Πρόσκληση σε γεύμα παραισθήσεων

Το περιοδικό Τάιμ χαρακτήρισε το βιβλίο ένα από τα καλύτερα του αιώνα στην αγγλική γλώσσα

Περιθώριο, εξαρτήσεις και αντισυμβατική γραφή δεν έχουν συνδεθεί τυχαία με το όνομα του μεγάλου αμερικανού λογοτέχνη Ουίλιαμ Μπάροουζ. Η πρόσφατη επανέκδοση του κλασικού Γυμνού γεύματος από τις εκδόσεις Τόπος, επιβεβαιώνει στο ακέραιο τις προσδοκίες του αναγνώστη, καθώς πρόκειται για ένα από τα πιο εμπρηστικά κείμενα του συγγραφέα ή σύμφωνα με την κριτική του περιοδικού Τάιμ, ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του αιώνα που γράφτηκε στα Αγγλικά.

Το έργο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1959 και μόλις τρία χρόνια αργότερα βρέθηκε εκδότης στη χώρα του συγγραφέα, τις ΗΠΑ. Η νέα έκδοσή του στα Ελληνικά είναι αυξημένη κατά 20% σε σχέση με το πρωτότυπο, καθώς περιέχει κομμάτια που λογοκρίθηκαν, αλλά και διάφορα δοκίμια, εισαγωγές και προσχέδια, τα οποία παρέμεναν μέχρι πρότινος ανέκδοτα.

Δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί η έλλειψη σταθερής μορφής του βιβλίου αυτού. Πρόκειται για θραύσματα από εφιάλτες, συρραμμένους με την πλέον αντισυμβατική, αντι-αφηγηματική δομή. Από μια ευρύτερη οπτική γωνία, ο συνεκτικός ιστός αυτού του αντι-μυθιστορήματος είναι η περιπέτειες του ναρκομανή Ουίλιαμ Λι που δραπετεύει από τη Νέα Υόρκη για να καταλήξει στην πρωτεύουσα των παραισθήσεων, την Ταγγέρη του Μαρόκου. Όπως και στο μυθιστόρημα Τζάνκι (που επίσης επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος) ο αυτοβιογραφισμός του συγγραφέα είναι έντονος. Συνειρμική γραφή και εναλλασσόμενες εικόνες από έναν κόσμο υπό την επήρεια ουσιών συνθέτουν έναν αφηγηματικό καμβά, από τον οποίο λείπουν οι σταθερές του μυθιστορήματος. «Ταξίδι του μυαλού χωρίς χάρτη», έχει χαρακτηριστεί εύστοχα το βιβλίο από τη λογοτεχνική κριτική, η οποία τόσο στα χρόνια της έκδοσης του βιβλίου όσο και σήμερα, διχάζεται ως προς την αξία του, με ορισμένους να το χαρακτηρίζουν αριστούργημα και άλλους να το κλείνουν αηδιασμένοι από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Αυτό το γεγονός και μόνο αρκεί για να κατατάξει το βιβλίο στα κλασικά αναγνώσματα της εποχής του και όχι μόνο.

Η «οικογένεια» του Γυμνού γεύματος περιλαμβάνει όλη την μπιτ λογοτεχνία και μαζί με το Στο δρόμο του Τζακ Κέρουακ και το Ουρλιαχτό του Άλεν Γκίνσμπεργκ συνιστούν τη χαρακτηριστικότερη τριάδα του κινήματος των μπιτ. Δεν είναι μόνο η ηρωίνη, το στερητικό σύνδρομο και οι οργιώδεις σεξουαλικές ορμές που χαρακτηρίζουν την οπτική του αφηγητή. Πίσω από τις γραμμές καραδοκεί η αμείλικτη κριτική στη μεταπολεμική αμερικανική κοινωνία και κουλτούρα. Στον κόσμο της ψεύτικης ευδαιμονίας, της πολιτικής διαφθοράς και του καθωσπρεπισμού, ο Μπάροουζ αντιπροσωπεύει το κατοπτρικό είδωλο της κοινωνίας της υποκρισίας: Δηλαδή τον κόσμο της εξάρτησης, του περιθωρίου και της εξαθλίωσης. Από το καθρέφτισμα αυτό βγαίνουν συναρπαστικές και διαχρονικές εικόνες.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 19-9-2010)

Αριστερά, περιθώριο και ροκ εν ρολ

Ένα πέπλο καχυποψίας και απόρριψης υπήρχε -και υπάρχει ως σήμερα- στις σχέσεις των κομμουνιστών με τους περιθωριακούς. Οι λούμπεν (λέξη που στα γερμανικά σημαίνει κουρέλια) αντιμετωπίζονται διαχρονικά από την Αριστερά ως ξεπεσμένα στοιχεία της καπιταλιστικής κοινωνίας που έχουν χάσει τελεσίδικα την ταξική τους συνείδηση, άρα τοποθετούνται στο στρατόπεδο των εχθρών.

