίσκει καν τη λύση και καταφεύγει σ’ ένα ηλικιωμένο συνάδελφό του της Τροχαίας. «Ο Κοκόσης είναι απλώς μια οπτική γωνία», συνεχίζει ο συγγραφέας. «Ο υπερήρωας δεν μου αρέσει, γιατί όλοι ήταν ψώνια. Ο Πουαρό είναι καρικατούρα. Όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει τέτοιος συνταξιούχος στην Αγγλία που να λύνει μυστήρια, αυτό είναι ολοφάνερα μούσι. Αλλά και επειδή δεν γίνεται κάποιος να είναι τόσο πια έξυπνος!».

Καλή είναι η φυγή, αλλά η σοβαρή λογοτεχνία πρέπει να αντανακλά την πραγματικότητα, λέει ο Νεοκλής Γαλανόπουλος
Κατά τ’ άλλα, οι σχέσεις του συγγραφέα με την παράδοση της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι αρμονικές. Τα δύο του μυθιστορήματα μάλιστα είναι από τα λίγα σύγχρονα ελληνικά που επικοινωνούν τόσο άμεσα με το υποείδος «whodunit», που στα Ελληνικά σημαίνει «ποιος-το-έκανε». Ο Ν. Γαλανόπουλος δηλώνει φανατικός αναγνώστης του είδους, ενώ αισθάνεται «σόι» με όλους τους συγγραφείς ιστοριών με μυστήριο και αινίγματα, «μέχρι και με τους συνταξιούχους δασκάλους που γράφουν ιστορίες με γρίφους», όπως λέει χαρακτηριστικά. «Κακώς χαρακτηρίζεται συντηρητικό τα κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Μπορεί να περιγράφει αγγλικές επαύλεις στην εξοχή κ.λπ. όμως έχει ένα πολύ καινοτόμο στοιχείο, ότι ένοχος είναι ο λιγότερο ύποπτος. Αυτό το βρίσκω πολύ ανατρεπτικό, γιατί κινητοποιεί τον αναγνώστη να σκεφτεί αναλόγως καχύποπτα και για την πραγματική ζωή, για το σοβαρό γιατρό με το βαλιτσάκι του, για τον βουλευτή».
Στην Παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού, το πτώμα ανήκει σ’ ένα καταξιωμένο συγγραφέα ιστοριών μυστηρίου που κρίνει μυθιστορήματα για έναν εκδοτικό οίκο και ύποπτοι είναι πέντε νέοι «κομμένοι» απ’ αυτόν φιλόδοξοι συγγραφείς. Στο Θάνατος από το πουθενά τα γεγονότα διαδραματίζονται σε μια έπαυλη σε πόλη της βόρειας Ελλάδας. Οι πολυάριθμοι ένοικοί της, μέλη της «καλής» κοινωνίας και υπηρετικό προσωπικό, αποδεικνύονται όλοι υποψήφιοι δολοφόνοι και τελικά ύποπτοι. Και στα δύο βιβλία, η κοινωνική κριτική του συγγραφέα είναι οξεία αλλά υποδόρια: «M’ αρέσει πιο πολύ το καλυμμένο, να γράφεις για το κοινωνικό χωρίς να είναι τόσο εμφανές, να περνάει σε λεπτομέρειες. Αν διαβάσει κανείς τους Γάλλους αστυνομικούς συγγραφείς που είναι κατάμαυροι, έχουν για ήρωες άγριους τρομοκράτες εξωκοινοβουλετικούς. Ε, αυτό είναι πολύ εμφανές. Εμένα μ’ αρέσουν τα πιο κρυμμένα». Και προσθέτει: «Ακόμα και ρομάντζο να γράψεις, πρέπει να έχει και το κοινωνικό στοιχείο, αλλιώς δεν θα έχεις δώσει σωστά την πραγματικότητα. Καλή είναι η φυγή αλλά η σοβαρή λογοτεχνία πρέπει να αντανακλά την πραγματικότητα, διαφορετικά δεν έχει νόημα».
(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 22-2-2009)