Τέλος εποχής για τους δημόσιους διανοούμενους

Ο εγκλωβισμός των διανοουμένων στα πανεπιστήμια έχει οδηγήσει στα άκρα την απομόνωσή τους από την κοινωνία και τις αντιθέσεις της

Μας τελείωσαν οι διανοούμενοι; Καταφατική απάντηση φαίνεται να δίνει με το βιβλίο του Οι τελευταίοι διανοούμενοι ο Ράσελ Τζακόμπι, που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Νησίδες. Πρόκειται για ένα έργο γραμμένο το 1987 για τις ΗΠΑ, τα συμπεράσματα του οποίου πάντως φαίνονται πολύ επίκαιρα για τη σύγχρονη διανοητική ζωή της χώρας μας.

Ο συγγραφέας περιγράφει ένα μετασχηματισμό στην σφαίρα της κίνησης ιδεών: Από τη μία το τέλος των δημόσιων διανοουμένων, των συγγραφέων που παρενέβαιναν ενεργά και με παρρησία στο κοινωνικό γίγνεσθαι του καιρού τους και απευθύνονταν σε ένα ευρύτερο και λαϊκό ακροατήριο, μιλώντας μια γλώσσα με λιγότερη ορολογία. Από την άλλη, την ανάδυση ενός νέου μοντέλου διανοούμενου, που η δραστηριότητά του είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πανεπιστήμιο και την ακαδημαϊκή διδασκαλία, που γράφει σε μια γλώσσα κατανοητή μόνο από τους συναδέλφους και τους φοιτητές του, ενώ τα ενδιαφέροντά του περιορίζονται στο στενό πλαίσιο που ορίζει η καριέρα του.

H υπόθεση του συγγραφέα για τη μετάλλαξη των συναδέλφων του (καθώς και ο ίδιος είναι ακαδημαϊκός) όσο και αν σήμερα μοιάζει να λέει το αυτονόητο, δέχτηκε πολλές επιθέσεις. Αυτό μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι ο Pάσελ Τζακόμπι δεν αρκέστηκε σε ένα αφηρημένο δοκίμιο, αλλά επιχείρησε να καταρτίσει έναν αναλυτικό χάρτη με τις γενιές διανοουμένων της χώρας του, με ονομαστικές αναφορές και κριτική περιεχομένου στα υπό εξέταση έργα. Μια εργασία σκληρής κριτικής, με μαρξιστική ματιά και εργαλεία, από αυτές που δυστυχώς σπανίζουν.

Τι κάνουν όμως οι νεότεροι διανοούμενοι; «Δεν χρειάζονται πια ή δεν θέλουν ένα ευρύτερο κοινό. Είναι σχεδόν αποκλειστικά καθηγητές. Σπίτι τους είναι το πανεπιστήμιο, κοινό τους είναι τα κολέγια, τα μέσα έκφρασής τους είναι οι μονογραφίες και τα εξειδικευμένα έντυπα». H γλώσσα των πανεπιστημιακών γίνεται ολοένα και πιο απρόσιτη με την «ακατάπαυτη δημιουργία νέας ορολογίας που έχει λιγότερο σχέση με την υπόσταση της επιστήμης και περισσότερο με τη μορφή του οργανωμένου εγχειρήματος». Σε αυτό συμβάλλει ο αναντίστοιχος με τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα κατακερματισμός της γνώσης που φέρνει η πίεση της καριέρας και της Ÿδημοσίευσης. «Όσο υποδιαιρούνται τα διανοητικά πεδία, ο αριθμός των ανταγωνιστών μειώνεται και αυτό καθιστά ευκολότερο για κάποιον να προβληθεί ως ειδήμων»Ÿ.

Ειδικά στις ΗΠΑ κάθε αιρετική σκέψη διώκεται

Πολύ εύστοχα σημειώνει ο Τζακόμπι ότι η αυτοαναφορικότητα των ακαδημαϊκών αποτυπώνεται πολύ καθαρά στις πρώτες σελίδες των βιβλίων τους με τις ευχαριστίες: «Το να ανοίγεις ένα σοβαρό μη λογοτεχνικό βιβλίο είναι σαν να διαβάζεις στα πεταχτά την ατζέντα τηλεφώνων κάποιου. Συχνά προηγείται του κειμένου μία πυκνή λίστα συναδέλφων, φίλων, ινστιτούτων και ιδρυμάτων». Αλλά και τα ευρετήρια των υποσημειώσεων (citation index) που χρησιμεύουν για να απαριθμούν τις αναφορές κάποιου συγγραφέα στις υποσημειώσεις άλλων επιστημόνων, την ίδια αυτοαναφορικότητα υπογραμμίζουν. Πόσω μάλλον, που το συγκεκριμένο ευρετήριο αποτελεί κριτήριο για προαγωγές και επιβραβεύσεις.

Αναζητώντας τις αιτίες γι’ αυτή τη μεταστροφή, ο Τζακόμπι τις εντοπίζει σε ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές του προηγούμενου αιώνα, αλλά και στις μεταλλάξεις της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. H παρακμή του μποεμισμού στις HΠA, η νέα πολεοδομία του κέντρου των πόλεων και η στροφή προς τα προάστια, εξετάζονται ως παράμετροι της αλλαγής του χαρακτήρα των διανοουμένων. Ειδικά στις HΠA, όπου η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι ανύπαρκτη, κάθε υποψία ανεξάρτητης ή αιρετικής σκέψης υπόκειται σε δίωξη. Οπότε, ο καθένας κοιτά τη στενή έρευνά του, τη σύνταξη των ακατανόητων στους πολλούς «πέιπερ» (όπως ονομάζονται οι επιστημονικές ανακοινώσεις) και την εξέλιξή του… H υποταγή αυτή των διανοουμένων επιτείνεται όσο οι εργασιακές σχέσεις στο πανεπιστήμιο γίνονται περισσότερο επισφαλείς.

Πάνω από είκοσι χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, κι όμως οι διαπιστώσεις του φαίνονται επίκαιρες και ορθές για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα. Αν κοιτάξει κανείς το ερευνητικό προσωπικό των πανεπιστημίων, θα διαπιστώσει ότι κατά πλειοψηφία αποτελείται από κακοπληρωμένους, με συμβάσεις έργου, επιστήμονες που δεν κοιτούν άλλο από το ερευνητικό πρόγραμμα που τους πληρώνει. H γενίκευση του μοντέλου που θέλει το πανεπιστήμιο να προσανατολίζεται στην εφαρμοσμένη, την υπερεξειδικευμένη και κατά παραγγελία έρευνα, στραγγαλίζει φυσικά κάθε έννοια δημόσιου διανοούμενου, όπως την εννοεί ο Τζακόμπι. Tο ερώτημα λοιπόν είναι για ποιον γράφει ένα διανοούμενος, για τους συναδέλφους του και τους προϊσταμένους του ή για ένα ευρύτερο ακροατήριο;

Όπως τονίζει ο Τζακόμπι, «το έγκλημα του Γαλιλαίου, ήταν λιγότερο το τι ανακάλυψε ή είπε και περισσότερο το πώς και πού το είπε. Αρνήθηκε τη Λατινική, για να γράψει σε ρέουσα Ιταλική για ένα νέο κοινό». Πόσοι σήμερα θα έκαναν το ίδιο;

(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 28-9-2008)

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Τέλος εποχής για τους δημόσιους διανοούμενους

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s