Τα ταραγμένα χρόνια 1963-64 εκτυλίσσεται η μυθιστορηματική δράση

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, όπου το παρακράτος της Δεξιάς βρισκόταν στην κορύφωση της δράσης του και τα πολιτικά γεγονότα εξελίσσονταν ραγδαία και ανώμαλα, δυτικά της Ομόνοιας, στις συνοικίες του Κολωνού, της Βάθης και του Μεταξουργείου εντόπιζε κανείς μια συμπαγή μάζα περιθωριακών: Τραβεστί, νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες, ταπεινωμένοι αντάρτες, πρώην χίτες. Βρισκόμαστε στο λογοτεχνικό σύμπαν του Θανάση Σκρουμπέλου, ο οποίος με το νέο του μυθιστόρημα Μπλε καστόρινα παπούτσια (εκδόσεις Τόπος) επιχειρεί μια κατάδυση σ’ ένα κόσμο που εκ πρώτης όψης φαίνεται βορβορώδης, όμως στην ουσία διαπνέεται από μια λαϊκή και ανθρώπινη ηθική.

Τα λογοτεχνικά υλικά του Σκρουμπέλου είναι γνωστά στους εξοικειωμένους με το έργο του. Απ’ την παλιότερη νουβέλα του Φίδια στον Κολωνό θα εντοπίσουμε σκηνικά και χαρακτήρες, όπως ο Τάκης η οχιά. Η «Χαβάη», το κέντρο της αφήγησης του μυθιστορήματος, που στην πραγματικότητα υπήρξε γνωστό πορνείο για τραβεστί στο Μεταξουργείο, έχει μεταφερθεί και κινηματογραφικά στην ομώνυμη ταινία του συγγραφέα.

Η μυθιστορηματική δράση ξετυλίγεται στα χρόνια 1963-64 που σημαδεύτηκαν από την ανάδειξη στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, τη δολοφονία του Κένεντι και τα αιματηρά γεγονότα κατά τη διάρκεια του γιορτασμού της επετείου από την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Η ιστορική τοποθέτηση των γεγονότων δεν αποτελεί απλά ένα γενικό «χαλί» κάτω από τη δράση των ηρώων. Ο συγγραφέας με δεξιοτεχνία συγκροτεί τους πολυάριθμους χαρακτήρες του βιβλίου εντάσσοντάς τους διαλεκτικά στον ιστορικό καμβά.

Πρόκειται για μια λαογραφική εργασία μεγάλης αξίας, αφού ο Σκρουμπέλος φανερώνει στα Μπλε καστόρινα παπούτσια μια εις βάθος γνώση του λεξιλογίου αλλά και της ηθικής συγκρότησης των ανθρώπων του περιθωρίου και των λαϊκών τάξεων της εποχής και της περιοχής. Μιλάμε για ένα κόσμο παραμελημένο από την ιστορία, την επιστήμη και τη λογοτεχνία και από αυτή την άποψη, δεν είναι λίγες οι αναλογίες του βιβλίου του Θ. Σκρουμπέλου με το έργο του Ηλία Πετρόπουλου.

Εμβληματική φυσιογνωμία του βιβλίου είναι ο Γαζούρης, επονομαζόμενος και άλογο, λόγω του υπερμεγέθους πέους του, γύρω από το οποίο το βιβλίο αφηγείται πολλές ιστορίες. Η μητέρα Αριστέα είναι η ηρωίδα που ενσαρκώνει το διαρκή και υπέρ πάντων αγώνα για επιβίωση και αξιοπρέπεια. Ο κυρ Χρήστος, μαυραγορίτης στην Κατοχή, αντικομμουνιστής και νονός της νύχτας, είναι ο χαρακτήρας έκπληξη του βιβλίου για τη μαστοριά και τη γενναιοδωρία με την οποία ο συγγραφέας φιλοτεχνεί τον ηθικό του κόσμο. Ο Μπόης είναι ο τίμιος αγωνιστής, μέλος του ΚΚΕ, που ψάχνει και παλεύει για την αλήθεια αλλά προδίδεται από την ηγεσία.

Ο συγγραφέας όχι μόνο δεν έχει ουδεμία σχέση με το μεταμοντέρνο ρεύμα ιστορίας, που ερμηνεύει αποστασιοποιημένα και επί ίσοις όροις την ιστορία νικητών και νικημένων του εμφυλίου. Προχωρά βήματα παραπέρα, ασκώντας κριτική στη νομιμοφροσύνη της ηγεσίας του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, την προσύλωσή της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τη γραμμή της για λαϊκά μέτωπα.

Τι είναι όμως τα μπλε καστόρινα παπούτσια; Είναι η μετάφραση του θρυλικού για την ιστορία της αμερικανικής μουσικής τραγουδιού blue suede shoes, το οποίο βασικά καθιέρωσε τον Έλβις Πρίσλεϊ στη θέση του «βασιλιά». Στους στίχους του, ο τραγουδιστής λέει ότι μπορεί να δεχτεί τα πάντα, να του κάψουν το σπίτι, να του κλέψουν το αυτοκίνητο, να του πιουν το ποτό – όμως ένα πράγμα δεν ανέχεται: Να του πατήσουν τα μπλε καστόρινα παπούτσια του. Αυτή η λεβεντιά, το συμβολικό καμιά φορά όριο της αξιοπρέπειας που κανείς δεν επιτρέπεται να παραβιάσει, ενώνει και τους δύο ασυμβίβαστους κατά τ’ άλλα χαρακτήρες του βιβλίου. Αυτό το «λαϊκό μέτωπο» η Αριστερά ποτέ δεν το κατανόησε. Όπως και το ροκ εν ρολ άλλωστε.

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 31-8-2008)